Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Ιωάννας Κυριακού
Κυρία πίσω από τον γκισέ στο ταμείο της εφορίας.
«Χαϊδέψατε τον σκύλο, έτσι δεν είναι;
Με βρώμικα χέρια θα μου δώσετε λεφτά;»
Την κοιτάζω στα μάτια. Στο στόμα. Στα αυτιά.
Έλα δείξε μου ότι κάνεις πλάκα. Έλα ξάφνιασε με. Στείλε με. Φτιάξε μου τη μέρα. Σε παρακαλώ. Σε ικετεύω. Σε εκλιπαρώ. Ψάρωσα το ομολογώ. Ε;
Κυρία πίσω από τον γκισέ στο ταμείο της εφορίας.
Δε γελάει. Αναστενάζει και με σιχασιά και την ελάχιστη δυνατή επαφή αγγίζει τα χρήματα. «Μικρόβια κυρία μου… πρέπει να προσέχουμε», λέει.
Το ερέθισμα διασχίζει τον λαβύρινθο του αυτιού. Τρέχει γρήγορα στο κέντρο επεξεργασίας. Σαν κυνηγημένο, μεταφέρεται στον αριστερό μετωπιαίο λοβό του εγκεφάλου (ό,τι του έχει απομείνει). Παραδίδει την πληροφορία, παίρνει σφραγίδα σκέψης, μετονομάζεται σε εμπειρία και κατευθύνεται στο εργαστήριο ανάλυσης. Ταυτόχρονα στέλνεται και στον δεξί πρόσθιο λοβό. Η ταμπέλα στην πόρτα γράφει «Προϊστάμενος Συναισθημάτων». Την χτυπά και διεγείρεται. Πού πάει τώρα; Μη χάνεσαι, εσωτερική πλευρά του δεξιού μετωπιαίου λοβού. Κάνε το σταυρό σου και βρες την ταμπέλα «Σύστημα Επιβράβευσης». Χτυπάς πόρτα, παράγονται ορμόνες, δημιουργούν αίσθημα γέλιου κι ευφορίας. Εφορίας σωστά… εδώ είμαστε. Όχι, έχει κι άλλο. Κινητικό κέντρο του εγκεφάλου, μύες προσώπου, σύσπαση. Να γελάσω τώρα;
«Μη γελάτε!» διορθώνει η κυρία πίσω από τον γκισέ.
Πάμε πάλι. Το νέο ερέθισμα διασχίζει τον λαβύρινθο του αυτιού. Ανεβοκατεβαίνει ορόφους, σβήνει σφραγίδες, σπάει σωλήνες με αναλύσεις, καθησυχάζει πόρτες, σκεπάζει ταμπέλες, απολύει προϊσταμένους, σφάζει συναισθήματα, σφουγγαρίζει αίματα, τρέχει σαν κυνηγημένο να προλάβει τη σύσπαση. Λαχανιάζει. Πρόλαβα;
«Μόνο έτσι θα έχουμε μια καθαρή κι απαστράπτουσα συναλλαγή. Το χρήμα είναι ιερό αγνό και σπάνιο. Ο σκύλος είναι μαύρος τριχωτός και βρώμικος. Γελάς; Μη γελάς. Γιατί γελάς; Γελάς μαζί μου; Όχι δεν είμαι γελιοφοβική. Δεν μπορείς να είσαι στο μαγαζί μου και να γελάς.» Πού είμαι;
Μπροστά σε πωλήτρια σε κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων. «Γελάς για την ποιότητα; Για το ύφασμα; Για την τιμή; Τι είπες; Γελάς για τον κώλο σου; Κομμένος κι αυτός και το γέλιο.»
Βγαίνω στο δρόμο. Τσεκάρω αν υπάρχουν κρυμμένες κάμερες.
Γελιονόμοι με στολές. Γελιοδήμιοι. Γελιοφύλακες. Γελιοκράτες.
Σύσπαση η μία μετά την άλλη. Αλυσιδωτά. Όχι προκλητικά. Ήρεμα.
Ούτε καν γέλιο. Αμυδρό μειδίαμα. Μπορώ;
«Κοίτα αυτή ρε …περπατάει και γελάει… δεν πάει καλά…»
Δεν πάω. Γυρνάω σπίτι. Αφήνω του μύες να συσπαστούν. Ελεύθερα.
«Άννα μην κλαις», φωνάζει το ραδιόφωνο. Δεν με λένε Άννα και συνεχίζω.