Να γνωρίζει κανείς ή να μην γνωρίζει; Ιδού το ερώτημα… Η ανταπόκριση από την Πόλη του Φωτός δεν είναι αναγκαστικά πάρα πολύ ευφρόσυνη, ούτε και δυσάρεστη βεβαίως… Σε κάθε περίπτωση πραγματική.
Με δυο λόγια: επισκέφτηκα δεκάδες πολιτιστικούς φορείς για τη σύγχρονη τέχνη, μεγάλης έως μικρής κλίμακας, δηλ. από Διευθύνσεις του Υπουργείου Πολιτισμού μέχρι μουσεία, ιδιωτικούς φορείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις, συχνότατα επιχορηγούμενες από το γαλλικό κράτος.
Η πρώτη εντύπωση προφανής: τι κάνουμε εμείς στην στρουμφοχώρα και δη στο στρουμφοχωριό μας; Όταν τα άλλα κράτη έχουν πραγματική πολιτιστική πολιτική, οι άνθρωποι δηλαδή, και μάλιστα κρατικοί υπάλληλοι, σκέφτονται τι κάνουν, τι θα κάνουν, πώς θα το κάνουν, γιατί το κάνουν –και σε κάθε περίπτωση κάνουν…-, εμείς ομφαλοσκοπούμε κυνηγώντας κατά περίσταση πρόσωπα κάποιου θεσμικού τύπου –και όχι φορείς με ορισμένη δηλ. λειτουργία, που έχουν ως στόχο την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών. Και περιμένουμε μπας και ευοδωθεί μία από τις τέλειες (νομίζουμε) ιδέες που έχουμε, αλλά κανείς δεν μας έχει μάθει στην πραγματικότητα να οργανώνουμε στρατηγικά και με βάθος σχεδιασμού, γιατί απλούστατα κανείς δεν το απαιτεί…
Έτσι, λοιπόν, τι να πεις μπροστά στα 23 Fonds Régionaux d’Art Contemporain, οργανισμούς/συλλογές δηλ. που ιδρύθηκαν στις περιφέρειες της Γαλλίας στη δεκαετία ’80 για την πολιτιστική αποκέντρωση και οι οποίοι συμβάλλουν μέσω της πολιτικής τους στην υποστήριξη και διάδοση της σύγχρονης τέχνης.
Τι να πεις μπροστά στο δίκτυο κέντρων σύγχρονης τέχνης (DCA) –στο πλαίσιο της ίδιας λογικής, τα οποία όμως επιμένουν στην υποστήριξη της παραγωγής περισσότερο, χωρίς συλλογές-, μπροστά στα άλλα δίκτυα που υποστηρίζουν συντονιστικά (Platform, Tram κτλ), που όλα σήμερα αντιμετωπίζουν πολλά ερωτήματα πολιτικής και στρατηγικής και μαζί ιχνηλατούν απαντήσεις, σε δημόσιο βεβαίως επίπεδο.
Τι να πεις για τις απολύτως λογικές συμπράξεις πολλαπλών δημόσιων φορέων –που εμείς θα θεωρούσαμε ανταγωνιστικούς-, προκειμένου να υλοποιηθεί ένα πολιτιστικό έργο ή ακόμη και για τη σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου, σε μια χώρα που το δημόσιο είναι κυρίαρχο και το ιδιωτικό ελαφρώς ενοχοποιημένο; Ή για τις φορολογικές πολιτικές που κάνουν ακόμη και σήμερα τη Γαλλία προνομιακό τόπο για μαικήνες της τέχνης;
Και τι να πεις μπροστά στην πραγματική πολιτική βούληση, που τελικά υλοποιείται κιόλας, όταν δυο και τρία δίκτυα που μπορεί να κάνουν περίπου την ίδια δουλειά υποστηρίζονται, όταν ιδρύονται ή ανακαινίζονται μουσεία σε προάστια, τα οποία καίγονται κυριολεκτικά από τις ανισότητες και τα κοινωνικά προβλήματα; Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Η γαλλική πολιτική, αλλά και ο μέσος γάλλος πολίτης κατά συνέπεια, έχει βαθιά ριζωμένη την πεποίθηση ότι η κουλτούρα είναι εργαλείο ζωής, όχι μέσα για εστέτ της τέχνης ή πολιτικούς που θέλουν να επικαλεστούν πολιτισμό –πολιτιστικό και μη.
Βεβαίως, προοικονόμησα ότι τα νέα δεν είναι και πολύ καλά και εξηγούμαι τώρα: αφενός οι πρακτικές αυτές δεν έχουν καμία σχέση με την ελληνική πραγματικότητα και δεν είχαν ποτέ. Έτσι, μας φέρνουν αντιμέτωπους με μια κατάσταση που δεν θα νιώσουμε ποτέ δική μας (ούτε μελλοντικά).
Αφετέρου τα χρήματα που δαπανώνται για πολιτιστικούς σκοπούς, και ειδικά για τις πλαστικές τέχνες και ακόμη πιο ειδικά για το σύγχρονο πολιτισμό, είναι αδιανόητο να δοθούν στην ελληνική πραγματικότητα, όχι μόνο τη σημερινή, αλλά και τη χθεσινή.
Γι’ αυτό σας λέω: μήπως να μείνουμε στην άγνοια;