Δως μου ένα deadline για να μπορώ να λειτουργήσω… μια ακίνητη γραμμή πάνω της να στοιβάξω λέξεις, σκέψεις, ζωγραφιές.
Θάλασσα ήρεμη. Ώρα σούρουπο. Μια σ χ ε δ ί α. Πάνω στη γραμμή, το Χι μοιάζει με προπέλα. Η Χαρά του να «πλέΧεις» να Χαϊδεύεις Χωρίς άγΧος τη ζωή. Μπορεί και άγκυρα αν Χαθεί η διάθεση περιπλάνησης και καταφέρει το Χι να Χωθεί μέσα στο Χώμα. Προς το παρόν κυλάμε. Πλέουμε. Πάνω σε μια λέξη: σ χ ε δ ί α… Έχουμε για πανί το γράμμα δέλτα (Δέος, Δόσιμο. Δέλεαρ) και αποσιωπητικά να αφρίζουν στο νερό. Το Σίγμα είναι ο Στόχος. Το Έψιλον, το Εμπόδιο- στριμωγμένο μεταξύ άγκυρας και πανιού- ούτε φαίνεται. Το γιώτα είναι το κουπΊ. Το Άλφα το Άγνωστο που Αγνοώ Αλλά στο οποίο Αποσκοπώ το οποίο Αναλόγως Αγαπώ Απεχθάνομαι Αποφεύγω Αποζητώ Απομυζώ Από το οποίο κι Ανατρέπομαι. Αυτός είμαι. Life of Me. Εγώ κι η τίγρης μου. Εγώ κι ως θεατής μου με 3D γυαλιά.
Κι ύστερα φύσηξε ένας αέρας. Ή ήρθε ένα πουλί κι εγκαταστάθηκε πάνω στην οξεία. Πουλί όΠως Παλιόκαιρος, Πίκρα, υΠομονή, Πόσο ακόμη, Πρόσεχε, Πέφτεις, Πάλι. Το κουπΊ φεύγει από τα χέρια, η οξεία πουλί βρίσκει Άλλο Αποκούμπι, το Άλφα την Αποκρούει, το Δέλτα της ρίχνει μια Δυνατή σφαλιάρα, βρέθηκε η οξεία θρονιασμένη Επιτέλους πάνω στο Έψιλον. Η εικόνα τώρα έχει ως εξής:
Θάλασσα ήρεμη. Ώρα σούρουπο. Σ χ έ δ ι α. Ναυαγισμένα. Από πίσω η γραμμή του ορίζοντα. Η αλλιώς μια dead line. Γραμμή νεκρή. Χλωμή και παγωμένη.
Dead line. Μια τερματική γραμμή. Ιδρωμένοι δρομείς παίρνουν μια τελευταία ανάσα και ξεσκίζουν το νήμα του τέρματος. Πανηγυρισμοί, γύροι του θριάμβου, εθνικοί ύμνοι και κλάματα. Στη γραμμή πάνω πέθανε ο αγώνας. Κι εγώ από τον καναπέ τα ίδια. Συσπάσεις μυών, αδρεναλίνη, εξάντληση. Πίτσα, μπύρα και σωματοποίηση του αγώνα. Ρέψιμο, κλάσιμο κι η αίσθηση ότι πάει κι αυτό τρέξαμε και σήμερα. Ασκηθήκαμε. Νικήσαμε. Χάσαμε. Ζήσαμε το deadline που μας αξίζει, την προσομοίωση του… μέχρι τελευταίου μυ. Σηκώνομαι πιασμένος. Τεντώνομαι. Κι η δική μου η νεκρή γραμμή;
Ίσως έγινε μπάρα του λίμπο, και με απίστευτη τεχνική κατάφερα φτηνά και χαμηλά να την γλιτώσω, χωρίς να μ’ ακουμπήσει, χωρίς να την ξεσκίσω σαν δρομέας, χωρίς να την φτάσω σαν σχεδία με στόχο και προπέλα, χωρίς να την ιδρώσω…
Dead line. Η γραμμή μια χαρά ζωντανή είναι, τα σχέδιά μου τα ’χουν κακαρώσει. Οι οξείες τώρα, για δες, είναι δύο. Τα σχΈδιΆ μου. Μία πάνω στο Εμπόδιο και μία πάνω στην Απόφαση.
Dead line κι εγώ σχοινοβάτης πάνω της. Dead line κι η κάθε μέρα μου, λέξη μου, ανάσα. Πεθαίνει συνεχώς. Προηγουμένως όμως, οφείλω να την έχω ορίσει εγώ, να την έχω ιδρώσει εγώ…να την έχω ζήσει, μέχρι τελευταίου γράμματος, οξείας. Και τελείας.