HomeCinemaΚριτική ταινίαςΚριτική Ταινίας: Χωρίς μέτρο - «Σοκαριστικό σφυροκόπημα...

Κριτική Ταινίας: Χωρίς μέτρο – «Σοκαριστικό σφυροκόπημα σε jazz αυτοσχεδιαστικό τέμπο»

«Σοκαριστικό σφυροκόπημα σε jazz αυτοσχεδιαστικό τέμπο»

Όταν ένας drummer σπουδαστής jazz έρχεται σε μια σύγκρουση πραγματικά ζωής ή θανάτου με την ψυχοβαναυσότητα του βίαια εκκεντρικού καθηγητή του και μαέστρου, τότε δυο αναφορές μου ήρθαν σφήνα στη σκέψη. «Δεν υπάρχει τίποτα στην μουσική. Απλά κάθεσαι στα τύμπανα και αιμορραγείς.» παράφραση – υποκειμενικά ερμηνευμένης χρήσης – για την φόρμα της ταινίας – ενός γνωστού τσιτάτου του Hemingway. Πιο δόκιμη, όμως, για την ουσία της ταινίας θα ήταν η Δημοκρίτεια αντίληψη περί τέχνης: «Αν κάποιος ξεπεράσει το μέτρο, τα πιο ευχάριστα γίνονται τα πιο δυσάρεστα». Ε, λοιπόν, η ταινία που έχουμε μπροστά μας είναι ένα σοκαριστικό σφυροκόπημα σε jazz αυτοσχεδιαστικό – μα και δομημένο – τέμπο, ένα αυτομαστίγωμα, που ξεπερνά τα όρια και τα μέτρα της ανθρώπινης δεκτικότητας και την κρεμάει να στεγνώσει από το αίμα, ύστερα από μιας απύθμενης ωμότητας διαπροσωπικό μακελειό. Ο αμερικάνικος ανεξάρτητος κινηματογράφος, ξανά, δείχνει τα ματωμένα θεμέλια της κοινωνίας, που το Hollywood αποσιωπά.

Ιδέα, βαθιά δραματική, σενάριο, ίσως, εν ενεργεία συμβατικό, κινηματογραφική υλοποίηση, σκληρή και παραδόξως αισθητικά προσβάσιμη που σε εξουσιάζει καθ’ όλη την διάρκεια. Ο πιτσιρικάς Damien Chazelle (γενν. 1985) υπογράφει το σενάριο και την σκηνοθεσία με πλήρη ωριμότητα, καλλιτεχνική πειθαρχία και εμπνευσμένη αφηγηματική λιτότητα, φτάνει στο έπακρο τις υποκριτικές δυνατότητες δυο ηθοποιών (του, επίσης πιτσιρικά, Miles Teller και του ώριμου J.K. Simmons) που είναι πέρα για πέρα χαρακτήρες – φορείς ιδεών, και ολοκληρώνει έναν άθλο.

Με την δεύτερη ταινία του, αποδεικνύει πως η δημιουργία θέλει βαθιά μελέτη της πραγματικότητας και της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ακόμη πιο βαθιά προεργασία, αυτή, να αποτυπωθεί με κινηματογραφικούς και γενικά αισθητικούς όρους χωρίς να χάνει τα περάσματα προς τους αποδέκτες της.

Πάνω στην ιδέα και στο θέμα, βλέπουμε μια μελέτη της ωριμότητας, της έξωθεν επιβεβλημένης πειθαρχίας και της υπέρβασης του ατόμου μπρος σε μια κοινωνία βασισμένη στον απόλυτο ανταγωνισμό και πως αυτή περνάει ως βάρβαρη πράξη – ή ως κινητήριος δύναμη εξέλιξης – από τον εξουσιαστή στον εξουσιαζόμενο, από τον μέντορα στον μαθητή, άρα στον έκαστο και στο κοινωνικό όλον. Το να βγεις νικητής στον αγώνα με την ζωή, στην ταινία, δεν είναι απλά μια πάλη με τις συνθήκες, αλλά μια – στα όρια παρανοϊκής τελειομανίας – φιλοδοξία που σε κάνει να δέχεσαι κάθε εξευτελισμό, κυρίως ψυχολογικό, και κάθε απόσταση από την υπόλοιπη ζωή. Άρνηση του έρωτα, άρνηση της φιλίας, άρνηση της σχέσης κάθε τύπου με την ανθρωπιά, τους ανθρώπους και την γύρω πραγματικότητα, με μοναδική στοχοπροσήλωση, οι μπαγκέτες των τυμπάνων να σπινθηρίζουν φλεγόμενες και ματωμένες, για λίγο δόξα και χειροκρότημα, η εσωτερική κενότητα να ντυθεί σαν μεγαλουργία. Ο συνεσταλμένος σπουδαστής, προσπαθεί να αποδείξει την ανωτερότητα και την ουσιώδη ύπαρξη του σε τούτον τον κόσμο, μέσα από μια σειρά συγκρούσεις, αντιφάσεις, εκφράσεις και αντιδράσεις και εσωτερικές και εξωτερικές, ερχόμενος συναισθηματικά και πραχτικά αντιμέτωπος με τον μισάνθρωπο, απομονωμένο από την καθημερινότητα, τον απλά, ίσως, κόπανο καθηγητή του. Η ανορθόδοξη μέθοδος διδασκαλίας του, μια mala educacion, βασισμένη πάνω στην αυστηρά ψυχική καταπόνηση, τον σωματικό τραυματισμό, τις απειλές, την καταπίεση των μαθητών, κινηματογραφικά εμφανίζεται ισορροπημένα αντίθετη με την απελευθερωτική δύναμη της μουσικής και ειδικότερα της τζαζ.

Μια στιγμή στον ήλιο, όμως, είναι σπουδαιότερη από μια ολάκερη ζωή, στην γη; Ποιο είναι τελικά το ζητούμενο; Η ικανοποίηση του ματαιόδοξου ανικανοποίητου; Ή είναι αλήθεια, ότι ο μεγαλοφυής καλλιτέχνης και εξ αναλογίας ο μεγάλος άνθρωπος, είναι αυτός που θα πιεστεί (και αυτή η πίεση εκφράζεται στο πρόσωπο του καθηγητή) πέρα από τα όρια, τους κανόνες, τις κοινωνικές και ατομικές συμβάσεις, που θα τον αφήνουν ανεπηρέαστο και ελεύθερο, ώστε να απλώνει τα δημιουργικά του φτερά; Η ιστορία της τέχνης, έχει πάμπολλα τέτοια παραδείγματα βαθιά εγωκεντρικών καλλιτεχνών. Η ταινία όμως μοιάζει μονάχα, να αναρωτιέται, δεν διδάσκει τι είναι πρέπον, τι είναι σωστό και καλό, δεν σκοπεύει να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις.

Μπορεί να έχει μειονεκτήματα που όμως δεν ορίζουν την αισθητική και νοητική απόλαυση μα ίσως την ιστορικότητα και επικαιρότητα του έργου τούτου. Θεωρώ πως πέρα από την νέα και διαφορετική οπτική, το πρωτοποριακό καδράρισμα του θέματος, δεν κάνει παράλληλα μια νέα εμβάθυνση, μια υπέρβαση προς κάτι νέο σε νοητικό και συλλογιστικό επίπεδο, ώστε να το απομυζήσουμε και να συζητάμε το ζήτημα υπό νέες βάσεις. Παρόλ’ αυτά δείχνει πως αν ο κ. Chazelle, παραμείνει εξ αρχής νοητικός δημιουργός, στο μέλλον, θα περάσει σε πιο ουσιαστικούς καλλιτεχνικούς δρόμους.

Όμως υπάρχουν και κινηματογραφικά προτερήματα, που την ορίζουν, σχετικά, ως πρωτοποριακή. Η ταινία είναι εξειδικευμένη στο στόρι της. Δεν γενικεύει σεναριακά σε ένα πλέγμα ζητημάτων, δεν προσθέτει περιττά στοιχεία, εμμένει σε δυο χαρακτήρες και στην σύγκρουση τους, στον αγώνα δρόμου για το ποιος από τους δυο θα παραμείνει εν «ζωή», μοιάζει με μια στιγμή (χρονικά), λίγες ώρες (στην πραγματική ζωή), ένα γεγονός, ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού, που όμως μέσα του συμπυκνώνει, ένα ολόκληρο σύστημα ανθρώπινων εκφράσεων, προθέσεων και επιζητήσεων. Και αυτό είναι σπουδαίο, αισθητικά.

Πολύ βάρος πέφτει στην φόρμα της, που αν και ωμά ρεαλιστική, λόγω επιμέρους στοιχείων, βγαίνει από τα όρια της φυσιολογικότητας και μοιάζει με παραλογισμό. Βασίζει όλη την αφήγηση σε εντάσεις – μουσικών εμπνεύσεων – ρυθμών, με πλαίσιο αφήγησης τα μουσικά μέτρα των τυμπάνων που έχουν ουσιαστική αφηγηματική δυναμική, στην αποθέωση του θέματος. Ανάμεσα στις συγκρούσεις και την εξέλιξη της πλοκής και των χαρακτήρων προς την δραματική τους κάθαρση, ενυπάρχουν γρήγορα μοτίβα χτυπημάτων των τυμπάνων σαν μια αγχώδης ψυχικά διαδικασία άμυνας και υπέρβασης όλων των – φασιστικής νοοτροπίας και λογικής – εμποδίων. Όμως παρ’ όλη την σύγκρουση, παρ’ όλο το μίσος, τον φόβο, την εχθρότητα που γεννιέται από το πρώτο φιλμικό λεπτό, οι δυο χαρακτήρες παραμένουν συνδεδεμένοι, με μια λεπτή γραμμή – που στο φινάλε εικονογραφείται καθαρά και θαυμάσια με την κίνηση της κάμερας. Και η σύγκρουση αποτελεί δέσιμο – εκ του αντιθέτου – των ατόμων. Θέλοντας και μη, η ύπαρξη μας και οι προσπάθειες μας για υπερίσχυση, υπάρχουν λόγω σχέσης με τους γύρω μας.

Είτε αυτό είναι αδελφοσύνη, είτε αδελφοκτονία. Πάντως και οι δυο αυτές έννοιες στο αίμα συνδέονται, που στο “Whiplash”, τρέχει άπλετο από τα ταμπούρα.

 

Related stories

Revisiting: La La Land (2016) του Damien Chazelle

Γράφει η Φανή Εμμανουήλ Κάθε φορά που ξαναβλέπω μια ταινία...

Το Φεστιβάλ Δάσους συνεχίζεται δυναμικά και τον Σεπτέμβριο

Το Φεστιβάλ Δάσους, το μεγάλο πολιτιστικό γεγονός της Θεσσαλονίκης, συνεχίζει για δέκατη...

Κινηματογράφος και αθλητισμός: 6 ταινίες για το Μπάσκετ

  Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ο Γιάννης Αντετοκούμπο είναι (μαζί με...

Το ‘ελληνικό Woodstock’ και ένα πάρτυ στη Βουλιαγμένη

Το πρωτοποριακό πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη, γνωστό...

3 Νέες ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες και η κορυφαία συνάντηση του Deadpool με τον Woolverin

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Με τις θερμοκρασίες να συνεχίζουν να...