HomeCinemaΟ Δράκος | Μια εισπρακτική αποτυχία...

Ο Δράκος | Μια εισπρακτική αποτυχία και ένας καλλιτεχνικός θρίαμβος


Ο Δράκος

Ελλάδα 1956, Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος, με τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Γιάννης Αργύρης, Θανάσης Βέγγος.

Στις 5 Μαρτίου το 1956 για πρώτη φορά η ταινία Δράκος προβλήθηκε στις αίθουσες. Ήταν η αρχή μιας μεγάλης εισπρακτικής αποτυχίας (την οποία ο Κούνδουρος θα αποπλήρωνε για καιρό) αλλά ταυτόχρονα και ενός καλλιτεχνικού θριάμβου ο οποίος μόνο αργότερα θα γινόταν βέβαια αντιληπτός όταν έγινε φανερό ότι ο Δράκος αποτέλεσε το πρώτο δείγμα και το θεμέλιο ενός ελληνικού κινηματογράφου που για πρώτη φορά δεν ήταν απλά ψυχαγωγικός αλλά τολμούσε να γίνει οξύς, σκοτεινός και επίκαιρος. Φέτος ωστόσο η επέτειος αυτή είναι μάλλον θλιβερή, με το μεγάλο Έλληνα σκηνοθέτη για πρώτη φορά απών.

Ο Κούνδουρος σκόπευε με το Δράκο να κάνει μια κωμική σάτιρα της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Αν και σήμερα είναι προφανές ότι τελικά η ταινία βρίσκεται πολύ μακριά από αυτές τις προθέσεις καθώς εξελίχθηκε σε ένα σκοτεινό ψυχόδραμα, κάποια υπολείμματα της αρχικής σύλληψης των δημιουργών της γίνονται αντιληπτά από το θεατή μέσα από διάσπαρτες κωμικές ατάκες, καταστάσεις ή ερμηνευτικές πρακτικές. Αποτέλεσμα, η ταινία να έχει να επιδείξει μια πολύ λειτουργική ισορροπία, σπάνια στον ελληνικό κινηματογράφο, ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό στοιχείο.

Κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ο Θωμάς, ένας μοναχικός τραπεζικός υπάλληλος ο οποίος παραμονή πρωτοχρονιάς, συνειδητοποιεί ότι η αστυνομία από λάθος έχει δημοσιεύσει στις εφημερίδες τη φωτογραφία του, στοχοποιώντας τον έτσι ως το Δράκο, ένα διαβόητο εγκληματία που καταζητούνταν. Κυνηγημένος λοιπόν καταφεύγει σε ένα καμπαρέ, όπου γνωρίζει τη Ρούλα μια γλυκιά νεαρή χορεύτρια που βρίσκει στο πρόσωπο του μια ευκαιρία να αλλάξει τη ζωή της, αλλά και μια συμμορία εγκληματιών που αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν τη φήμη του ως Δράκο για μια κομπίνα που ετοιμάζουν. Η πλοκή είναι πυκνή με πολλές ανατροπές, έχει όμως κυρίως λόγω της μεγάλης σεκάνς στο καμπαρέ, μια έντονη θεατρικότητα. Πως μπορούσε να γίνει αλλιώς άλλωστε αφού το σενάριο υπογράφει ο
μεγάλος θεατρικός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης.

Αυτός μαζί με το Μάνο Χατζηδάκι στη σύνθεση της μουσικής και ένα έμπειρο πολύ ταιριαστά επιλεγμένο κάστ, πλαισίωσαν τον εικοσιοκτάχρονο τότε Κούνδουρο που ήταν αποφασισμένος όχι μόνο να κάνει σινεμά τέχνης αλλά να πετύχει και πολιτικό σχολιασμό, σε μια εποχή που κάθε άλλο ευνοϊκή δεν ήταν για κάτι τέτοιο.

Με μια πρώτη ματιά ο Δράκος έχει τα τυπικά αφηγηματικά και τεχνικά στοιχεία ενός φιλμ νουάρ ειδικά σε επίπεδο θεματικής και χαρακτήρων. Ταυτόχρονα εύκολα εντοπίζει κανείς στοιχεία του γερμανικού εξπρεσιονισμού, ιδιαίτερα στη σκηνή όπου η αστυνομία κυνηγά τον ήρωα, η οποία μάλιστα και θεματικά απομακρύνεται αρκετά από τη σοβαροφάνεια του φιλμ νουάρ, τοποθετημένη σχεδόν σουρεαλιστικά μέσα στους πανηγυρισμούς της πρωτοχρονιάς. Αλλά και φωτογραφικά, στο φωτισμό, με τις έντονες σκιές, στα κοντράστ και στα λοξά καδραρίσματα η ταινία φλερτάρει με την εξπρεσιονιστική αισθητική. Οι σπουδές του Κούνδουρου στη ζωγραφική είναι φανερές, αφού η ταινία διαθέτει μια πρωτόγνωρη για την εποχή ποιότητα φωτογραφίας, με πλήθος αριστοτεχνικά στημένων κάδρων, συχνά μάλιστα
με πληθώρα ηθοποιών, να εναλλάσσονται με πολλά συναισθηματικά κοντινά, που αναδεικνύουν την εκφραστική υποκριτική του Ηλιόπουλου.

Όμως ο σκηνοθέτης που έκανε το ντεμπούτο του δύο χρόνια πριν με τη «Μαγική Πόλη» δεν απομακρύνεται ούτε εδώ από τον κινηματογραφικό νεορεαλισμό. Έτσι ο πόλεμος φαίνεται να μην έχει αποτραβήξει ακόμη τη σκιά του ενώ οι ήρωες γλύφουν τις ανοιχτές πάντα πληγές τους και οδηγούνται αλλοιωμένοι από τη φτώχεια, σε αδιέξοδα και δύσκολες επιλογές. Ωστόσο αυτή τη φορά ο Κούνδουρος δεν αρκείται στο κοινωνικό σχόλιο, επιδιώκει και το πολιτικό. Εξάλλου σκόπευε να φτιάξει μία σάτιρα και κατά συνέπεια συχνά με σχεδόν
σουρεαλιστικό τρόπο πετυχαίνει ένα τολμηρό αντιαμερικάνικο σχόλιο, αναδεικνύοντας παράλληλα τις αδυναμίες του Έλληνα της εποχής. Από την επιλογή ενός καμπαρέ ως σκηνικό της δράσης μέχρι τον γλαφυρό αρχαιολόγο που σκοπεύει να πουλήσει μία από τις στήλες του Ολυμπίου Διός σε κάποιον Αμερικανό ή που αργότερα σχεδόν καρτουνίστικα καθαρίζει το αυτί του μπροστά ακριβώς από ένα αρχαιοελληνικό άγαλμα, όλα υπογραμμίζουν τις σκωπτικές προθέσεις των δημιουργών.

Ο λόγος όμως που η ταινία κατάφερε να ξεπεράσει τα όρια της εποχής της, να αποκτήσει διαχρονικότητα και να συγκινεί ακόμη, είναι ότι πάνω απ’ όλα πρόκειται για ένα σκοτεινό ψυχόδραμα, τραγικό όσο λίγα. Ο Ηλιόπουλος που ταυτόχρονα με τα γυρίσματα έπαιζε σε δύο θεατρικές παραστάσεις και έφθανε κατάκοπος στο πλατό, μπόλιασε το χαρακτήρα του με τη φυσική του διστακτικότητα, το καχεκτικό του καλούπι, το τρομαγμένο βλέμμα του. Σταδιακά όμως και περίτεχνα μεταμορφώνεται, το βλέμμα σκοτεινιάζει και που και που αδιόρατα χαμογελά. Και πόσο τραγική είναι η ανατροπή όταν ο θεατής συνειδητοποιεί ότι όσα ο τίμιος και εργατικός Θωμάς στερείται μέσα στη μοναξιά του, το εγκληματικό του προσωπείο μπορεί να του προσφέρει.

Γιατί τον Θωμά κανείς δε τον σέβεται δε τον συμπονά, κανείς δε τον χαιρετά στο δρόμο, κανείς δε ζητά τη γνώμη του. Στο Δράκο όμως όλοι θα βγάλουν το καπέλο. Το Δράκο το φοβούνται και τον σέβονται, ο Δράκος μπορεί να βγάλει λόγο και όλοι σιωπούν για να τον ακούσουν. Για το Δράκο θα χορέψουν όλα τα κορίτσια, θα κλάψουν για την ατυχία του. Ο
Δράκος έχει και κοπέλα, ταιριάξανε μέσα στη παιδική τους αφέλεια, έχει και αντίζηλο. Ποιος λοιπόν δε λυπήθηκε τον Θωμά όταν έγινε Θωμάς ξανά και πήρε το δρόμο για το σπίτι; Ποιος δε τον δικαιολόγησε όταν μόνος του γύρισε εκεί που θα συναντούσε τον αναπόφευκτο χαμό
του;

Έτσι η ταινία, παρά την πολιτική της χροιά, παραμένει στην ουσία της ανθρωποκεντρική. Η εξουσία εξάλλου υπονοείται μόνο, λειτουργεί σε χρόνο ανύποπτο, υπόγεια, καφκικά, ο ήρωας ενοχοποιείται αναίτια και αναιτιολόγητα απ’ τη μία μέρα στην άλλη. Κάπως έτσι ο Κούνδουρος δε σατιρίζει απλά το σύνολο ( όπως ίσως σκόπευε) αλλά καταδεικνύει με τραχύτητα και την αλλοίωση του ατόμου, μέσα σε αυτό. Αλλοίωση που κανείς δε μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ισχύει μέχρι και σήμερα ή ότι δε θα ισχύει για πάντα. Γιατί ο Θωμάς δεν ήταν καμιά εξαιρετική περίπτωση. Ένας ανθρωπάκος ήταν, που άθελα του μεταμορφώθηκε σε δράκο.

Related stories

Revisiting: La La Land (2016) του Damien Chazelle

Γράφει η Φανή Εμμανουήλ Κάθε φορά που ξαναβλέπω μια ταινία...

Το Φεστιβάλ Δάσους συνεχίζεται δυναμικά και τον Σεπτέμβριο

Το Φεστιβάλ Δάσους, το μεγάλο πολιτιστικό γεγονός της Θεσσαλονίκης, συνεχίζει για δέκατη...

Κινηματογράφος και αθλητισμός: 6 ταινίες για το Μπάσκετ

  Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ο Γιάννης Αντετοκούμπο είναι (μαζί με...

Το ‘ελληνικό Woodstock’ και ένα πάρτυ στη Βουλιαγμένη

Το πρωτοποριακό πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη, γνωστό...

3 Νέες ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες και η κορυφαία συνάντηση του Deadpool με τον Woolverin

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Με τις θερμοκρασίες να συνεχίζουν να...