Γράφει η Φανή Εμμανουήλ
Όταν ανακοινώθηκε το πρόγραμμα του διαγωνιστικού τμήματος, το μάτι μου έπεσε κατευθείαν στο The Apprentice του Ali Abbasi, σκηνοθέτη του Holy Spider (2022), το οποίο προβλήθηκε στις 75th Κάννες με τη πρωταγωνίστρια Zar Amir Ebrahimi να κερδίζει βραβείο γυναικείας ερμηνείας. Ο κύριος λόγος ήταν το καστ, εντυπωσιακό από το πόστερ, με τον Sebastian Stan σε πρωταγωνιστικό ρόλο, αμέσως μετά την επιτυχία που γνώρισε με το A Different Man του Aaron Schimberg νωρίτερα μέσα στην χρονιά στην φετινή Berlinale, για το οποίο μάλιστα απέσπασε και την πρώτη του Αργυρή Άρκτο. Απέναντί του ο Jeremy Strong του Succession, μια επιστροφή στην μεγάλη οθόνη που δεν γνώριζα καν πως ήταν προγραμματισμένη καθώς μετά την τηλεοπτική του επιτυχία, ο Strong έχει κάνει στροφή προς το θέατρο και συγκεκριμένα στο Broadway, όπου πρωταγωνιστεί με τον Michael Imperioli στο An Enemy of the People.
Πέρα όμως από τους πρωταγωνιστές, αυτό που μου κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον ήταν το θέμα της, καθώς το The Apprentice είναι μια βιογραφία για τον νεαρό Donald Trump ο οποίος υπό την καθοδήγηση του δικηγόρου του, Roy Cohn, κατέκτησε το Μανχάταν την δεκαετία του 1970 – 1980. Κάτι που σίγουρα δεν περιμένει κανείς να δει από ένα φεστιβάλ που από την μια μεριά θέλει να διατηρήσει απολιτίκ στάση, από την άλλη όμως κάνει κάποιες επιλογές που φανερώνουν την ύπαρξη μιας κρυμμένης πολιτικής ατζέντας. Πίστευα πως σε καμία περίπτωση δεν χρειαζόμαστε ένα biopic για τον Trump, έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους ανθρώπους της σύγχρονης ιστορίας. Αφότου όμως είδα το The Apprentice και λαμβάνοντας υπόψιν τις συνθήκες που επικρατούν στην Αμερική αυτή την στιγμή, λίγους μήνες πριν τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, θεωρώ πως όχι απλά το χρειαζόμασταν αλλά ήταν αναγκαίο.
O Ali Abbasi παίρνει το εξαιρετικό σενάριο του Gabriel Sherman που εξερευνά πρωτίστως μια φαουστική συμφωνία, όπου ένας πρόθυμος μαθητευόμενος μαθαίνει να εγκαταλείπει τις παραδοσιακές έννοιες της ηθικής και της ενσυναίσθησης και φτάνει να ξεπερνάει τελικά τον Μεφιστοφελικό μέντορά του ενώ μετατρέπεται σε κάτι πολύ πιο πολύπλοκο και σατανικό. Ο Sherman είναι ο πολιτικός δημοσιογράφος που κάλυψε την πορεία του Trump για πάνω από δεκαπέντε χρόνια, συμπεριλαμβανομένης και της περιόδου της προεδρίας του. Ο Abbasi άντλησε επίσης έμπνευση από το semi-autobiographical, semi-business advice manual The Art of the Deal που έγραψε ο Tony Schwartz μαζί με τον ίδιο τον Trump το 1987 αλλά και το NBC show The Apprentice, το οποίο αναζωογόνησε την καριέρα και δημόσια εικόνα του δευτέρου, μετά από μια σειρά κακών επιχειρηματικών αποφάσεων και χρεωκοπιών στα πρώτα χρόνια του 2000.
Το The Apprentice είναι ένα βιογραφικό δράμα, υπόδειγμα του είδους, που μας θυμίζει πως δεν είναι ανάγκη να βλέπουμε εγκληματίες πολέμου να μετατρέπονται σε οσιομάρτυρες μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν τις εμμονές του εκάστοτε σκηνοθέτη. Χωρίς σκηνοθετικές και υποκριτικές υπερβολές, χωρίς υπερβ-δραματοποίηση, αλλά με ένα ρεαλιστικό και λειτουργικό μοντάζ, ο Abbasi χτίζει σιγά σιγά την εικόνα και την προσωπικότητα ενός ανθρώπου που δεν δέχθηκε ποτέ το όχι σαν απάντηση και δεν μπόρεσε ποτέ να αγαπήσει κάποιον πάνω από τον εαυτό του.
Ερμηνείες καριέρας από τον Sebastian Stan, ο οποίος αγνώριστος πλέον, δίνει το 100% των υποκριτικών του δυνατοτήτων ενώ υιοθετεί σε τρομακτικό βαθμό την προσωπικότητα, την φυσιογνωμία αλλά και την κινησιολογία του Trump. Δίπλα του, στον ρόλο του δικηγόρου του Roy Cohn, o ανατριχιαστικός Jeremy Strong, ο οποίος φαίνεται να είναι η ιδανική επιλογή για τον ρόλο. Απόκοσμος και εφιαλτικός, δίνει τον καλύτερο υποκριτικό εαυτό του, παραδίδοντας ένα τρισδιάστατο πορτρέτο αυτού του τόσο πολύπλοκου άνδρα. Η συμβολή του Cohn στην εξέλιξη του Trump ήταν καθοριστική. Ο αδίστακτος δικηγόρος της δεκαετίας του 1950 αποτέλεσε έναν από τους πρωτεργάτες του red scare, καθώς τέλεσε ως επικεφαλής σύμβουλος της επιτροπής του γερουσιαστή McCarthy.
Πήρε τον νεαρό Trump, τον οποίο είδε σαν τον τέλειο μαθητευόμενο, υπό την προστασία του και του έμαθε όσα ήξερε ο ίδιος. Εξάλλου στην αρχή ο Trump φαίνεται τόσο εύθραυστος και ευγενικός που σχεδόν τον λυπάσαι, μια μαριονέττα στα χέρια του Cohn ο οποίος δείχνει πραγματικά σατανικός. Είναι μια κλασσική ιστορία παράλληλης πτώσης και ανόδου, για το πως ο μαθητευόμενος ξεπερνάει τον μέντορα, αφού στο τέλος ο Trump καταλήγει να συμπεριφέρεται στον Cohn με τον ίδιο τρόπο που ο δεύτερος συμπεριφέρονταν σε όλους τους άλλους. Όπως πολύ ορθά μπορούμε να προβλέψουμε, γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του Trump, η φιλία τους εξελίχθηκε τελικά σε μια πολύ πιο ανισόρροπη σχέση, με τον επιχειρηματία να εγκαταλείπει τον βαριά άρρωστο δικηγόρο όταν πια δεν τον χρειαζόταν – και το σημαντικότερο, όταν θεωρούσε πια ντροπή να τον δουν μαζί του.
Επάξια δίπλα στους δύο πρωταγωνιστές, αν και σε μικρότερο ρόλο, στέκεται η Maria Bakalova ως Ivana Trump, άλλη μια σχέση του Trump που μπορεί να εξετασθεί με το ίδιο πρίσμα που βλέπουμε και τα επαγγελματικά του deals. Δηλαδή ως κάτι που το κυνήγησε αλλά μόλις το κατέκτησε, έχασε αυτομάτως το ενδιαφέρον του.
Σε ανάλογα μικρούς αλλά σημαντικούς ρόλους βλέπουμε και τα μέλη της οικογένειας του Trump. Σε μια σκηνή γύρω από το οικογενειακό τραπέζι που θυμίζει κάτι από την οικογένεια Corleone, βλέπουμε την κεφαλή της οικογένειας, Fred Trump (Martin Donovan) να υποτιμά τον μεγάλο του γιό Freddy (Charlie Carrick), σε έναν παραλληλισμό με την σχέση του Vito και του Fredo, ενώ ο νεαρός Donald, που θυμίζει κάτι από Michael Corleone παρατηρεί στωικά τα πάντα ενώ περιμένει πότε θα έρθει η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτόν. Είναι έκδηλο πως αυτή η υποβόσκουσα πίεση που ασκούσε ο πατέρας στους γιούς του, ο τρόπος που τους υποτιμούσε και τους προκαλούσε αλλά και ο διακαής πόθος που αισθάνονταν και οι δύο για αποδοχή, ήταν συνθήκες που στάθηκαν μοιραίες για την εξέλιξη του Trump ως μελλοντικού επιχειρηματία αλλά και νεαρού άνδρα. Από τα πρώτα βήματα της επιχειρηματικής του καριέρας, ο σκοπός του ήταν ένας, το να κλείσει την συμφωνία, όποιο και ήταν το τίμημα. Δηλαδή να κερδίσει. Και μόλις κλείσει την μια, θα προχωρήσει στην άλλη. Δεν υπήρχε κάποιο επιχειρηματικό πλάνο, όλα ήταν ένα διαρκές παιχνίδι εξουσίας και επιβολής ισχύος.
Ένας ακόμα συντελεστής που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σαν αφανές μέλος του καστ, είναι η ίδια η πόλη της Νέας Υόρκης. Βρισκόμαστε στην δεκαετία του 1970. Μια περίοδο για την οποία έχουμε αναρίθμητες αναφορές στην σύγχρονη ποπ κουλτούρα, από το Taxi Driver και το Mean Streets μέχρι το The Deuce και το Cruising. Είναι μια εποχή κοινωνικής και πολιτικής εξαθλίωσης και διαφθοράς, στα όρια της δυστοπίας. Μια κρίση που εκδηλώνεται παράλληλα με την κρίση του AIDS και την πολιτική προπαγάνδα και χειραγώγηση που την χαρακτήρισε. Μέσα σε ένα περιβάλλον σαν αυτό, ο νεαρός Trump βλέπει κάτι στην Νέα Υόρκη που δεν το βλέπει κανένας άλλος και είναι αποφασισμένος να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να το αλλάξει. Πεπεισμένος πως τα πράγματα θα καλυτερεύσουν και η Νέα Υόρκη θα ευδοκιμήσει ξανά, επιδιώκει διάφορες οικονομικές συμφωνίες οι οποίες όντως, βοηθούν στην ανάκαμψή της.
Παρά τα όσα -αρνητικά- έχει κάνει, δεν είναι τυχαίο πως το όνομα του έχει περάσει στην συλλογική μας συνείδηση ως ταυτόσημο με τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, την κουλτούρα των γιάπηδων αλλά και το kitsch excess. Κάτι που αποτυπώνεται έντονα και με κάθε μέσω στην ταινία. Από την μια ο Abbasi μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας Kasper Tuxon της δίνουν μια grainy αισθητική εικόνα που θυμίζει vintage τηλεόραση των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Από την άλλη η ο σχεδιαστής παραγωγής Aleks Marinkovich καταφέρνει να αναδείξει ιδιαίτερα τη φανταχτερή χλιδή του κόσμου του Trump ενώ τα κοστούμια της Laura Montgomery χαρακτηρίζουν απόλυτα το excess της εποχής ισορροπώντας μεταξύ ακριβού και πραγματικά αριστοκρατικού. Και τέλος, φυσικά η καθηλωτική ερμηνεία του Stan, που με έκανε ανά διαστήματα να ξεχάσω πως βλέπω ταινία και όχι τον ίδιο τον Trump, να μεταμορφώνεται όσο αποκτά όλο και περισσότερη δύναμη και να μας κοιτάει από το διαμέρισμα με το χρυσό ταβάνι, στην κορυφή του Trump Tower.