HomeMind the artΘέατροΚΘΒΕ σε μια πορεία 50+2 χρόνων

ΚΘΒΕ σε μια πορεία 50+2 χρόνων



Μια απόπειρα σταχυολόγησης
των σπουδαιότερων σημείων-σταθμών των
52 χρόνων παρουσίας του Κρατικού Θεάτρου
Βορείου Ελλάδος, φέρνει
εκείνον που την
επιχειρεί αντιμέτωπο
με αρκετές
στιγμές σπουδαίας
καλλιτεχνικής
δημιουργίας,
αλλά και ατυχείς επιλογές. Το Κρατικό
–με το πέρασμα των χρόνων- κινείται
παράλληλα με την κοινωνική και οικονομική
εξέλιξη της πόλης. Παλινδρομεί ανάμεσα
στον συντηρητισμό και την πρωτοπορία,
την εσωστρέφεια και την εξωστρέφεια.

Αυλαία και πάμε

Ανατρέχοντας στην αρχή
του νήματος φτάνουμε στις 13 Ιανουαρίου
του 1961, ημέρα ίδρυσης του θεατρικού
οργανισμού της Θεσσαλονίκης και της
Βόρειας Ελλάδας. Πρώτος διευθυντής ο
Σωκράτης Καραντινός, πρώτος πρόεδρος
ο Γιώργος Θεοτοκάς και παρθενική εμφάνιση
με “Οιδίποδα Τύραννο” στους Φιλίππους.

Έκτοτε το Κρατικό
υπάρχει στη θεατρική ζωή
της πόλης και της Βόρειας Ελλάδας,
χαρίζοντας στους θεατές
θεατρικές στιγμές, ψηφίδες
της μελλοντικής, συλλογικής θεατρικής
μνήμης. Οι επιλογές των έργων από τους
καλλιτεχνικούς διευθυντές, τροφοδοτούν
τις συζητήσεις και τις αντεγκλίσεις
των θεατρόφιλων, των “πιστών” που
ακολουθούν για χρόνια το θέατρο χωρίς
παρεκλίσσεις και των “επικριτικών”
που κάποιες φορές το αντιμετωπίζουν
σαν έναν γίγαντα που παραδίδεται σε
έναν -αδικαιολόγητα- παρατεταμένο ύπνο.

Είναι, όμως, οι μαγικές,
οι ατόφιες θεατρικές στιγμές που κρατούν
άσβεστο τον μύθο του Κρατικού Θεάτρου.
Οι παραστάσεις του Μίνωα Βολανάκη και
η σφραγίδα των σκηνοθεσιών του Ανδρέα
Βουτσινά που κυριαρχούν τη δεκαετία
του '80 και του '90. Η Αλέκα Παΐζη στις
Τρωάδες” και στη “Λυσιστράτη” και
η Δέσπω Διαμαντίδου στην “Τρελλή του
Σαγιό
” (1981) και στο “Χάρολντ και Μοντ
(1984). Οι σεμνοί και αφοσιωμένοι εργάτες
του θεάτρου που αναδείχτηκαν μέσα από
το Κρατικό Θέατρο: ο Δημήτρης Καρέλλης
κι ο Δημήτρης Βάγιας, η Θάλεια Καλλιγά
και η Λίνα Λαμπράκη, ο Διονύσης Καλός
και η Λίνα Τριανταφύλλου, ο
Κώστας Ματσακάς, ο Θάνος Τζενεράλης

και τόσοι άλλοι.

Επί καλλιτεχνικής
διεύθυνσης Καραντινού (1961-1967) ξεχωρίζουν
παραστάσεις όπως η “Σίβυλλα” του
Σικελιανού (1964), “Το μυστικό της κοντέσας
Βαλέραινας
” του Ξενόπουλου, με
πρωταγωνίστρια την Κυβέλη, αλλά και η
παράσταση-σταθμός για το νεοελληνικό
θέατρο, το “Περιμένοντας τον Γκοντό
του Μπέκετ, σε σκηνοθεσία Βολανάκη
(μετέπειτα καλλιτεχνικού διευθυντή τις
περιόδους 1974-1977 και 1986-1989). Η αισθητική
του νέου Θεάτρου απεικονίζεται και στις
αφίσες που προαναγγέλουν τις παραστάσεις
και φιλοτεχνούν σπουδαίοι ζωγράφοι
όπως οι Εγγονόπουλος, Μυταράς, Βακαλό,
Ρέγκος, κ.α. Τον Καραντινό διαδέχεται
-τα χρονια της δικτατορίας- ο θεατρικός
κριτικός και συγγραφέας Γεώργιος
Κιτσόπουλος και το κοινό της πόλης
παρακολουθεί τον Θάνο Κωτσόπουλο στον
Βασιλιά Ληρ” του Σαίξπηρ.

Μεταπολίτευση

O Βολανάκης ανανεώνει
το ρεπερτόριο (Μπρεχτ, Πίντερ, Στριντμπέργκ)
και καλεί πλειάδα γνωστών πρωταγωνιστών
του αθηναϊκού κέντρου για να ενισχύσουν
το δυναμικο του θεάτρου. Η Μελίνα
Μερκούρη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και ο
Φαίδωνας Γεωργίτσης συναντώνται στη
Μήδεια”, η Έλλη Λαμπέτη πρωταγωνιστεί
στον “Βυσσινόκηπο” του Τσέχοφ. Τον
Βολανάκη διαδέχεται ο σκηνοθέτης Σπύρος
Ευαγγελάτος, που προσπαθεί να καλύψει
ένα ευρύτερο φάσμα θεατρικά εντάσσοντας
στο Κρατικό την όπερα και τον χορό.

Η δεκαετία του '80 βρίσκει
στο τιμόνι του θεάτρου τον Νίκο Μπακόλα
και ακολουθούν οι: Νικος Χουρμουζιάδης,
Δημήτρης Μαρωνίτης, Νίκος Μπακόλας και
πάλι (1991-1993), Βασίλης Παπαβασιλείου και
Κώστας Τσιάνος. Τις δύο αυτές δεκαετίες
αναδεικνύονται νέοι ηθοποιοί που θα
πρωταγωνιστήσουν στα θεατρικά δρώμενα
τα επόμενα χρόνια. Η Λυδία Φωτοπούλου,
η Φιλαρέτη Κομνηνού, ο Νίκος Σεργιανόπουλος,
ο Γιώργος Λέφας “λάμπουν” στις
παραστάσεις που σκηνοθετεί ο Βουτσινάς.
Οι “Βάκχες” του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία
του Γερμανού Ματίας Λάνχοφ, το 1997,
προκαλούν σάλο και βάζουν φωτιά στις
κερκίδες των καλοκαιρινών θεάτρων.

Λίγο πριν τη στροφή της
νέας χιλιετίας το Κρατικό Θέατρο (με
διευθυντή τον Διαγόρα Χρονόπουλο)
βρίσκεται αντιμέτωπο με μια νέα πρόκληση.
Έχοντας στη διάθεση του τρεις μεγάλες
αίθουσες (αναδιαμορφωμένη Ε.Μ.Σ,
επανασχεδιασμένο Βασιλικό Θέατρο και
ολοκαίνουργια Μονή Λαζαριστών στη
δυτική πλευρά της πόλης), επικεντρώνεται
στα μεγάλα θεάματα και στην προσπάθεια
να γεμίσουν οι αίθουσες.

Η παρουσία του Βίκτωρα
Αρδίττη στη διεύθυνση του θεάτρου
(2001-2004) συνεπάγεται μια περίοδο
εξωστρέφειας. Μετακλήσεις παραγωγών
από την Αθήνα και το εξωτερικό και
συνεργασίες με διεθνώς καταξιωμένους
σκηνοθέτες, συμπληρώνουν το μενού ενός
ρεπερτορίου που φλερτάρει με το
πειραματικό και παραμερίζει το λαϊκό
στοιχείο. Ο Αντρέι Σερμπάν σκηνοθετεί
έναν “jazz” “Ηρακλή” το 2002, ενώ το κοινό
έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει
παραγωγές από το ρεπερτόριο του θεάτρου
του Νότου που έρχονται στην πόλη.
Παράλληλα, ανθεί το χοροθέατρο του
Κ.Θ.Β.Ε. με τις εμπνευσμένες παραστάσεις
του Κωνσταντίνου Ρήγου. Τον “Κυανοπώγονα”,
τη “Μνήμη των Κύκνων”, τον “Ταξιδιώτη
του χειμώνα
” αγκαλιάζει το πολυπληθές
νεανικό κοινό της πανεπιστημιούπολης.

Στροφή στο ελληνικό
έργο

Το 2004 είναι μια
χρονολογία-τομή για το ύφος και το
ρεπερτόριο του Κρατικού Θεάτρου. Η
έλευση του Νικήτα Τσακίρογλου αφήνει
στα ράφια των βιβλιοθηκών τα έργα του
Μποντ, της Κέην, του Μπουλγκάκοφ, του
Χόρβατ και φέρνει στο προσκήνιο του
ρεπερτορίου -σχεδόν αποκλειστικά- το
ελληνικό έργο. Την περίοδο αυτή, οι
συζητήσεις σχετικά με το δίλημμα για
την αναγκαιότητα στόχευσης σε ένα
μυημένο κοινό που αναζητά το πειραματικό
ή στην προσήλωση στο “λαϊκό” κοινό και
στα μαζικά θεάματα, παίρνουν φωτιά. Το
φαινόμενο αυτό μεγιστοποιείται στην
περίοδο που έπεται, όταν καλλιτεχνικός
διευθυντής αναλαμβάνει ο Σωτήρης
Χατζάκης. Το ρεπερτόριο
απαρτίζεται —σχεδόν αποκλειστικά—
από θεατρικές διασκευές λογοτεχνικών
κειμένων. Ανύπαρκτες οι τολμηρές
επιλογές, το ενδιαφέρον είναι στραμμένο
στο ταμείο ενώ το κοινό της πόλης
παρακολουθεί την σύγκρουση του διευθυντή
με τον πρόεδρο του Θεάτρου Θωμά Τρικούκη
αλλά και ένα παρασκήνιο —που θυμίζει
Βυζαντινή Αυτοκρατορία— με επιστολές,
δημόσιες αντιδικίες και μαύρα πανιά
στις προσόψεις των θεάτρων.

Σήμερα, λίγο πριν την
εκπνοή του 2013, το Κρατικό Θέατρο συναντά
τον 16ο καλλιτεχνικό του διευθυντή,
Γιάννη Βούρο. Το ρεπερτόριο, που έχει
ανακοινωθεί και αυτές τις μέρες ξεκινά
να ξεδιπλώνεται στις σκηνές, έχει
πολυσυλλεκτικότητα και μάτια στραμμένα
στην σημερινή κοινωνικοοικονομική
κατάσταση. Ταυτόχρονα διανθιζεται με
πρώτες παρουσιάσεις έργων και στροφή
προς τους δημιουργούς της πόλης. Μοιάζει
σαν μια ελπιδοφόρα νέα εκκίνηση. Μένει
να αποδειχτεί αυτό στις αίθουσες, όταν
τα φώτα σβήσουν…

Related stories

Revisiting: La La Land (2016) του Damien Chazelle

Γράφει η Φανή Εμμανουήλ Κάθε φορά που ξαναβλέπω μια ταινία...

Το Φεστιβάλ Δάσους συνεχίζεται δυναμικά και τον Σεπτέμβριο

Το Φεστιβάλ Δάσους, το μεγάλο πολιτιστικό γεγονός της Θεσσαλονίκης, συνεχίζει για δέκατη...

Κινηματογράφος και αθλητισμός: 6 ταινίες για το Μπάσκετ

  Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ο Γιάννης Αντετοκούμπο είναι (μαζί με...

Το ‘ελληνικό Woodstock’ και ένα πάρτυ στη Βουλιαγμένη

Το πρωτοποριακό πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη, γνωστό...

3 Νέες ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες και η κορυφαία συνάντηση του Deadpool με τον Woolverin

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Με τις θερμοκρασίες να συνεχίζουν να...