Στην καθημερινότητα της πόλης, το χάος έχει γίνει συνήθεια. Κόρνες, μηχανές, μουσικές από τα μπαλκόνια, φωνές στον δρόμο και στα μέσα μεταφοράς – όλα συνθέτουν ένα ηχητικό τοπίο που μοιάζει να μην έχει διακοπή. Όμως τις περισσότερες φορές, δεν φταίνε τα οχήματα ή τα μηχανήματα. Φταίμε εμείς. Οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Πρόσφατα, κατηφορίζοντας έναν κεντρικό δρόμο, βρέθηκα άθελά μου συνοδοιπόρος μιας νεαρής γυναίκας. Μιλούσε στο τηλέφωνο τόσο δυνατά και περιγραφικά που ήθελες δεν ήθελες μάθαινες τα πάντα για την προσωπική της ζωή – μέχρι και τις πιο ιδιωτικές λεπτομέρειες. Στο φανάρι, η “θεατρική παράσταση” συνεχίστηκε μπροστά σε κοινό· μια παρέα νεαρών άρχισε να σχολιάζει, να γελά, ακόμα και να την χειροκροτεί. Εκείνη δεν πτοήθηκε. Συνέχισε σαν να βρισκόταν μόνη της.
Λίγη ώρα αργότερα, έξω από σταθμό του μετρό, ένας άλλος άνδρας φώναζε στο τηλέφωνο μαινόμενος με κάποιον δικηγόρο, η ένταση της φωνής του τόσο υψηλή που μπορούσε να ακουστεί σε απόσταση. Ταυτόχρονα, στο βάθος, μια λαϊκή μπαλάντα έπαιζε από κάποιο μπαλκόνι, ενώ οι κόρνες από τον δρόμο συμπλήρωναν το σκηνικό. Όχι, δεν ήταν πανηγύρι. Ήταν απλώς ένα συνηθισμένο μεσημέρι στο αστικό τοπίο.
Τι συμβαίνει τελικά; Γιατί μιλάμε τόσο δυνατά; Γιατί έχουμε ξεχάσει τη σημασία της διακριτικότητας; Ο δημόσιος χώρος δεν είναι το προσωπικό μας σαλόνι. Είναι ένα κοινό πεδίο, που απαιτεί σεβασμό προς τους γύρω μας. Το να φωνάζεις στο κινητό, να επιβάλλεις τις σκέψεις ή τα προβλήματά σου στους υπόλοιπους δεν είναι απλώς αγένεια – είναι μια μορφή ηχητικής εισβολής.
Ίσως τελικά να είναι κι ένα σημάδι μοναξιάς. Ίσως κάποιοι να φωνάζουν γιατί έχουν ξεχάσει πώς είναι να μοιράζεσαι χωρίς να επιβάλλεσαι. Ίσως, όμως, απλώς έχουμε αποσυνδεθεί από την έννοια της συλλογικότητας.
Σε κάθε περίπτωση, ας κάνουμε όλοι μια προσπάθεια:
Να ζήσουμε λίγο πιο χαμηλόφωνα. Δεν είμαστε μόνοι μας στην πόλη