Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης
Ο Νίκος Γαλανός, ένας από τους πιο αγαπητούς και διαχρονικούς πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, έφυγε από τη ζωή στις 19 Μαΐου 2025, σε ηλικία 79 ετών, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο. Η απώλειά του άφησε ένα μεγάλο κενό στον καλλιτεχνικό κόσμο, καθώς υπήρξε μια φυσιογνωμία που σημάδεψε τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου και συνέχισε να εμπνέει με την παρουσία του επί σκηνής και επί οθόνης για περισσότερες από έξι δεκαετίες.
Κράμα ταλέντου, γοητείας και έντονης εκφραστικότητας, ο Νίκος Γαλανός έχτισε ένα διαχρονικό προφίλ, χαρίζοντάς μας ερμηνείες γεμάτες ένταση και ευαισθησία. Δημιούργησε χαρακτήρες που παραμένουν ζωντανοί στη μνήμη του κοινού, το οποίο τον ακολούθησε πιστά σε όλη την πορεία του.
Γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1945 στην Αθήνα και το πραγματικό του όνομα ήταν Νίκος Σουπιωνάς. Σπούδασε τη δραματική τέχνη στη σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη, και από τα πρώτα του βήματα έκανε αισθητή την παρουσία του, ξεχωρίζοντας για την εμφάνισή του αλλά και για την καλλιτεχνική του ευαισθησία.
Το θεατρικό του ντεμπούτο έγινε το 1967 στον θίασο της Τζένης Καρέζη, η οποία τον ανακάλυψε εντελώς τυχαία κατά τη διάρκεια μιας πρόβας. Σύντομα βρέθηκε να συνεργάζεται με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, σε μια σειρά από σημαντικές παραγωγές, όπως “Βασίλισσα Αμαλία”, “Ωραία μου Κυρία”, “Θεατρίνα”, “Πειρασμός” και “Καμπαρέ”. Συνέχισε την πορεία του με συνεργασίες με τον θίασο Μουσούρη, το Εθνικό Θέατρο και το Ελεύθερο Θέατρο, αποδεικνύοντας πως δεν ήταν απλώς ένας γοητευτικός ζεν πρεμιέ, αλλά και ένας ηθοποιός με εύρος, ωριμότητα και καλλιτεχνικό ήθος.
Τη δεκαετία του ’80 συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους, ενώ την περίοδο 1995-96 υπήρξε ο τελευταίος συμπρωταγωνιστής της Αλίκης Βουγιουκλάκη στη θεατρική παράσταση «Η Μελωδία της Ευτυχίας». Το 2001 εμφανίστηκε στο έργο «Πόλεμος και Ειρήνη» με τη Μιμή Ντενίση, ενώ το 2018 πρωταγωνίστησε στην παράσταση “Χτυποκάρδια στο θρανίο” πλάι στον Κώστα Βουτσά.
Στον κινηματογράφο έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1962 στην ταινία «Οργή» του Οσκαρικού Βασίλη Γεωργιάδη. Ακολούθησαν μικροί ρόλοι σε ταινίες όπως «Κραυγή» (1964), «Τα Δάκρυα είναι Καυτά» (1964) και «Ο Ουρανοκατέβατος» (1965) του Ορέστη Λάσκου, μέχρι που ήρθε η μεγάλη ευκαιρία το 1968, όταν ο Νίκος Φώσκολος τον επέλεξε ως πρωταγωνιστή στην ταινία «Η Λεωφόρος του Μίσους» της Φίνος Φιλμ. Η ερμηνεία του άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις και τον καθιέρωσε ως νέο αστέρα της εποχής, στο πλευρό της Μαίρης Χρονοπούλου. Ο Φίνος τον αγκάλιασε καλλιτεχνικά και, μαζί με τη Νόρα Βαλσάμη, αποτέλεσαν το νεανικό δίδυμο που λάτρεψε το κοινό. Στα χρόνια που ακολούθησαν, γύρισε 12 ταινίες για τη Φίνος Φιλμ, με σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως: «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969), «Ορατότης Μηδέν» (1970) και «Εν ονόματι του νόμου» (1970) του Νίκου Φώσκολου, «Η Ρένα είναι Οφσάιντ» (1972) του Αλέκου Σακελλάριου, «Πανικός» (1969) του Σταύρου Τσιώλη, «Η αμαρτία της ομορφιάς» (1972) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Ο Αστραπόγιαννος» (1970) του Νίκου Τζήμα. Η καριέρα του απογειώθηκε δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, όπου ήταν συμπρωταγωνιστής της σε 4 ταινίες: «Η Κόρη του Ήλιου» (1971) σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, «Ένα αστείο κορίτσι» (1970), «Σ’ αγαπώ» (1971) και «Η Αλίκη Δικτάτωρ» (1972) σε σκηνοθεσία και οι τρείς του Τάκη Βουγιουκλάκη.
Συνέχισε μετά την δύση του Παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου, με εμφανίσεις σε κάποιες ταινίες στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και την δεκαετία του ‘80, ενώ εμφανίστηκε και σε αρκετές βιντεοταινίες στα μέσα και στα τέλη του ‘ 80. Η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 2013, στην ταινία «Η Αγάπη Έρχεται στο Τέλος» του Βασίλη Κεχαγιά.
Στην τηλεόραση ήταν ακούραστος, καθώς δεν σταμάτησε να είναι παρών από το 1973 που έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην σειρά «Μαρίνα Αυγέρη» δίπλα στην Τζένη Καρέζη και σε σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου, μέχρι και τον Ιανουάριο του 2025, όπου εμφανιζόταν στην τηλεοπτική σειρά «Η Γη της Ελιάς» του Ανδρέα Γεωργίου, από την οποία αποχώρησε λόγω επιδείνωσης της υγείας του. Από τις πιο χαρακτηριστικές παρουσίες του στην τηλεόραση ήταν στις σειρές: «Οι φρουροί της Αχαΐας» (1981) σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη, «Ο Θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα» (1987) του Ερρίκου Ανδρέου, «Απαγορευμένη Αγάπη» (1998), «Μη μου λες αντίο» (2004) του Μανούσου Μανουσάκη, «Κλεμμένα Όνειρα» (2011), «4» (2009) σε σενάριο Χριστόφορου Παπακαλιάτη και συν-σκηνοθεσία Γιώργου Γκιγκαπέππα και Χριστόφορου Παπακαλιάτη.
Στην προσωπική του ζωή, ο Νίκος Γαλανός παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος του γάμος έγινε όταν ήταν μόλις 18 ετών και διήρκεσε πέντε μήνες. Ο δεύτερος, στα 35 του, με την ηθοποιό Κατερίνα Μαραγκού, είχε ανάλογη διάρκεια. Σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του αποτέλεσε η σχέση του με την Κάτια Δανδουλάκη, η οποία έφτασε μέχρι τον αρραβώνα, χωρίς όμως να οδηγηθεί σε γάμο. Οι δυο τους παρέμειναν καλοί φίλοι, όπως είχαν δηλώσει και οι ίδιοι. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, βρισκόταν στο πλευρό της επιχειρηματία Ελένης Σαγανά.
Πάντα ρομαντικός, είχε δηλώσει: «Ο έρωτας είναι κινητήριος δύναμη στα πάντα. Είναι η αρχή και το φινάλε. Χωρίς έρωτα δεν μπορεί κανείς να ζήσει. Όταν κάποιος είναι ερωτευμένος είναι διαφορετικός, φωτεινός, όμορφος, ζει, μιλάει με τους ανθρώπους. Ένας άνθρωπος χωρίς έρωτα είναι κατσούφης, περίεργος, δύσκολος. Με τον έρωτα λάμπεις.»
Ο Νίκος Γαλανός δεν ήταν απλώς ένας γοητευτικός ηθοποιός της εποχής του. Ήταν ένας καλλιτέχνης με ήθος, συνέπεια και αφοσίωση. Μια διακριτική αλλά σταθερή παρουσία που σημάδεψε γενιές θεατών, αφήνοντας πίσω του μια πλούσια κληρονομιά από ρόλους, ερμηνείες και στιγμές που θα μείνουν για πάντα στη μνήμη.