HomeInterviewsΜάκης Παπαδημητράτος: Στην καπιταλιστική Ελλάδα δεν λειτουργούν...

Μάκης Παπαδημητράτος: Στην καπιταλιστική Ελλάδα δεν λειτουργούν ούτε οι νόμοι του καπιταλισμού

Ηθοποιός και ανεξάρτητος σκηνοθέτης, γνωστός από τις cult ανεξάρτητες παραγωγές του, έχει δηλώσει παλαιότερα πως ο σκοπός του κινηματογράφου είναι να αμφιβάλλουμε και να διαφωνήσουμε.

Από το 2005 πέρασε από τον κινηματογράφο στην τηλεόραση, από την τηλεόραση στο διαδικτυακό σήριαλ και πάλι πίσω στον κινηματογράφο. Ο σκηνοθέτης του φημισμένου “Τσίου” Μάκης Παπαδημητράτος, μιλάει στον “Εξώστη Θήτα” για τις ταινίες του, την εποχή του, την δύναμη του διαδικτύου και τον ελληνικό κινηματογράφο του σήμερα.

Η ταινία που σας καθιέρωσε είναι το “Τσίου”, πείτε μας λίγα λόγια για την ταινία, τη σύλληψη της και την απόφαση να ασχοληθείτε με τους εκκεντρικούς χαρακτήρες της.

Ο Τσίου είναι η πρώτη ταινία στην Ελλάδα που αναδείχθηκε από το διαδίκτυο και την πειρατεία. Αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο και η πειρατεία, δεν θα ξέρατε ότι υπάρχει, παρόλο που κέρδισε καταπληκτικές κριτικές από το κοινό αλλά και βραβεία στην Θεσσαλονίκη. Χάρη στο διαδίκτυο και την πειρατεία, μπόρεσε να ξεπεράσει τα εμπόδια της διανομής και της προώθησης της στην Ελλάδα και να γίνει μια από τις πιο γνωστές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ στην χώρα μας, και εγώ να είμαι o“διάσημος σκηνοθέτης που σας δίνει συνέντευξη αυτή τη στιγμή.

Φυσικά αν όλος αυτός ο κόσμος την είχε δει πληρώνοντας εισιτήριο θα ήταν ίσως η πιο εμπορική ταινία. Ο Τσίου, (εν αγνοία μου την ώρα που την γύριζα), ήταν μία εν δυνάμει εμπορική ταινία, που οι διανομείς δεν εμπιστεύτηκαν για να κερδίσουν από αυτήν.Στην καπιταλιστική Ελλάδα δεν λειτουργούν ούτε οι νόμοι του καπιταλισμού.

φώτο. Ιωάννα Χατζηανδρέου

 

Η δεύτερη ταινία σας ήταν οι “Κλέφτες”, σε σχέση με τηνπρώτη τι νιώσατε ότι άλλαξε στην επαφή σας με το αντικείμενο από άποψη προσέγγισης και επαφής;

Αν στον Τσίου ήθελα να δείξω την κοινωνία μέσα από το χιούμορ και με στόχο να απενοχοποιήσω το δικαίωμα της επιλογής, σχετικά εύπεπτα, στους «Κλέφτες» ήθελα να γεννήσω θυμό. Ήθελα να βλέπει την ταινία ο θεατής και να μην ευχαριστιέται, να είναι γι’ αυτόν ένα σκληρό βίωμα. Μετά από αυτήν να μην είναι καλά, να μην φύγει λυτρωμένος, και να μην μπορεί εύκολα να την ξαναδεί. (Σε αντίθεση με τον Τσίου, που τον έβλεπε πολλές φορές και ήξερε τις ατάκες απ’ έξω). Για να το πετύχω αυτό χρησιμοποίησα όσα τεχνάσματα μπόρεσα να σκεφτώ.

Είχα και μεγαλύτερη υποστήριξη*, άρα δυνατότητες, κι έτσι πειραματίστηκα σε όλα τα επίπεδα. Στο σενάριο, στη σκηνοθεσία, στην φωτογραφία, στις ερμηνείες, στην μουσική, στο πόστ, παντού. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολιτική ταινία με πολύ μικρότερη απήχηση από τον “Τσίου και με φανατικούς θαυμαστές. Οι Κλέφτες κόστισαν περίπου όσο ένα μέσο επεισόδιο
τηλεοπτικού σίριαλ της εποχής.

Η γενική θεματολογία σας έχει μία Underground προσέγγιση, κάτι που άνθισε αρκετά στον ελληνικό κινηματογράφο τις αρχές της δεκαετίας του 2000.  Σε τι οφείλεται κατά τη γνώμη σας αυτή η άνθιση;

Ήταν μια περίοδος χωρίς φεστιβαλικές συνταγές επιτυχίας, που ορισμένοι δημιουργοί προσπάθησαν να μιλήσουν προς το κοινό αγνοώντας τους ειδικούς. Μιλάμε για μια περίοδο που υπήρχαν περισσότερα χρήματα για τον κινηματογράφο από ότι σήμερα και έτσι υπήρχε η δυνατότητα να γυριστούν και “διαφορετικές ταινίες. Αλλά βασικά γυρίστηκαν, λόγω της ατομικής πρωτοβουλίας λίγων αξιόλογων ανθρώπων. Συνέπεσαν χρονικά κάποιοι δημιουργοί με ευαισθησίες, ταλέντο και κοχόνες. Τους σέβομαι, είδα τις ταινίες τους, παρακολουθώ την
πορεία τους, και σίγουρα με έχουν επηρεάσει σε κάποιο βαθμό. Όσο για την θεματολογία μου, που δεν μπορώ να σας εξηγήσω τι γοητευτικό βρίσκω σε αυτήν για να με ελκύει σε όλη την πορεία μου ως δημιουργός, είτε στις ταινίες μου, είτε σε μια σειρά για το διαδίκτυο ή στο θέατρο ή και στο βαριετέ, που εξερευνώ ως είδος τελευταία.

Από το 2009 ασχοληθήκατε με την σκηνοθεσία διαδικτυακού σήριαλ. Ποιες είναι οι διαφορές προσέγγισης μεταξύ ενός κινηματογραφικού έργου και μίας σειράς και ποιες είναι οι διαφορές τηλεοπτικού και διαδικτυακού σήριαλ σήμερα;

Το Sex ShopTv ήταν προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε. Οι λόγοι που δοκίμασα να κάνω μια σειρά στο διαδίκτυο ήταν για να αποκτήσω αυτονομία ως προς την έκφραση και ανεξαρτησία ως προς την διανομή. Ήθελα να επικοινωνήσω με το κοινό χωρίς μεσάζοντες που παρεμβαίνουν στο καλλιτεχνικό κομμάτι από την μία, αλλά από την άλλη ήθελα να κάνω και την πρότασή μου, για το πως θα μπορούσε να είναι μια κωμική σειρά στην Ελλάδα του 2007. Το ξεκίνησα στο μυαλό μου αμέσως μετά τους “Κλέφτες. Είχα κάνει δυο ταινίες μέσα σε δύο χρόνια, ήθελα να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό και παράλληλα να ζήσω μια υπέροχη εμπειρία μαζί με ηθοποιούς και τεχνικούς που είχα συνεργαστεί στις ταινίες μου.

Θα κάναμε όλοι μαζί κάτι καινούριο, σίγουρα επιτυχημένο, και θα περνούσαμε υπέροχα και
στα γυρίσματα. Κρίμα που δεν γυρίστηκε όλο τελικά. Το περίμενε πολύς κόσμος που
είδε τον πρόλογο-πιλότο και ήθελε να το δει ολοκληρωμένο. Η σειρά ως φόρμα δεν αλλάζει σε κάτι από το σινεμά. Ο τρόπος που γυρίζεις κάτι δεν έχει να κάνει με το “που θα προβληθεί, αλλά με το “τι είναι αυτό που γυρίζεις. Οι ταινίες για το σινεμά δεν πρέπει να γυρίζονται όλες με τον ίδιο τρόπο επειδή είναι σινεμά, ούτε όλες οι σειρές φυσικά, επειδή
θα παιχτούν σε μικρή οθόνη.

φώτο: Ιωάννα Χατζηανδρέου

Το “Τσίου βγήκε το 2005. Τι έχει αλλάξει από την εποχή που κάνατε τα πρώτα σας βήματα στα κινηματογραφικά τεκταινόμενα μέχρι σήμερα στον ελληνικό κινηματογράφο;

Αν εξαιρέσω τις εξαιρέσεις, βλέπω μια συστηματική προοδευτική απονεύρωση των δημιουργών. Μας αφαιρούν τον λόγο σιγά – σιγά όλα αυτά τα χρόνια. Μας ευνουχίζουν και μας χρησιμοποιούν.

Αυτό γίνεται ή με τα χρήματα ή με τα βραβεία ή με τον αποκλεισμό από την δημιουργία. Υπάρχει η κάθε μέθοδος καταστολής για τον κάθε τύπο δημιουργού. Σιγά – σιγά χάνεται το γκρι χρώμα και οι αποχρώσεις του. Είναι όλα ή άσπρα ή μαύρα, με ξεκάθαρες προθέσεις και στόχευση. Μια ταινία θα γυριστεί ή για τα ταμεία ή για τα φεστιβάλ. Το κακό είναι πως και στις δύο περιπτώσεις αυτό γίνεται με άνωθεν επιβεβλημένες συνταγές, έτσι το αποτέλεσμα
είναι αποκρουστικό. Προϊόντα ετεροκαθοριζόμενων δημιουργών, που παράγουν απολίτικες ταινίες υπηρετώντας το σύστημα.

Για μένα το σινεμά είναι λαϊκή τέχνη. Πρέπει μια ταινία να απευθύνεται και να αρέσει στους πολλούς αλλά παράλληλα να τους τραβάει λίγο προς τον ουρανό, να τους “ανοίγει λίγο τα
μάτια. Οι μεν λοιπόν, κάνουν ταινίες με στόχευση το κέρδος και την αποβλάκωση του κοινού, και οι δε, την φεστιβαλική επιβράβευση, αγνοώντας το κοινό το οποίο δεν βλέπει τις ταινίες τους, όσο και να κερδίζουν την έξωθεν επιβράβευση στα κατά τόπους φεστιβάλ. Η θεματολογία τους είναι αδιάφορη για τον κόσμο, ο λόγος της δημιουργίας τους ιδιοτελής και χωρίς στόχευση ανατροπής του υπάρχοντος.

 

 

 

Related stories

Στην οδό Αρμενοπούλου, ο Gaetano μας ταξιδεύει στην σιτσιλιάνικη επαρχία

Κείμενο: Δέσποινα Λαμπριανίδου / Φωτογραφίες: Μαρία Ευσταθιάδου Αρμενοπούλου 27,στην καρδιά...

Ο Εξώστης ρωτά, οι συγγραφείς απαντούν | Λάζαρος Αλεξάκης

    επιμέλεια στήλης: Φανή Χατζή Κάθε εβδομάδα ένας/μία συγγραφέας απαντά σε...

Μητροπολιτικό πάρκο Παύλου Μελά: Μία ανάπλαση που… άργησε πολύ

Ήταν Νοέμβριος του 2021, στη δεύτερη δύσκολη χρονιά της...

6+1 στάσεις στην εναλλακτική πλευρά της Μητροπόλεως

Φωτογραφίες: Nάντια Ζέζου Σε κάθε πόλη υπάρχουν εκείνοι οι δρόμοι...

Ανοίγει ξανά ένα από τα ιστορικά εστιατόρια της Θεσσαλονίκης

Ένα ιστορικό εστιατόριο του κέντρου της πόλης που έκλεισε...