HomeCinemaΚριτική ταινίαςMoney Monster | Ένα λάιτ κατηγορώ, με...

Money Monster | Ένα λάιτ κατηγορώ, με στοιχεία θορυβώδους σάτιρας

Σκηνοθεσία: Jodie Foster

Ηθοποιοί: George looney, Julia Roberds, Jack O' Connell

Η τέταρτη σκηνοθετική απόπειρα της διάσημης ηθοποιού (και πλέον κινηματογραφίστριας) Τζόντι Φόστερ είναι μια ταινία που αν την θρυμματίσεις, βρίσκεις αρκετά λειτουργικά τα επιμέρους στοιχεία της. Το σύνολό της, ωστόσο, παρουσιάζει σημαντικές παθογένειες, βασισμένες κυρίως στον τρόπο με τον οποίο η σκηνοθέτης πραγματεύεται το θέμα της, μιας ιστορίας με οικουμενική διάσταση, άλλα ταυτόχρονα και βαθιά προσωπική. Ο στοχασμός πάνω στην παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά και τη δύναμη της εικόνας είναι εκεί, αλλά παρουσιάζεται επιδερμικός και αποτυπωμένος απλοϊκά, με ξεκάθαρους όρους Χολιγουντιανής αφήγησης. Η αίσθηση που δίνεται είναι αυτή ενός φιλμ που νιώθει την ανάγκη να αναφερθεί σε επίκαιρα ζητήματα έντονης κοινωνικής ανησυχίας χρησιμοποιώντας όμως συμβατικά κινηματογραφικά εργαλεία, κάνοντας το ίδιο το δημιούργημα παράγωγο της πραγματικότητας στην οποία ασκεί την ανεπαίσθητη κριτική του. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σαφή εάν κάποιος φέρει στη μνήμη το πρόσφατο Το μεγάλο σορτάρισμα, ή ακόμη χειρότερα, επιχειρώντας την άνιση θεματική σύγκρισή του με το αριστουργηματικό Δίκτυο του Σίντνεϊ Λιούμετ. Εκεί πια φαίνεται ξεκάθαρη η διαφορά ανάμεσα σε ένα φιλμ που τολμά να χαράξει βαθιά και μια δημιουργία με ενδιαφέρουσες μεν προσεγγίσεις που όμως μοιάζει δεσμευμένη στη συμβατική λογική της.

Όταν ο απελπισμένος Κάιλ Μπάντγουελ (Ο Τζακ Ο Κόνελ σε μια γλυκερή περφόρμανς διακοπτόμενη από δόσεις κρίσεων πανικού) εισβάλλει στο κιτς πλατό του διάσημου τηλε-χρηματιστή Λη Γκέιτζ (Τζόρτζ Κλούνεϊ) απειλώντας να ανατινάξει όλο το κανάλι στον αέρα και απαιτώντας να μάθει τι συνέβη σε μια σίγουρη χρηματιστηριακή επένδυση η οποία έπεσε έξω εξ αιτίας τεχνικής βλάβης, ο παρουσιαστής- σταρ πρέπει να βασιστεί στην ψυχραιμία της παράγωγου του Πάττυ Φεν (με την Τζούλια Ρόμπερντς να παρουσιάζεται πιο στιβαρή και αληθοφανής από όλους τους χαρακτήρες της ιστορίας) για να αποτρέψει την προβολή του θανάτου του σε ζωντανή μετάδοση. Η Φόστερ εικονογραφεί με σωστή αίσθηση του επείγοντος, το ελεγχόμενο χάος πίσω από τις κάμερες ενός τηλεοπτικού προϊόντος χαμηλής ποιότητας και υψηλής κατανάλωσης, αποτυπώνοντας στον χαρακτήρα της Ρόμπερντς σχεδόν το φροϊδικό superego ενός μιντιακού συστήματος που παραπλανά μαζικά και καθορίζει ελαφρά τη καρδία τις τύχες ανυποψίαστων πολιτών. Στοχεύοντας ελαφρώς στην έντονη τρομολαγνεία της Αμερικής, προσπαθεί να αποδείξει πώς μια απεγνωσμένη προσωπική πράξη μπορεί να βασίζεται σε συλλογικά κίνητρα, συγκεντρώνοντας επάνω της πολλές και εξίσου ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις που όμως μοιάζουν να μένουν μετέωρες και κυρίως επιφανειακές. Είναι αρκετές οι στιγμές που νιώθεις ότι το φιλμ μοιάζει να μην ξέρει ακριβώς τι θέλει να πει και που να εστιάσει περισσότερο, με τη σκηνοθεσία να δείχνει είτε αναποφάσιστη, είτε ενίοτε να προτιμά τον εύκολο αφηγηματικό δρόμο. Παρόλα αυτά (και ειδικά στην πρώτη πράξη) το φιλμ κρατά έναν αρκετά καλό ρυθμό, εναλλάσσοντας το κλειστοφοβικό τηλεοπτικό πλατό με τις καλογυαλισμένες και απρόσωπες αίθουσες των πολυεθνικών εταιριών. Θετικό στοιχείο αποτελεί επίσης και το γεγονός ότι ο κινηματογραφικός χρόνος της ταινίας μετατρέπεται σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, προσθέτοντας ένταση και αληθοφάνεια στο εγχείρημα. Καθώς όμως το αδιέξοδο όλο και φτάνει στο τέλος, άλλο τόσο μοιάζει να πλησιάζει και το σκηνοθετικό αδιέξοδο, με την Φόστερ να μην μπορεί να ακολουθήσει το ρυθμό που η ίδια της είχε επιβάλλει αρχικά. Η συναισθηματική προσέγγιση του φινάλε, όπως και η διαφαινόμενη ανατροπή της τρίτης πράξης μοιάζουν βγαλμένες από Χολιγουντιανό εγχειρίδιο, με την εξέλιξη της ιστορίας να επαναπροσδιορίζεται με όρους όχι πια κοινωνικούς άλλα ηθικής.

Οι σημαντικότερες ατάκες του Money Monster ακούγονται στην αρχή και ίσως περνούν και απαρατήρητες (Δεν κάνουμε μαχητική δημοσιογραφία εδώ. Βασικά δεν κάνουμε δημοσιογραφία, τελεία.). Δυστυχώς όμως στην πορεία, η πλοκή ξεδιπλώνεται τόσο ρητά και εύπεπτα -μοιάζοντας τελικά να αφηγείται ένα τυχαίο γεγονός και όχι μια πραγματικότητα στον απόηχο βαθιάς κρίσης- που χάνει το οποιοδήποτε μήνυμά της. Αν και τελικά ενδιαφέρουσα, η ταινία μεταβιβάζει μια παράξενη αίσθηση ασφάλειας, βλέποντας τον ένοχο (όπως και τον ήρωα) σε προσωπικό επίπεδο και αφαιρώντας έτσι μια δυσοίωνη ματιά απέναντι στο σύστημα και τα συλλογικά προβλήματα που προκύπτουν. Έτσι στο τέλος καταλήγει σε ένα λάιτ κατηγορώ, με στοιχεία θορυβώδους σάτιρας άλλα και έξυπνου σε στιγμές κυνισμού απέναντι στην αδίστακτη αντιμετώπιση των media.

Η ικανοποιητική χημεία των πρωταγωνιστών σώζει πολλές φορές την παρτίδα, αλλά η άτολμη και κυρίως mainstream σκηνοθετική ματιά μοιραία μετατρέπει μια ιδιαίτερη κατάσταση σε μια συνηθισμένη αποτύπωσή της.


H ταινία προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη στους εξής κινηματογράφους: Cineplexx One Salonica, Odeon Πλατεία, Ster Cinemas Μακεδονία, Village Mediterranean Cosmos, Ναταλί, Σινέ Πανόραμα

Related stories

Οι ταινίες της εβδομάδας 25.04-01.05.2024

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Η κατρακύλα στα εισιτήρια των κινηματογράφων...

Η Μαρίτα Καρυστηναίου δημιουργεί τα φωτιστικά των ονείρων σας

φωτογραφίες: Μαρία Ευσταθιάδου Η Decolight λειτουργεί από το 2010 και...

Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ, αναμνήσεις μιας άλλης ζωής

Ήταν μικρές κι αθώες κοπελούδες σαν ήρθανε απ’ την...

Κριτική Βιβλίου | Λίνα Φυτιλή «Χρυσός κήπος. Αλτίν μπαχτεσί».

γράφει ο Τάσος Γέροντας Λίνα Φυτιλή «Χρυσός κήπος. Αλτίν μπαχτεσί»....