Το βιβλίο της Βάσως Καλαντίδου «Στην πέτρα χαραγμένα» είναι μια καλαίσθητη και προσεγμένη έκδοση του εκδοτικού οίκου Ενύπνιο. Από τις πρώτες σελίδες του η αφήγηση συμπαρασύρει τον αναγνώστη στον ρυθμό της, τον γοητεύει και τον συγκινεί.
Ο κεντρικός ήρωας, ένα ευαίσθητο, αλαφροΐσκιωτο αγόρι γράφει ιστορίες. Συχνάζει… σε νεκροταφεία, σημειώνει ονόματα και ημερομηνίες των απελθόντων, πότε γεννήθηκαν και πότε πέθαναν, τους αισθάνεται, τους βλέπει με έναν ιδιαίτερο τρόπο και γράφει τις ιστορίες τους· ιστορίες, κάποιες αληθινές, που τις έχει ακούσει από διηγήσεις άλλων, και άλλες, επινοημένες από τον ίδιο. Είναι συναρπαστικές ιστορίες ζωής, γεμάτες δράματα, χαρές κι ανατροπές, εκπλήξεις και κρυμμένα μυστικά.
Δεν είναι ο θάνατος αυτός καθαυτός που έλκει και απασχολεί τον Αγγελή, αλλά οι πεθαμένοι· γιατί ο θάνατος, αυτός ο νόμος της ζωής, δεν πολεμιέται. Τη λήθη πολεμά, τη λησμονιά αντιμάχεται, την αρνησιά αντιπαλεύει ο ήρωας της Βάσως. Θέλει να ξαναδώσει ζωή σ' εκείνα τα ονόματα, «τα ονόματα στην πέτρα χαραγμένα», που «τον μελαγχολούν» και τον εμπνέουν να ξαναγράψει απ' την αρχή τις ιστορίες τους.
Και γράφει, γράφει, γράφει σε τετράδια αντιγραφής, σε κόλλες αναφοράς, στη μνήμη και στην καρδιά του. Η μητέρα του, μια απλή, λαϊκή γυναίκα, δυνατή αρχετυπική γονική μορφή, ανησυχεί μα τον στηρίζει. Την απουσία του πατέρα αναπληρώνουν οι δάσκαλοί του· κι οι δυο τον ενθαρρύνουν και τον καθοδηγούν στο ταξίδι της γραφής με ερεθίσματα, βιβλία, συζητήσεις. Είναι οι συνομιλητές του στην αναζήτηση και τη διαμόρφωσή του ως συγγραφέα, αλλά και ως σκεπτόμενου νέου ανθρώπου.
Περνούν οι μέρες, οι μήνες και η συγγραφή συνεχίζεται, οι ιστορίες του αυξάνονται και πληθύνονται κι ανοίγουν έναν δρόμο και μια κατεύθυνση που ορίζουν και προσδιορίζουν την ύπαρξή του ήρωα μέσα από το γράψιμο και το διάβασμα. Η μητέρα του, η παγωνοπερπατούσα [τι όμορφη λέξη αλήθεια!] πανταχού παρούσα, καμαρώνει και ενημερώνει φωναχτά τον πατέρα και άντρα της στους ουρανούς για τις προόδους του γιού τους.
Καθοριστική η επίσκεψη του Αγγελή στο μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ – η Βάσω την τοποθετεί σχετικά στην αρχή, ως την προοικονομία μιας αποκάλυψης που συνομιλεί με το τέλος της νουβέλας. Τον οδηγεί εκεί ο δάσκαλός του κρυφά από τη μητέρα. Η επίσκεψη αυτή, μια συγκλονιστική στιγμή στην εξέλιξη της αφήγησης αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση του ήρωα, προκαταρκτικά της μύησής του στο μυστήριο του ηθελημένου θανάτου, την αυτοκτονία. Η συμφιλίωσή του με αυτή θα δώσει στον ήρωα της Βάσως τη λύση, τη λύτρωση και την κάθαρση.
Ο Αγγελής ξεκινά την ιστορία του σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Χτίζεται έτσι μια στιβαρή αφηγηματική δομή σε ενεστώτα χρόνο, μέσα στον οποίο η συγγραφέας ενθέτει, [διασπώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση] τις ιστορίες των άλλων ηρώων της σε τρίτο πρόσωπο. Με ευρηματικότητα και δεξιοτεχνία, ανοίγει παρενθέσεις, όπου συνήθως μια ηλικιωμένη γυναίκα του χωριού, η γιαγιά ας πούμε, η κυρά Καλλιόπη ή η κυρά Μαρίκα, αλλά και ο καφετζής ή ο τρελός του χωριού αφηγούνται τις δικές τους μικρές ιστορίες στο φόντο της μεγάλης ιστορίας του Αγγελή.
Με πολύ ενδιαφέρον ο αναγνώστης παρακολουθεί την αργή και σύνθετη πορεία συνειδητοποίησης του ήρωα της Βάσως. Η συνειδητοποίηση του εαυτού του ως συγγραφέα συμβαδίζει με την εξέλιξή του ως άτομο. Δεν αποφασίζει να δώσει τα γραφτά του για έκδοση, έως ότου ξεδιαλύνει μέσα του την πηγή της μελαγχολίας του, έως ότου ελευθερωθεί από το θεριό που κατοικοεδρεύει εντός του σιωπηλό, αμίλητο και επτασφράγιστο μυστικό από τα παιδικά του χρόνια ακόμα. Ψάχνει, αναζητά, διαισθάνεται και ελπίζει: «Η τελευταία ιστορία δεν έχει ακόμα γραφτεί».
Διαισθάνεται πως ένα μυστήριο βαραίνει την ψυχή του και δεν του επιτρέπει να ανοίξει νέα κεφάλαια στη ζωή, να συστήσει την προσωπική του μυθολογία. Όταν στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου όλα φωτίζονται και εξηγούνται, ο αναγνώστης νιώθει να λυτρώνεται και ο ίδιος. Να βγάζει μαζί με τον ήρωα φτερά. Είναι το φτερούγισμα που κάνει μια ιστορία να απογειώνεται και να νομιμοποιεί την ύπαρξή της. Και αυτό η Βάσω Καλαντίδου το πετυχαίνει με καλλιέπεια, συγκροτημένα και σεμνά.
Το στοιχείο που συνέχει τους ήρωές της είναι η απουσία τους από το παρόν. Την ύπαρξή τους εγκυρώνει αναδρομικά η μνήμη και η ανάμνηση· και ο δεδομένος τόπος, όπου το θνητό σώμα τους φιλοξενείται και γίνεται χώμα, επιστρέφοντας και επιβεβαιώνοντας έτσι τον αιώνιο και αέναο κύκλο της φύσης και της ζωής.
Βάζει τον πρωταγωνιστή της να λέει: [σελ.47] «Πάντα χανόμουν ανάμεσα στην αλήθεια και τη μυθοπλασία όταν έγραφα. ………………………………Έτσι πλάθουν τον κόσμο από την αρχή· έναν κόσμο μέσα στον οποίο αντέχουν να ζήσουν.»
Ο στοχασμός του ήρωα της Βάσως Καλαντίδου εκκινεί και κινείται από πολύ νωρίς πάνω στο βασικό δίπολο «ζωή – θάνατος», δηλαδή πάνω στον βασικό άξονα που εκκινεί και κινείται διαχρονικά η παγκόσμια λογοτεχνία. Μεταφέρει τον προβληματισμό του, τις ανησυχίες και την αναζήτησή του στους φορείς του χρόνου, δηλαδή τα φθαρτά ανθρώπινα σώματα, τους ανθρώπους-υποκείμενα και τις πορείες, τις τροχιές τους μέσα στον χρόνο.
Οι ιστορίες τους, οι ιστορίες της ζωής τους και η καταγραφή τους γίνονται ο φορέας μιας αδιάλειπτης, εμμένουσας μνήμης που αντιστέκεται στον ισχυρό, ανίκητο και πανδαμάτορα χρόνο που όλα τα καθυποτάσσει και τα νικά.
Γιατί ο Χρόνος, όπως ο Κρόνος, γεννά αλλά και τρώει τα παιδιά του. Η Ρέα όμως του δίνει να καταπιεί μια σπαργανωμένη πέτρα αντί για τον νεογέννητο Δία και τον σώζει και σώζει έτσι και την πρώτη ιστορία. Η πρώτη ιστορία είναι μια σπαργανωμένη πέτρα που δίνει ο τραγωδός, η συγγραφέας, η Βάσω Καλαντίδου στον αδηφάγο Χρόνο για να χορτάσει προσωρινά την πείνα του, να μην αφανίσει τους ανταγωνιστές του. Πέτρες τυλιγμένες σε μωροφάσκια είναι οι ιστορίες μας, το δόλωμα στη Λήθη και στον Χρόνο, για να μην μας καταβροχθίσει και ξεχαστούμε εντελώς. Μικρά κομμάτια μνήμης οι ιστορίες μας, οι ιστορίες της Βάσως, αντίδοτα στον Χρόνο και στη Λήθη. Skripta manent, γραμμένες ιστορίες, μικρές προσπάθειες να υπάρξει «κόσμος», στολίδι, δηλαδή φως στο σκοτάδι και στο χάος, δηλαδή φως στην ανθρώπινη ιστορία, στον πολιτισμό. Η μνήμη, με όχημα τη γραφή –εδώ τη γραφή της Βάσως Καλαντίδου- προβάλλει την ανθρώπινη αντίσταση στο ισοπεδωτικό πέρασμα του χρόνου και διασώζει και χτίζει, έστω και πάνω στα ερείπια, οικοδομήματα, αποτυπώματα και ίχνη ζωής.
«Θέλει να γράφει ιστορίες που θα διαβάζονται στις πλατείες», είχε πει κάποια στιγμή στον καθηγητή του ο ήρωας του βιβλίου, «που θα θυμίζουν στους ανθρώπους πως οι νεκροί πεθαίνουν πραγματικά μόνο όταν σταματάμε να μιλάμε γι' αυτούς». Οι ιστορίες του μοιάζουν με αφηγήσεις ενός αρχαίου ραψωδού περιπλανώμενου. Και όταν τις διαβάζει στους ανθρώπους, τους συγκινεί και τους ψυχαγωγεί μα πιο πολύ τους φέρνει, καταντικρύ της μνήμης και καταντικρύ του χρόνου, και διασώζει έτσι τη μνήμη, την ανάμνηση αυτών που έχουν χαθεί. Δαμάζει τον αδάμαστο, λαβώνει τον ανίκητο, τον Χρόνο.
Ο Αγγελής, ο ήρωας μας, ανακαλύπτει και γνωρίζει την Ελλάδα, τους ανθρώπους και τον εαυτό του ταξιδεύοντας από την Ορεστιάδα και τη Φλώρινα έως τη Μάνη και την Κρήτη. Εμβόλιμα και με εύστοχο τρόπο η περιήγηση αυτή εμπλουτίζεται και αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν ο ήρωας του βιβλίου υποτίθεται ότι συναντά σημαντικές μορφές, όπως τον κατ' εξοχήν μελετητή των ελληνικών κοιμητηρίων και ταφικών εθίμων, τον Ηλία Πετρόπουλο στην Ορεστιάδα και τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο στη Μονεμβασιά. Οι ιστορίες που διαδραματίζονται στους διάφορους τόπους μεταφέρουν τον αναγνώστη και σε διάφορες χρονικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας που σφράγισαν και καθόρισαν και καθορίζουν ακόμα και σήμερα την ελληνική συνείδηση. Κορυφαία η αφήγηση της ιστορίας του γηραιού καφετζή που τον στέλνει στο χωριό του, το Αντάρτικο. Ιστορίες σε μικροκλίμακα που ακουμπούν τη ευρύτερη ιστορία του τόπου. Μέσα από τις προσωπικές ιστορίες, όχημα της κοινωνικής πληροφορίας, ο αναγνώστης βιώνει τη συλλογική ιστορία.
Ένα μεγάλο προσόν της λογοτεχνικής γραφής της Βάσως Καλαντίδου είναι η λιτότητα της γλώσσας της, η αμεσότητα και η καθαρότητά της, διανθισμένη από ένα τρυφερό, ευθύβολο και καθαρό χιούμορ. Η συγγραφέας επιλέγει τη μικρή φόρμα αφήγησης στις επιμέρους ιστορίες. Δεν έχει σημασία, αν όλα ξεκίνησαν από τις μεμονωμένες αφηγήσεις ή από την πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση του κεντρικού ήρωα. Συγκεφαλαιώνει και αλληλοεξαρτά όλες τις αληθινές ή επινοημένες ιστορίες σε ένα σύνολο αριστοτεχνικά δομημένο. Η Βάσω διαχειρίστηκε το υλικό της έξυπνα και δεξιοτεχνικά και μας παρέδωσε μια εξαιρετική νουβέλα με πολλά επίπεδα πρόσληψης.
Μια γυναίκα-συγγραφέας δημιούργησε με φυσικότητα έναν πειστικό και γοητευτικό κεντρικό ανδρικό ήρωα. Με φυσικότητα, αφού η συγγραφέας φαίνεται να έχει αποδεχτεί πως μέσα στον κάθε άνθρωπο ενυπάρχουν και συνυπάρχουν και ανδρικά και γυναικεία χαρακτηριστικά και ότι ο κάθε και η κάθε δημιουργός, στον κάθε ήρωά τους, ενθέτουν και εναποθέτουν δικά τους βιώματα, μνήμες κι απωθήσεις, οδύνες και ιδιαίτερες στιγμές, μυστικά, απόκρυφα ή φανερά κομμάτια τους. Συγχρόνως φαίνεται πως η συγγραφέας δίνει μεγάλη σημασία και στον τρόπο, στην τεχνική: πώς δηλαδή ο δημιουργός τα συνθέτει όλα αυτά σε ένα λειτουργικό, νέο μυθοπλαστικό σύνολο, σε μια καινούργια κειμενική πραγματικότητα. Γιατί ξέρει, ότι το μυθιστορηματικό αποτέλεσμα όχι μόνο δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, μια νέα αλήθεια, αλλά ότι χρειάζεται η αλήθεια αυτή να είναι λειτουργική, αληθοφανής, πειστική και βέβαια απολαυστική, ακόμα και όταν περιγράφει οδυνηρά θέματα. Η συγγραφική ικανότητα της Βάσως Καλαντίδου αναμετρήθηκε μ' αυτήν την πρόκληση και ανταποκρίθηκε με επιτυχία!
Η νουβέλα της Βάσως Καλαντίδου «Στην πέτρα χαραγμένα» είναι ένα έντιμο καθαρό βιβλίο. Δεν είναι δήθεν, ούτε υποδύεται κάτι που δεν είναι˙ δεν κραυγάζει˙ έχει μεν τις δραματικές του στιγμές, αλλά και το σωτήριο χιούμορ και τελικά εξισορροπεί θαυμάσια τον πεσιμισμό με την αισιοδοξία, με τελικό νικητή την κατάφαση της ζωής. Προτείνει και συστήνει έτσι μια έμπρακτη και εμπράγματη συμφιλίωση με τον θάνατο, χωρίς περιττά λόγια και πολλές θεωρίες. Η Βάσω Καλαντίδου έχει αυτήν την ικανότητα και το πετυχαίνει, γιατί κινητήρια δύναμη εντός της είναι η απέραντη αγάπη για τους ήρωές της, δηλαδή η απέραντη αγάπη της για τη δημιουργία και τη δημιουργική γραφή. Είναι η αγάπη της για τη ζωή, δύναμη που διέπει και κινεί τα πάντα, που καθιστά τον άνθρωπο όντως ζωντανό, δηλαδή συμφιλιωμένο με τη φθορά και τον θάνατο.
Το βιβλίο της Βάσως Καλαντίδου θα μπορούσε να αποτελεί ένα παράδειγμα για το τι σημαίνει καλό βιβλίο: απλή γραφή, μια αφήγηση που ρέει, είναι εύληπτο και άμεσο, έτσι που ο αναγνώστης του δεν θέλει να σταματήσει την ανάγνωση ούτε για να πάρει ανάσα. Συνομιλεί εύστοχα με τα διαχρονικά και προαιώνια θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης, τον έρωτα, τον θάνατο, τη μνήμη, τη λήθη, – τον χρόνο. Μας διδάσκει και μας μαθαίνει, με έναν διακριτικό και έμμεσο τρόπο, γιατί η γραφή και η ανάγνωση των ιστοριών μπορεί να είναι τέρψη, απόλαυση, αγωγή ψυχής, ευτυχία.
Ως επίλογο θα τολμούσα να διακινδυνεύσω ότι σ' αυτό το πρώτο της βιβλίο η Βάσω Καλαντίδου τολμά να αρθρώσει τη δική της ιστορία, τη δική της συνειδητοποίηση ως συγγραφέα, αλλά και την εξέλιξή της ως άτομο, που έχει αποδεχτεί την έννοια της περατότητάς του και έχει συμφιλιωθεί με το μυστήριο της ζωής και του θανάτου.
Γι' αυτόν το λόγο το βιβλίο της «Στην πέτρα χαραγμένα» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα φιλοσοφημένο βιβλίο που με πολύ ανθρώπινο, -θα έλεγα ακόμα και φιλάνθρωπο τρόπο-, μας εξοικειώνει με το βαρύ φορτίο της αβάσταχτης υπαρξιακής γνώσης και της αναντίρρητης αλήθειας της φθαρτότητάς μας.
***
Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου (19.04.2019) στο βιβλιοπωλείο Mind the book.