Γράφει η Φανή Εμμανουήλ
Η Anora ήταν για μένα η πλέον πολυαναμενόμενη ταινία του φεστιβάλ και στάθηκε ανώτερη των ήδη ανεβασμένων προσδοκιών μου. Όπως φαίνεται όμως, δεν είχα μόνο εγώ αυτήν την άποψη. Η έβδομη ταινία του Sean Baker, μπορεί να κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα αλλά κέρδισε και την καρδιά του κοινού αφού από την στιγμή της πρεμιέρας μέχρι και την τελευταία από τις 8 προβολές της που ακολούθησαν σε διάφορα venues του φεστιβάλ, όπου και να πήγαινες πάνω στην Croisette, όλοι μιλούσαν για την Anora και για την εξαιρετική Mikey Madison που ερμήνευσε τον ρόλο της ομώνυμης πρωταγωνίστριας με τόσο ταλέντο και χάρη που ήταν αδύνατον να πάρεις να μάτια σου από πάνω της.
Ο Baker, ομοίως με την θεματική των προηγούμενων ταινιών του, έτσι και εδώ εξερευνά ανοιχτά το πώς η εμπορευματοποίηση της επιθυμίας παίζει ρόλο στη σύγχρονη ζωή στοχεύοντας έτσι στο να κάνει τον θεατή να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο που βλέπει την σεξεργασία αλλά και τους απασχολούμενους με αυτόν τον κλάδο. Μετά την Starlet (2011) που εστίαζε πορνό σκηνή της κοιλάδας του Σαν Φερνάντο, και το Tangerine (2015) – μια πληθωρική ιστορία για trans POC σεξεργάτριες στο Λος Άντζελες, ακολουθούμενο από το The Florida Project (2017) όπου μια νεαρή μητέρα αναγκάζεται να κάνει σεξεργασία από το μοτέλ όπου μένει με την κόρη της και το Red Rocket (2021) που απεικονίζει τον πρώτο του άνδρα πρωταγωνιστή (Simon Rex) να επιστρέφει σε μια επαρχία του Τέξας μετά από χρόνια απασχόλησης στην adult βιομηχανία ως «καλλιτεχνικός ρεκρούτερ». Έτσι και στην Anora, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το πέμπτο μέρος αυτού του unofficial anthology, ο σκηνοθέτης ακολουθεί και πάλι μια εργαζομένη στο σεξ, την Άνορα (ή Άνι), μια εξωτική χορεύτρια η οποία εργάζεται σε ένα στριπ κλαμπ στο Μανχάτταν.
Ο Baker βρίσκεται σκηνοθετικά και σεναριακά στα καλύτερα του. Όντας ιδιαίτερα φαμίλιας με την δουλειά του, όσο έβλεπα την ταινία αισθάνθηκα πως είναι σαν να έχει πάρει όσα στοιχεία δούλεψαν τέλεια στις προηγούμενες του δουλειές και τα έχει συγκεντρώσει όλα εδώ. Και φυσικά δουλεύουν άψογα με αποτέλεσμα να μας παρουσιάζει μια ταινία που είναι όσο δράμα, τόσο και κωμωδία. Slapstick κωμωδία μάλιστα, με αρκετές σκηνές που απαλύνουν τον πόνο που νιώθουμε για τα όσα ζει η πρωταγωνίστρια αλλά και της δίνουν μια ανθρώπινη και προσιτή υπόσταση.
Σε κάθε έργο του, βρίσκει τρόπο να δείξει την συμπονετική πλευρά του και την ευαισθητοποίηση που νιώθει προς αυτά τα ζητήματα. Με έναν μη επικριτικό αλλά ανθρωπιστικό τρόπο, βλέπουμε πως ενδιαφέρεται πραγματικά τόσο για τους χαρακτήρες του, όσο και για τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από αυτούς. Ενώ δεν διστάζει να μας δείξει τις σκληρές πραγματικότητες των αντισυμβατικών επαγγελμάτων τους, αποφεύγει μια ηδονοβλεπτική οπτική ή την ρομαντικοποίηση που συναντάμε σε ταινίες με τέτοιο περιεχόμενο. Κατανοεί ότι οι ταινίες με πρωταγωνιστές εργαζόμενους στο σεξ, συνοδούς, στρίπερ και πορνοστάρ, μπορούν να προκαλέσουν το κοινό, έτσι φροντίζει μέσα από αυτήν την προσέγγιση του να είναι έκδηλος ο ειλικρινής σεβασμός του. Εξάλλου από την αρχή της καριέρας του, ο σκοπός του δεν ήταν ποτέ το να προκαλέσει το κοινό αν και είχε άπειρες ευκαιρίες να το κάνει. Αντ’ αυτού, αποβλέπει στο να αναδείξει αυτά τα περιθωριοποιημένα ή στιγματισμένα μέλη της κοινωνίας και να τραβήξει στην προσοχή μας σε αυτούς που ζούνε στο κοινωνικό περιθώριο, αυτούς που το Αμερικάνικο όνειρο έχει αφήσει απέξω. Οι ταινίες του όχι μόνο τραβούν την προσοχή ως προς την σωστή κατεύθυνση αλλά μεταφέρουν και βαθιά και πολιτικά μηνύματα.
Στην νέα του ταινία, η πλοκή ακολουθεί την Anora (ή και Άνι), μια ιδιαίτερα δυναμική εξωτική χορέυτρια και συνοδό η οποία εργάζεται σε ένα στριπ κλάμπ στο Μανχάταν. Ένα βράδυ, η μάνατζερ του κλαμπ μπαίνει στο γυναικείο καμαρίνι και ενημερώνει τα κορίτσια πως ένας πελάτης που έχει την φήμη πως πληρώνει καλά έχει έρθει στο μαγαζί και ζητάει μια χορεύτρια που να μιλάει ρωσικά για να τον κάνει να αισθανθεί άνετα. Η Άνι, η οποία κατάγεται από το Ουζμπεκιστάν και γνωρίζει λίγα ρώσικα λόγω της γιαγιάς της προσφέρεται εθελοντικά. Ο άντρας είναι ο Vanya (Mark Eydelshteyn), ένας 20 χρονος, ελκυστικός για τα γούστα της και ευγενικός γιος ενός Ρώσου ολιγάρχη ο οποίος υποτίθεται πως σπουδάζει στην Αμερική αλλά στην πραγματικότητα απλώς ξοδεύει τα χρήματα του πατέρα του, ζώντας μια ζωή γεμάτη απολαύσεις και με μηδενικές υποχρεώσεις. Ο Βάνια εντυπωσιάζεται από την Άνι και την προσκαλεί επανειλημμένα στην πολυτελή έπαυλή του ενώ της πληρώνει ένα πενταψήφιο ποσό για να γίνει η αποκλειστική του κοπέλα για μια εβδομάδα.
Ο Baker δεν είναι καθόλου διστακτικός γι’ αυτό που θέλει να μας δείξει. Η ταινία μπορεί να έχει πολύ σεξ και γυμνό, ο σκηνοθέτης όμως εμμένει σε αυτό το προαναφερόμενο ύφος που έχει υιοθετήσει, παρουσιάζοντας τις σκηνές όχι ηδονοβλεπτικά ή πρόστυχα, αλλά με τρυφερότητα και σεβασμό. Αν και οι συνευρέσεις τους παρουσιάζονται με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, απουσιάζουν τα αισθησιακά μοντάζ και τα χολυγουντιανά οπτικοακουστικά τεχνάσματα. Ούτε εξευτελιστικές και ούτε λαμπερές, παρόλου που λαμβάνουν χώρα σε ένα υπερβολικά πολυτελές σπίτι. Αντ’ αυτού θα μπορούσαμε να πούμε πως οι ερωτικές συνεδρίες της Άνι και του Ιβάν είναι περισσότερο χιουμοριστικές και ρεαλιστικές με αντιδράσεις που είναι αναμενόμενες από ένα 20χρονο αγόρι. Μέσα σε αυτή την εβδομάδα όπου η Άνι προσφέρει τις υπηρεσίες της, προκύπτει και ένα ταξίδι στο Λας Βέγκας με τους φίλους του Ιβάν το οποίο αποτυπώνεται με ένα φανταστικό party montage που θυμίζει Baz Luhrmann. Κάπου εκεί μεταξύ ποτών, τζόγου και ναρκωτικών, ο Βάνια ζητάει από την Άνι να τον παντρευτεί.
Το happy ever after όμως δεν είναι πιθανό ενδεχόμενο για τους ήρωες του Baker. Όταν οι γονείς του Ιβάν μαθαίνουν πως παντρεύτηκε μια «πόρνη» όπως συχνά την χαρακτηρίζουν, έξαλλοι από την ντροπή που έχει φέρει στην οικογένεια τους, στέλνουν τον νονό του Ιβάν, Τόρος ο οποίος μαζί με ένα ζευγάρι τρομακτικών αλλά κωμικά ανίκανων thugs – έναν Αρμένιο συμπατριώτη του, τον Γκάρνικ και τον ρωσόφωνο «γκόπνικ» Ιγκόρ, ξεκινάνε ένα ταξίδι περιπλάνησης από την Νέα Υόρκη μέχρι το Λας Βέγκας που θυμίζει την οδύσσεια που πέρασαν οι πρωταγωνίστριες του Tangerine, με σκοπό να βρούνε τον Ιβάν ο οποίος αγνοείται, να τον αναγκάσουν να ακυρώσει τον γάμο του με την Άνι και να τον στείλουν πίσω στην Ρωσία στους έξαλλους γονείς του.
Η Άνι αναγκάζεται να τους ακολουθήσει σε αυτή την περιπλάνηση, όσο και η ίδια αναζητάει τον σύζυγό της και ελπίζει πως μόλις τον βρει θα λυθούν όλα. Παρόλο που δεν μαθαίνουμε ποτέ το πως νιώθει και τι θέλει να πετύχει μέσα από αυτόν τον γάμο, εικάζουμε με βάση την συμπεριφορά της πως όντως ερωτεύεται τον Ιβάν. Εξ΄άλλου μέχρι και το τελευταίο λεπτό, διατηρεί την ελπίδα της πως θα τους παρατήσει όλους και θα φύγει μαζί της. Ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο, όπως και όλοι οι περιθωριοποιημένοι ήρωες του Baker, όμως, είναι και συμφιλιωμένη με το ποια είναι στην πραγματικότητα. Αποδέχεται την ιδιότητά της αλλά βλέπει τον εαυτό της να είναι κάτι παραπάνω από την ταμπέλα της εργασίας της. Γι’ αυτήν αυτό που κάνει είναι μια απλή δουλειά.
Οι ήρωες αυτοί λειτουργούν ως φερέφωνα του δημιουργού που θέλει να τονίσει την πεποίθησή του ότι η σεξουαλική εργασία είναι πραγματική δουλειά. Πως είναι πιο κεντρικής σημασίας για την κοινωνία από ό, τι θέλει να παραδεχτεί η ίδια η κοινωνία, ενώ παράλληλα μας θυμίζει το ότι και εμείς μπορούμε να ταυτιστούμε με αυτούς που τυπικά αντικειμενοποιούμε. Εξάλλου όπως είπε και στην συνέντευξη που έδωσε αφού παρέλαβε τον Χρυσό Φοίνικα από την πρόεδρο του φεστιβαλ Greta Gerwig, η μεγαλύτερη προσδοκία του είναι πως η προσοχή της κοινής γνώμης θα πέσει στα άτομα που εργάζονται στον κλάδο του σεξ και ελπίζει πως η ταινία του θα συμβάλλει στο να ανοίξει περισσότερο ο δημόσιος διάλογος έτσι ώστε να μειωθεί το στίγμα και ο τρόπος που τους αντιμετωπίζει η κοινωνία.