HomeCinemaH Αρχιτεκτονική στον κινηματογράφο του Damien Chazelle:...

H Αρχιτεκτονική στον κινηματογράφο του Damien Chazelle: Babylon (2022)

γράφει η Φανή Εμμανουήλ

To Babylon (2022) του Damien Chazelle πετυχαίνει στο να καταλάβει από την πρώτη στιγμή το κοινό, την μεθυστική αίγλη της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ, μεταβαίνοντας με εντυπωσιακή ακρίβεια από τον βωβό κινηματογράφο, στην εποχή του ομιλών, των ζωντανών soundtrack και του Technicolor. Από τις ημέρες της δημιουργικής ελευθερίας στην γέννηση των μεγάλων στούντιο και από μια εποχή ασυδοσίας στις αυστηρές προσταγές του κώδικα Χέις. H πλοκή λαμβάνει χώρα στο Λος Άντζελες της δεκαετίας του 1920 και επεκτείνετε επεισοδιακά μέχρι και τις αρχές του 1950. Με τους Brad Pitt, Margot Robbie και Diego Calva σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά και ένα all-stars secondary cast να τους πλαισιώνει, η ταινία εμβαθύνει την φιλοδοξία και την υπερβολή της εποχής και ξεδιπλώνει την σκοτεινή ιστορία μιας περιόδου που υπήρξε καθοριστική, όχι μόνο τεχνολογικά αλλά κοινωνικά και πολιτικά.

Το επικό αυτό φιλμ για την πλέον μεταμορφωτική περίοδο στην ιστορία του κινηματογράφου, αποτελεί και το passion project του σκηνοθέτη ο οποίος αφιέρωσε πάνω από 12 χρόνια στην έρευνα και συγγραφή του ενώ παράλληλα δούλευε πάνω σε άλλα, εκ των υστέρων πολυβραβευμένα projects όπως το Whiplash (2014) και το La La Land (2016). Αποσκοπώντας στο να δημιουργήσει μια πιστή απεικόνιση του Λος Άντζελες εκείνης της περιόδου, ο Chazelle συνεργάστηκε με την Florencia Martin, γνωστή για την δουλειά της στην σειρά Mad Men αλλά και για την πρόσφατη και πετυχημένη πορεία της στην μεγάλη οθόνη με ταινίες όπως το Licorice Pizza του Paul Thomas Anderson όπου αναπαρέστησε την κοιλάδα του Σαν Φερνάντο της δεκαετίας του 1970 αλλά και το Blonde του Andrew Dominique.

H Martin ως επικεφαλής του σχεδιασμού παραγωγής, συνεργάστηκε με τον διακοσμητή σκηνικών Anthony Carlino, για να φέρουν στην μεγάλη οθόνη ένα εικαστικό αποτέλεσμα που απεικόνιζε την χλιδή και φιλοδοξία της περιόδου, αποτυπώνοντας την άνοδο και την πτώση των επιμέρους χαρακτήρων αλλά και της ίδιας της εποχής. Κατάφερε να αναβιώσει την ιστορία με έναν μαγευτικό τρόπο που την έκανε ξανά ζωντανή. Μέσα από τις αναπαραστάσεις της, το Λος Άντζελες της δεκαετίας του 1920 γίνεται απτό, προκαλώντας αισθήσεις γεύσης και οσμής καθώς καταφέρνει να μεταφέρει το κοινό στην αφιλόξενη φύση αυτού του περιβάλλοντος. Αλλά και στους ανθρώπους που σχημάτισαν και χαρακτήρισαν την πόλη, φανταστικά και εξωφρενικά. Η εξαιρετική της δουλειά τιμήθηκε με το βραβείο του Σωματείου των Σκηνογράφων (Art Directors Guild Award) για ταινία περιόδου, ενώ απέσπασε και την αντίστοιχη υποψηφιότητα στα βραβεία Όσκαρ του 2023.

Το όραμα του Chazelle για την ταινία απαιτούσε ιστορική ακρίβεια, η οποία συνδυασμένη με την τελειομανία του σκηνοθέτη κατέστησε το κομμάτι της σκηνογραφίας έναν άθλο. Έτσι η Martin βυθίστηκε στην έρευνα ώστε να συλλάβει την ουσία της χώρου και του χρόνου, ανακατασκευάζοντας σχολαστικά όχι μόνο την πόλη αλλά και κάθε στούντιο, μαζί με τα κινηματογραφικά σκηνικά του, δημιουργώντας δηλαδή μια πολυεπίπεδη εμπειρία σκηνικών μέσα σε σκηνικά. H ομάδα σχεδιασμού παραγωγής δημιούργησε μια σειρά από υπαίθριες σκηνές σε ερημικές τοποθεσίες γύρω από το Λος Άντζελες. Μάλιστα, η τοποθεσία του φανταστικού κινηματογραφικού στούντιο Kinoscope στήθηκε στο Περού και αντικατοπτρίζει τέλεια την ερημιά των στούντιο της εποχής του βωβού κινηματογράφου, με έξι ή επτά σκηνικά που λειτουργούν συνεχώς και συγχρόνως, απηχώντας τον χαοτικό και καθηλωτικό κόσμο που χαρακτήριζε τον τρόπο παραγωγής ταινιών κατά την βωβή εποχή.

Η ταινία αντιπαραθέτει δύο διαφορετικούς κόσμους. Από την μια έχουμε ένα περιβάλλον οικονομικής εξαθλίωσης  και από την άλλη αυτό της απόλυτης χλιδής και του μαξιμαλισμού. Το χρώμα παίζει καθοριστικό ρόλο στην απεικόνισης αυτών των αντιθέσεων, με τον Chazelle να χρησιμοποιεί για ακόμα μια φόρα το color theory ως έναν ιδιαίτερο αφηγητή. Η παραγωγή περιέλαβε μεταξύ άλλων την κατασκευή sound sets, ένα τεράστιο πεδίο μάχης που φιλοξένησε 900 συντελεστές σε μια σκηνή που θύμισε Ben Hour και έξι πολυτελή σπίτια, όλα συνεισφέροντας στην καθηλωτική απεικόνιση της περιόδου.

Η ταινία θέτει τον εσκεμμένα χαοτικό της τόνο από την αρχή, καθώς ξεκινάει με μια εκτεταμένη 32 λεπτή σεκάνς προ τίτλων, που λαμβάνει χώρα σε ένα ξέφρενο πάρτι στο Bel Air. Η έπαυλη ισπανικού γοτθικού ρυθμού από την οποία ξεκινάει η ιστορία, ανήκει στον παραγωγό ταινιών Don Wallach (Jeff Garlin). Στην πραγματικότητα όμως, γυρίστηκε σε οκτώ διαφορετικά filming locations και κατασκευασμένα set. Εν μέρη, γυρίστηκε σε ένα κάστρο που κατασκευάστηκε το 1926 από τον Richard Peter Shea και βρίσκεται μια ώρα έξω από το Λος Άντζελες. Επιπλέον, προστέθηκε μια επέκταση μπροστά από το γκαράζ που χρησιμεύει ως είσοδος στην αίθουσα χορού. Το σκηνικό αντιπαραβάλλει την χλιδή των σπιτιών που χτίστηκαν από μετανάστες στην πόλη με το φυσικό τοπίο της ερήμου του Λος Άντζελες. Ξεκινώντας την έρευνα για το σπίτι του Don Wallach, η ομάδα παραγωγής έστρεψε την προσοχή της σε αρχοντικά που ανήκαν σε προσωπικότητες της εποχής όπως ο Howard Hughers και ο Willian Randolph Hearst, μέχρι που βρήκαν το ισπανικό γοτθικό κάστρο που χτίστηκε από τον Shea. Τοποθετημένο πάνω σε ένα λόφο με 150 στρέμματα γης, το κάστρο παραμένει αναλλοίωτο από την κατασκευή του πριν από σχεδόν έναν αιώνα.

Όσον αφορά τον εσωτερικό χώρο του πάρτι, όπου οι πρωταγωνιστές μας συστήνονται για πρώτη φορά, οι σκηνές γυρίστηκαν στο λόμπι του Ace Theater, στο κέντρο του Λος Άντζελες.

Ο χώρος κατασκευάστηκε την δεκαετία του 1920 με την βοήθεια του αρχιτέκτονα C. Howard Crane και του αρχιτεκτονικού γραφείου Walker and Eisein και ευεργετήθηκε απο ανεξάρτητους κινηματογραφιστές και άλλες σημαντικές προσωπικότητες του Χόλυγουντ. Αλλά και μεγάλους αστέρες του βωβού κινηματογράφου όπως ο Charlie Chaplin, η Mary Pickfork και ο Douglas Fairbanks, με σκοπό να έχουν έναν χώρο όπου μπορούν να παρουσιάσουν τις ταινίες τους έξω από το εκμεταλλευτικό σύστημα των στούντιο του Χόλυγουντ. Μεταμορφώνοντας το λόμπι σε αίθουσα χορού, η ομάδα πρόσθεσε γοτθικές πόρτες, παρκέ δάπεδο αλλά και μια πλατφόρμα για την τζαζ μπάντα. Χρησιμοποιήθηκαν τα αυθεντικά ξύλινα γκαράζ για να στηρίξουν τους τοίχους και να ενσωματωθεί απρόσκοπτα η αρχιτεκτονική του θεάτρου με αυτή του αρχοντικού.

Ένα από τα πιο έντονα και σταθερά χαρακτηριστικά του σεναρίου του Chazelle είναι η απεικόνιση των έντονων ταξικών διαφορών σε μια πόλη όπου οι οικονομικά ταλαιπωρημένοι μπορούν να διασκεδάσουν στους ίδιους χώρους με τους εξωφρενικά πλούσιους σχεδόν κάθε βράδυ. Όταν η Nellie LaRoy (Margot Robbie) ανακαλύπτεται από έναν κινηματογραφικό παραγωγό κατά το προαναφερόμενο πάρτι, επιστρέφει στο σπίτι της σε ένα διαμέρισμα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το εύπορο περιβάλλον στο οποίο εκτυλίσσεται η εναρκτήρια σκηνή της ταινίας για περίπου μισή ώρα. Ο χώρος αντικατοπτρίζει αυθεντικά το ταπεινό της ξεκίνημα καθώς μόλις τώρα της παρουσιάστηκε η ευκαιρία για τα πρώτα της βήματα στην βιομηχανία του θεάματος. Για να πετύχει αυτή την αυθεντικότητα, η Martin άντλησε έμπνευση από μια συλλογή φωτογραφιών απογραφής, που απαθανάτιζαν την φτώχεια στο Λος Άντζελες εκείνης της δεκαετίας. Ενώ ο Carlino τόνισε ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό στοιχείο της διακόσμησης σετ που υπερτονίζει την άθλια κατάσταση των συνθηκών διαβίωσης της Nellie. Ένα αυτοσχέδιο κάθισμα τουαλέτας με έναν κουβά από κάτω. Μια λεπτομέρεια που ο Chazelle και η Martin ανακάλυψαν κατά την έρευνά τους πως ήταν κάτι το συνηθισμένο στα σπίτια της συγκεκριμένης τάξης εκείνη την περίοδο.

Στο αντίθετο άκρο του οικονομικού φάσματος βρίσκεται η έπαυλη του αστέρα του βωβού κινηματογράφου Jack Conrad (Brad Pitt). Ένα Ισπανικού τύπου σπίτι της μετααποικιακής περιόδου, εμπνευσμένο από τις κατοικίες ηθοποιών όπως ο John Gilbert, πάνω στον οποίο βασίζεται εν μέρη και ο φανταστικός χαρακτήρας του Conrad. Όπως εξήγησε και η Martin, πέρα από τον εντοπισμό της τοποθεσίας μια ακόμα πρόκληση που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν η εύρεση αρχιτεκτονικών στυλ που θα συμπλήρωναν την ιστορία και τους χαρακτήρες, αλλά θα όριζαν και τον τρόπο με τον οποίο θα τους ενέτασσαν στην εποχή.

Το σπίτι βρίσκεται απέναντι απ’ τα βουνά Santa Susana κοντά στην Simi Valley, ένα σκηνικό που παρείχε τον κατάλληλο χώρο για σκηνές όπου ξεδιπλώνεται ο ψυχισμός του χαρακτήρα. Όπως αυτήν στην αρχή της ταινίας, όπου ο μεθυσμένος Jack στέκεται στο τραπέζι του μπαλκονιού του και εκφράζει τις απόψεις του για την εξέλιξη του κινηματογράφου σε έναν Manni (Diego Calva) που τον παρακολουθεί με δέος. Ανάλογα και ο θεατής βλέπει την πανοραμική θέα που ανοίγεται από πίσω του, με το βάθος πεδίου να αποκτά μια σοκαριστική διάσταση που γεμίζει με ομορφιά αλλά και δέος. Μια κίνηση που υποσυνείδητα περνάει στο κοινό και το μέγεθος της κλίμακας αυτού του μεγάλου, ολοκαίνουριου αρχοντικού που έχει φτιάξει ο Jack για τον εαυτό του, με τον ίδιο τρόπο που ο Don Wallace έφτιαξε το κάστρο του πάνω στην κορυφή του λόφου.

Ο Carlino παραδέχθηκε πως μεγάλη πηγή έμπνευσης αποτέλεσε και το βιβλίο του Sam Walters για τα σπίτια του Λος Άντζελες από το 1920 εως το 1935, ιδιαίτερα για την απεικόνιση χώρων με αρχιτεκτονικό στυλ Ισπανικού τύπου. Επεδίωξαν να μεταδώσουν την κομψότητα του Jack με κάθε λεπτομέρεια καθώς το κτήμα ταίριαζε απόλυτα στην κλίμακα και το στυλ που οραματίστηκαν για τον χαρακτήρα του ο οποίος διέπετέ από πλούτο και φινέτσα. Το εσωτερικό στολίστηκε με ειδικά κατασκευασμένες ρέπλικες και έπιπλα, προσθέτοντας ένα στρώμα αυθεντικότητας με κομμάτια αντίκες που θα μπορούσαν να έχουν συλλεχθεί σχολαστικά από τα ευρωπαϊκά ταξίδια του Jack.

Ένας άλλος χώρος με σύντομο που δεν εμφανίζεται για πολύ στην ταινία αλλά είναι κομβική η παρουσία του, τόσο για την εξέλιξη της πλοκής αλλά και λόγω της υπόστασης του χαρακτήρα, είναι το γραφείο της Elinor St John (Jean Smart). Ήταν επιτακτική ανάγκη για την κοσμικογράφο να βρίσκεται τυλιγμένη στην πολυτέλεια, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιότητα της, το πως συνδυάζεται με ανθρώπους όπως οι Χερστ αλλά και την σημαντική επιρροή που κατέχει στον κύκλο της ελίτ του Χόλυγουντ, ικανή να βοηθήσει ή να καταστρέψει καριέρες ηθοποιών και στελεχών.

Ως κατοικία αλλά και χώρος εργασίας της επιλέχθηκε το The Castle Green, ένα ξενοδοχείο βικτωριανής εποχής που χτίστηκε το 1898 στην Pasadena. H Martin επιμελήθηκε σχολαστικά τα δωμάτια, επιλέγοντας μια χρωματική παλέτα που θυμίζει κάτι από χρυσή εποχή, με έντονες αποχρώσεις σε βαθύ κόκκινο και μπορντό. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1920, άτομα που είχαν τα μέσα αλλά και την οικονομική ευχέρεια στρατολόγησαν αρχιτέκτονες και σχεδιαστές για να επιμεληθούν τους χώρους τους. Έτσι αποκτούσαν έπιπλα, έργα τέχνης και αξεσουάρ απ’ όλον τον κόσμο, ενσωματώνοντας τα εκλεπτυσμένα γούστα και τις κοσμικές γνώσεις τους. Στην περίπτωση της Elinor, οι συλλογές της αντικατοπτρίζουν την βαθιά της διάνοια και την αδηφάγα όρεξη της για λογοτεχνία, καθιερώνοντας την ως γυναίκα ιδιαίτερης πολυμάθειας και πολιτισμικής πολυπλοκότητας.

Αργά στο Babylon παρουσιάζεται ένας από τους πιο συναρπαστικούς -και τρομακτικούς- χαρακτήρες του. Ο James McKey (Tobey Maguire) είναι ένας ανατριχιαστικός αλλά πλούσιος και ισχυρός άρχοντας του εγκλήματος του οποίου το περιβάλλον είναι ανάλογα πλούσιο και παράξενο. Το σπίτι του εμπνεύστηκε από τον Κήπο του Αλλάχ, ένα δημοφιλές ξενοδοχείο στο Χόλυγουντ της εποχής. Όπως είπε και η Martin, “Μεταμορφώσαμε αυτόν τον υπαίθριο κλιμακωτό κήπο σε ένα μαυριτανικό άντρο οπίου, γεμίζοντάς τον με μαροκινές αντίκες και κεριά – και πολλά χαλιά και μαξιλάρια”. Το σετ χτίστηκε στο Wattles Mansion, μια ιστορική ιδιοκτησία που η Martin συνήθιζε να κάνει τζόκινγκ καθημερινά χωρίς να συνειδητοποιεί ότι ήταν εκεί μέχρι που το επεσήμανε ο διευθυντής τοποθεσίας Chris Baugh. “Είναι πολύ εντυπωσιακό πώς το Λος Άντζελες έχει πάντα αυτά τα κρυμμένα πετράδια” παραδέχθηκε η ίδια κατά το press tour της ταινίας το 2022. «Είναι μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις και οι μεγαλύτερες προκλήσεις του να κάνεις αυτά τα κομμάτια εποχής – το να ψάχνεις μέρη που δεν έχουν ανακαινιστεί ολοσχερώς ή παραμένουν μερικώς ανέπαφα».

Το Babylon είναι ένα έργο ιδιαίτερο ως προς κάθε του πτυχή. Ενός σκηνοθέτη που αγαπά το σινεμά και όλα τα επιμέρους στοιχεία του με τρόπο παντοτινό. Αγαπά τις ταινίες που μένουν και σέβεται τις μνήμες και τις δουλειές των ανθρώπων που τις κρατούν «ζωντανές». Μια ταινία για την μαγεία του σινεμά, αυτού του υπέροχου χάους που ξεπερνά ακόμα και τη ζωή την ίδια και τη σημασία της. Όσο Grand και να είναι!

 

Related stories

Ραντεβού στα λουλουδάδικα: Σε αυτή τη γειτονιά, είναι όλα ανθισμένα

γράφει η Έλλη Πελίτη/ Φωτογραφίες: Μαρία Ευσταθιάδου "Κρύβομαι μες στο...

Οι αρχιτέκτονες της πόλης στον Εξώστη | Στέφανος Σκαρλακίδης

Κάθε βδομάδα φιλοξενούμε στον Εξώστη αρχιτέκτονες της πόλης και...

Το Challengers αποτελεί την καλύτερη επιλογή στις αίθουσες αυτή την περίοδο που διανύουμε

γράφει ο Γιώργος Δημητρόπουλος CHALLENGERS (2024) του Λούκα Γκουαντανίνο Διάρκεια: 132’ Η...

Αφιερώματα στον Ελληνικό Κινηματογράφο

γράφει η Γεωργία Αρχοντή Με αφορμή τοπικές προβολές και αφιερώματα,...

Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου “Ίρις” 2024 – Οι Υποψηφιότητες

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ανακοινώθηκαν χθες, οι υποψηφιότητες για τα...