HomeΘέματαΈνδεκα δια τριακόσια εξήντα πέντε

Ένδεκα δια τριακόσια εξήντα πέντε

Στις δέκα και σαράντα δύο, παραμονή Πρωτοχρονιάς του έτους δέκα, χτύπησε το τηλέφωνο και, μερικές οπτικές ίνες παραπέρα, η Ρίτα μου ανακοίνωνε ότι όφειλε να ακυρώσει τη σύναξη λόγω ασυμφωνίας με τον εαυτό της περί την εισαγωγική ποιότητα των οιονεί συνδαιτυμόνων στο χρόνο μετά το διπλό μηδενικό. Έπνιξα την οργή μου για τους φελλούς στις μπουρμπουλήθρες, έπεσα για ύπνο, με τις γνωστές εμμονές κυλίσματος της ζωής στις λευκές γραμμές του τερματισμού.

Δεν ονειρεύτηκα ευδαιμονικά στιγμιότυπα, αντίθετα ένιωσα υπερχείλες μίσος για αυτά που άφηνα πίσω, κυρίως για το λάθος να δοθώ ένδεκα χρόνους σε φίλους ένδεκα και να αγναντεύω από το μηδέν – ως μετρική βαθμίδα του άριστα στην διαπροσωπική μου αυτοδιάθεση. Άλλαξα δουλειά, οικογένεια και παρέες, λησμόνησα το πλάνο μου για τα εισερχόμενα και έπεσα απότομα από το βάθρο της τριακονταετούς αυτοεκτίμησης μου, έμεινα δίχως εξερχόμενα και χαρτονομίσματα των πενήντα, σχεδόν από επιλογή εξανεμίστηκε εκείνο το ανόητο αερικό δέους των πραγμάτων που άγγιζα. Το σεβάσμιο έτος ένδεκα ένιωσα μόνη, τρελά, όσο ποτέ εγγύτερα στην τρέλα.

Αν αύριο τελέψουν οι χρόνοι, δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το πρώτο απαγορευμένο φιλί έξω από την αποθήκη γ’ του λιμανιού. Έκανε το πρώτο κρύο και μιλούσα στο παιδί ακατάπαυστα, φορώντας κοντομάνικο και το σοβαρό μου, άξαφνα έγειρα και φίλησα αμήχανα, όσο και φευγαλέα, εκείνα τα χείλη που το ίδιο απόγευμα είχαν ζητήσει να με συνοδέψουν σε εξώστη. Παρόλη τη συστολή, τα σώματά μας ενώθηκαν το ίδιο βράδυ σε κάμαρες κατειλημμένες από κρεμάστρες που λαχταρούσαν τα ρούχα της γύμνιας και, λίγα λόγια αργότερα, έσμιξαν και τα σαββατοκύριακα μας σε μια μονή ζωή. Ουδόλως του επιθετικού προσδιορισμού της μοναξιάς, μάλλον του καθρέφτη που δήλωνε ‘σαγαπώ’, των νυχιών που βάφτηκαν γλεντοκόπο μαύρο ματ, οι γνώριμες μπουρμπουλήθρες επέστρεψαν ορμητικά να λούσουν τα απόκρυφα του κορμιού και το τρένο μετουσιώθηκε στην πραγματική έκταση μιας ασύνορης αγκάλης. Αναμφίβολα, τα σαράντα δύο λεπτά της καταραμένης κλήσης ακύρωσης μιας συνεύρεσης μετατράπηκαν μονομιάς στο ερωτικό θέσφατο του χρόνου που απαιτείται για να μουδιάσει από τρυφερή ακινησία ο ώμος του εραστή στην μεσονύχτια εναπόθεση της επιθυμίας σιμά στην καρδιά.

Τούτο εστί εξομολόγηση αξιοζήλευτης μνήμης πεπερασμένων εντός επακριβών τριακοσίων εξήντα πέντε λέξεων, όσες και οι νύχτες από πρώτης πρώτου μετά από ένδεκα, χρόνο άρχων που θα δύναμαι να σε αγαπώ.

Related stories

Revisiting: La La Land (2016) του Damien Chazelle

Γράφει η Φανή Εμμανουήλ Κάθε φορά που ξαναβλέπω μια ταινία...

Το Φεστιβάλ Δάσους συνεχίζεται δυναμικά και τον Σεπτέμβριο

Το Φεστιβάλ Δάσους, το μεγάλο πολιτιστικό γεγονός της Θεσσαλονίκης, συνεχίζει για δέκατη...

Κινηματογράφος και αθλητισμός: 6 ταινίες για το Μπάσκετ

  Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ο Γιάννης Αντετοκούμπο είναι (μαζί με...

Το ‘ελληνικό Woodstock’ και ένα πάρτυ στη Βουλιαγμένη

Το πρωτοποριακό πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη, γνωστό...

3 Νέες ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες και η κορυφαία συνάντηση του Deadpool με τον Woolverin

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Με τις θερμοκρασίες να συνεχίζουν να...