HomeUncategorizedHans Fallada «Μόνος στο Βερολίνο». Ένα άψογα...

Hans Fallada «Μόνος στο Βερολίνο». Ένα άψογα δομημένο λογοτεχνικό αριστούργημα

Γράφει ο Τάσος Γέροντας

Hans Fallada «Μόνος στο Βερολίνο». Μετάφραση Άντζη Σαλταμπάση. Εκδόσεις Πόλις 2008.
672 σελίδες σε πολύ καλής ποιότητας χαρτί, με εξαιρετική μετάφραση, άψογη επιμέλεια και εκτύπωση και πολύ στιβαρή βιβλιοδεσία.

«Σχεδόν το ένα τρίτο του βιβλίου διαδραματίζεται σε φυλακές και τρελοκομεία, όπου επίσης έκανε θραύση ο θάνατος. Υπήρξαν στιγμές που δεν μου άρεσε να σχεδιάζω ένα τόσο ζοφερό πίνακα· περισσότερο φως, όμως, θα έμοιαζε με ψέμα». Έτσι τελειώνει ο πρόλογος του συγγραφέα. Ο οποίος προσπαθεί να μας προϊδεάσει για τον ζόφο που θα ακολουθήσει.
Βερολίνο 1940. Η ταχυδρόμος Εύα Κλούγκε παραδίδει την αλληλογραφία στους ενοίκους της πολυκατοικίας στην οδό Γιαμπλόνσκι 55. Έτσι γνωρίζουμε και την Κλούγκε και τους ενοίκους. Συναντούμε και τα πρώτα δείγματα των Γερμανών της εποχής. Η Κλούγκε, η οποία δεν συμφωνεί με τον πόλεμο· «ως γυναίκα, πιστεύει ότι δεν φέρνει κανείς παιδιά στον κόσμο, μόνο και μόνο για να σκοτωθούν». Η οικογένεια Περζίκε, με ισχυρά φιλοναζιστικά και ρατσιστικά αισθήματα. Η εβραία κυρία Ρόζενταλ, της οποίας ο σύζυγος απλώς εξαφανίστηκε. Και ο Όττο Κβάνγκελ, μαραγκός, που πήρε γράμμα από το μέτωπο, με ενημέρωση για τον θάνατο του γιού του. Μαζί του και η γυναίκα του, η Άννα. Αργότερα θα γνωρίσουμε τον ήσυχο παλιό δικαστή κύριο Φρομ, τον χαφιέ της γειτονιάς Μπορκχάουζεν, την αρραβωνιαστικιά του γιου των Κβάνγκελ, τον μικροαπατεώνα σύζυγο της ταχυδρόμου Ένο.

Όσο προχωρά η αφήγηση μαθαίνουμε την καθημερινότητα των Γερμανών εκείνη την εποχή, τόσο στον μικρόκοσμο του σπιτιού τους, όσο και στον εργασιακό χώρο. Ο φόβος, ο χαφιεδισμός, η αδικία, οι διωγμοί είναι πάντα παρόντα στη ζωή. «Ένας λαός προδοτών, εκπαιδευμένων από ένα διεφθαρμένο κράτος, όπου οι χαφιέδες παίρνουν παράσημα και προαγωγές, ένα κράτος όπου ο γιός καταγγέλλει τον πατέρα και ο αδερφός την αδερφή!» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Φάλλαντα.

Και μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο μονόχνωτος, αμίλητος, ακοινώνητος Όττο Κβάνγκελ αποφασίζει να ξεκινήσει την αντίστασή του. Θα γράφει σε κάρτες αφυπνιστικά μηνύματα εναντίον του Χίτλερ και των Ναζί, τις οποίες θα αφήνει σε διάφορα σημεία δημοσίων χώρων. Η γυναίκα του θα τον βοηθάει στο φραστικό, αλλά και στην τοποθέτηση των καρτών.

Όπως είναι φυσικό, αυτό δεν θα αρέσει στην εξουσία.  Ένα κυνηγητό θα εξαπολυθεί στο Βερολίνο, για να εντοπιστεί και να συλληφθεί ο προδότης. Εδώ ο Φάλλαντα θα περιγράφει τους αξιωματικούς, τους στρατιώτες, τους αστυνομικούς σαν αστείες καρικατούρες, ανθρώπους είτε χαμηλής νοημοσύνης είτε ως ημιπαράφρονες, που καταφεύγουν στα βασανιστήρια, απλώς και μόνον επειδή μπορούν. Η προπαγάνδα έχει αλλοιώσει τη σκέψη τους: «Μα δεν χρειάζεται να σκέφτονται, πρέπει απλώς να υπακούουν. Ο Φύρερ σκέφτεται για όλους μας». «Παρεούλα, ποτό, ευθυμία, χαλάρωση και ξεκούραση μετά τη δύσκολη δουλειά τους, να βασανίζουν τους συνανθρώπους τους και να τους στέλνουν στην κρεμάλα». «Σχεδόν κάθε μέρα άνοιγαν την πόρτα του κελιού και χιμούσαν μέσα, αγριεμένοι από το αλκοόλ, κυριευμένοι από δίψα για αίμα, απ’ τη λαχτάρα να δουν ανθρώπους να παραφρονούν και να υποφέρουν, απολαμβάνοντας έτσι τον εξευτελισμό της ανθρώπινης σάρκας». Κι αν κάποιος είναι διαφορετικός, ήταν συμπονετικός, γρήγορα θα απομακρυνόταν. «Τις επόμενες μέρες, όμως, ο νεαρός Ες Ες δεν εμφανίστηκε στον διάδρομο. Μετατέθηκε ως ακατάλληλος· είχε πολλή ανθρωπιά για να υπηρετεί εκεί μέσα».
Το τέλος είναι αναμενόμενο. Οι ένοχοι θα συλληφθούν, αλλά όχι επειδή οι διώκτες τους είναι ικανοί. Κι από εκεί αρχίζει το πιο ζοφερό, το πιο σκληρό μέρος του βιβλίου. Οι ανακρίσεις, τα βασανιστήρια, ο ψυχολογικός πόλεμος που υφίστανται οι Κβάνγκελ, αλλά και όσοι έχουν κατά καιρούς μιλήσει μαζί τους, προκαλούν ανατριχίλα. Αναδεικνύουν το απάνθρωπο, το βάρβαρο πρόσωπο του Ναζισμού και των οπαδών του.

Παρά τη «μαυρίλα» που κυριαρχεί, ο Φάλλαντα αφήνει νότες αισιοδοξίες. Δύο πρόσωπα με πολύ μικρή συμμετοχή εστιάζουν στην καλοσύνη του ανθρώπου, στην ανάγκη για αντίσταση, στη σπουδαιότητα της κάθε ατομικής αντίστασης. Επειδή ο αγώνας για ελευθερία και δικαιοσύνη ποτέ δεν είναι μάταιος. Κάθε σταγόνα αίματος που χύνεται δεν πάει χαμένη, αλλά ποτίζει το δέντρο της ελευθερίας. Κι εδώ έγκειται το μεγαλείο αυτών των αγωνιστών: θυσιάζονται για ένα καλύτερο αύριο, που οι ίδιοι δεν θα χαρούν.

Στο επίμετρο ο Φάλλαντα παραθέτει την πραγματική ιστορία που τον ενέπνευσε να γράψει το βιβλίο αυτό. Και το κλείνει λέγοντας «Εγώ, ο συγγραφέας ενός μυθιστορήματος που ακόμα δεν έχω γράψει την τελευταία του λέξη, ελπίζω ότι ο αγώνας τους, τα βάσανά τους, ο θάνατός τους δεν ήταν μάταια».

Σπουδαίο βιβλίο, συγκλονιστικό βιβλίο, τρομερό βιβλίο! Ένα άψογα δομημένο λογοτεχνικό αριστούργημα, με αργή ροή, βυθίζει τον αναγνώστη στο σκοτάδι, στην κόλαση του Τρίτου Ράιχ. Παράλληλα όμως αναδεικνύει την υψηλή αξία της αντίστασης, της κάθε αντίστασης, όσο μικρή κι αν είναι.

Related stories