HomeInterviews​Φώτης Σιώτας: Ένας αεικίνητος καλλιτέχνης

​Φώτης Σιώτας: Ένας αεικίνητος καλλιτέχνης

του Γιάννη Σιφνιού

Ο Φώτης Σιώτας είναι ένας μουσικός που βιώνει στο έπακρο το ταξίδι του. Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, έχει διανύσει χιλιόμετρα – κυριολεκτικά και μεταφορικά – στον χώρο. Η πορεία του έχει πολλούς και ετερόκλητους σταθμούς. Από το ωδείο στη Θεσσαλονίκη, τις πρώτες αναζητήσεις γύρω από το βιολί και το ξεκίνημα στα μουσικά γκρουπ της πόλης, μέχρι τις συναυλίες δίπλα σε Σωκράτη Μάλαμα & Θανάση Παπακωνσταντίνου ως βιολιστής, τις πολυάριθμες δισκογραφικές ηχογραφήσεις, τις δικές του συνθέσεις και – τα τελευταία χρόνια – τη στροφή στο πεδίο της τραγουδοποιίας και της ερμηνείας, ο Φώτης Σιώτας αποδεικνύει πως η Ιθάκη του μπορεί για την ώρα να περιμένει. Ή πιθανώς την έχει βρει μέσα στο ίδιο του το ταξίδι.

Φώτη μίλησέ μου για τη σχέση σου με τη Θεσσαλονίκη

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, στο Ντεπώ. Πήγαινα εκεί σχολείο. Επειδή ο πατέρας μου ήταν στο στρατό, είχα λείψει κάποια χρόνια σε άλλες πόλεις, στα χρόνια του Γυμνασίου, απλά στο Λύκειο ξαναγύρισα στην πόλη και πήγα σχολείο στην Ανθέων.

Άρα το ξεκίνημά σου στη μουσική το έκανες επίσης εδώ!

Ναι όλα εδώ. Στην Αγία Τριάδα την παιδική τη χορωδία στο Φάληρο και μετά έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο κρατικό ωδείο κάπου το 1983.

Η οικογένειά σου είχε σχέση με τη μουσική;

Όχι οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με τη μουσική, ήταν όμως μερακλήδες, υποστηρικτικοί. Τους άρεσε η τάση που είχα και έτσι με πήγαν σε μια συναυλία της περίφημης παιδικής χορωδίας της Αγίας Τριάδας, όπου γνώρισα και τον μαέστρο και ήμουν τότε σε ηλικία μόλις 5 χρονών. Κάπως έτσι μπήκα – μέσα από τις χορωδίες – στον κόσμο της μουσικής. Και από τότε συνέχισα στην πόλη μέχρι και 32 ετών.

 

Πολλά τα χρόνια. Μετά το ωδείο και τις σπουδές σου, ποια ήταν τα πρώτα βήματα;

Τέλειωσα το κρατικό ωδείο και μετά άρχισα τις πρώτες συνεργασίες. Συμμετείχα σε ένα γκρουπάκι που λεγόταν Οι Ποδηλάτες και παίζαμε με τον Μανώλη τον Φάμελλο. Ύστερα έκανα μια άλλη μπάντα τους Ευοί Ευάν, έπαιξα με τους Boomstate, γνώρισα και έπαιξα με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου το 1993. Σε όλες αυτές τις παράλληλες μουσικές δράσεις συμμετείχα κυρίως ως βιολιστής.

Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Σήμερα θα έλεγες ότι ταυτίζεσαι περισσότερο με την ιδιότητα του βιολιστή ή του ερμηνευτή; Πώς εναλλάσσονται μέσα σου;

Αυτό είναι καλύτερα να το εξηγήσω εν συντομία μέσα σε όλη την εξέλιξή του. Ξεκίνησα στην πόλη ως βιολιστής, αλλά τότε με ενδιέφερε πιο πολύ να έχω τη χαρά σε παρέες μουσικές και γκρουπ. Μέσα από τις μπάντες άρχισα να φτιάχνω μια παλέτα ηχοχρωματική και δεξιοτήτων, γνωρίζοντας μουσικές άλλες. Όταν είσαι σε μια παρέα, είναι πιο εύκολο να γνωρίσεις διαφορετικά πράγματα, όλα μαζί τα μέλη της ομάδας προσεγγίζουν κάτι και είναι πολύ ευκολότερο από το να το κάνεις μοναχικά στο σπίτι. Εγώ ξεκίνησα ως οργανοπαίκτης, οπότε με ενδιέφερε πολύ ο χειρισμός του βιολιού μέσα σε διαφορετικές μουσικές – το ωδείο μου έδωσε τα κλασικά εφόδια αρχικά.

Τα υπόλοιπα είναι θέμα χειρισμού και του πώς θα προσεγγίσεις τις άλλες μουσικές, βάζοντας και το δικό σου τρόπο μέσα. Το βιολί άλλωστε είναι ένα όργανο που υπάρχει σε πολλές μουσικές και με ενδιέφερε να το δω όλο αυτό. Και το φολκ τραγούδι που παίζαμε το ιρλανδέζικο ή το φιντλ αμερικάνικο με τους Ποδηλάτες ή αργότερα μετά σε πιο πειραματικά πράγματα που έπαιξα με πετάλια και λούπες – που παίζω ακόμα και τώρα – κι έπειτα ασχολήθηκα με τα ρεμπέτικα τραγούδια γιατί έπαιξα στην Όμορφη Νύχτα, το μαγαζί των αδερφών Χουλιάρα κάποια χρόνια. Πέρασα λοιπόν μια περίοδο της οργανοπαιξίας και μετά ουσιαστικά άρχισα να ασχολούμαι με τη σύνθεση τη μουσική. Πέρασα μια περίοδο από το 2004 μέχρι το 2015 που ασχολήθηκα πιο πολύ με τη μουσική και όχι με το τραγούδι. Έκανα ένα ντουέτο – το Sancho 003 – με τον Κώστα τον Παντέλη, βγάζοντας 2 δίσκους και κάνοντας πολλές δουλειές για χορό και θέατρο, στο οποίο δουλεύω μέχρι τώρα.

Αυτά λοιπόν ως το 2015. Έπειτα;

Από το 2015 και μετά άρχισα να ασχολούμαι με τη φόρμα του τραγουδιού, από τους Σωτήρες και μετά δηλαδή. Η παρουσία μου σε ομάδες με βοήθησε και με ξεθάρρεψε. Γνώρισα τη μουσική και μετά είχα τη διάθεση να σκαρώσω και δικές μου μουσικές και πράγματα πιο πειραματικά. Από το 2015 και μετά γεννήθηκε μια ανάγκη, κάπως χτύπησε και η ρίζα, οπότε άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική την παλιά που έχουμε και να βλέπω λίγο τον πυρήνα του τι είναι το ελληνικό τραγούδι και από πού ξεκινάει. Από το δημοτικό, το ρεμπέτικο, από το αστικό τραγούδι, το λαϊκό τραγούδι και πώς αυτό εξελίσσεται μέχρι σήμερα. Προσπαθούσα να φτιάξω κομμάτια σε φόρμα, οπότε οι τελευταίοι δύο δίσκοι που έκανα με τον Θοδωρή Γκόνη είναι αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας.

Κεφάλαιο Θοδωρής Γκόνης. Πώς ακριβώς ξεκίνησε η στενή σας συνεργασία;

Τον Θοδωρή τον είχα γνωρίσει μέσ’ από το θέατρο, όταν έκανα κάποιες δουλειές για θέατρο και συγκεκριμένα για την ομάδα χορού τους Sinequanon με την οποία είχα μόνιμη συνεργασία.

Ο Θοδωρής λοιπόν μας είχε καλέσει στην Καβάλα στο Φεστιβάλ των Φιλίππων κι εκεί γνωριστήκαμε. Ήταν διευθυντής εκεί τότε, οπότε μας φιλοξενούσε ουσιαστικά στο θέατρο. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και όταν μετά από χρόνια σκέφτηκα ότι θέλω να γράψω τραγούδια, τον πήρα τηλέφωνο και του είπα την ιδέα μου. Η πρώτη μου ιδέα ήταν να κάνω ένα δίσκο με λαϊκή ορχήστρα και ορχήστρα εγχόρδων μαζί. Αυτός ο δίσκος λοιπόν ήταν ο πρώτος μας με τίτλο Τα δεύτερα γιατί κουράστηκαν τα πρώτα το 2019. Σε αυτό τον δίσκο κύρια ερμηνεύτρια ήταν η Ιουλία Καραπατάκη.

Ισχύει αυτό που διάβασα κάπου ότι έγραψες τον δίσκο με ζωντανή ορχήστρα;

Ισχύει ναι, ζωντανά, με 25 άτομα. Ήθελα πολύ να το κάνω αυτό, μου άρεσαν οι παλιές ηχογραφήσεις πολύ και έτσι κάναμε πρόβες πριν και one take ηχογράφηση. Αυτό σου δίνει έναν αέρα που δεν σου τη δίνει το άλλο (
εννοεί η συμβατική ηχογράφηση στο στούντιο). Το αψεγάδιαστο έχει μια υστερία, που δεν την ήθελα.

Παρότι ωστόσο ως βιολιστής έχεις παίξει με τον σημερινό τρόπο, τον αψεγάδιαστο των στούντιο, σε πάρα πολλούς δίσκους…

Ναι έχω παίξει σε πάνω από 150 δίσκους, αλλά αυτό ήθελα να το κάνω με αυτό τον τρόπο. Άκουγα παλιές ορχήστρες της Αργεντινής, άκουγα έργα όπως το Buena Vista ή άκουγα τα έργα που είχε κάνει ο Gil Evans με τον Miles Davis, όπως το Sketches of Spain κι έλεγα ότι θα κάνω έναν δίσκο τέτοιο, ο οποίος θα παίζει ζωντανά, ή όπως το Χαμόγελο της Τζοκόντας – χωρίς να εννοώ την καλλιτεχνική αξία – αλλά μαγεύτηκα από αυτό τον ήχο και ήθελα να το προσεγγίσω με αυτό τον τρόπο. Και βγήκε το αποτέλεσμα με τη βοήθεια και των πολύ καλών συνεργατών μουσικών.

Ακούγοντας τα δύο singles που κυκλοφόρησες μέσα στη χρονιά, τα Ξεχασμένα Δάκρυα και το Ράγισμα διαπίστωσα μια πιο ανάλαφρη και θετική διάθεση. Ήταν αποτέλεσμα αντίδρασης απέναντι στον ζόφο που βιώνουμε με την πανδημία;

Τα δύο αυτά τραγούδια είναι μέρος του δίσκου Δύο Λάθη που θα βγει αρχές Φεβρουαρίου με τη United We Fly σε μουσική δική μου και στίχους Θοδωρή Γκόνη. Ο δίσκος περιέχει κομμάτια που έκανα κατά την περίοδο της καραντίνας, στον εγκλεισμό και είχα πραγματικά μια ανάγκη να κάνω κάτι πιο φωτεινό. Παίζοντας την κιθάρα άρχισαν να μου βγαίνουν μοτίβα πιο ματζόρε. Άρχισα να ακούω πράγματα και από μουσικές της Αφρικής ή φολκ τραγουδοποιία της δεκαετίας του ’70 όπως Nick Drake, προσέγγισα το υλικό της Αρλέτας όπως δεν το είχα κάνει πιο πριν και άρχισα να ακούω πράγματα πιο φωτεινά, είχα μια τέτοια διάθεση. Έκανα έτσι αυτά τα κομμάτια και τα έφερα ερμηνευτικά κοντά σ’ εμένα κι έτσι τραγουδάω εγώ στον δίσκο, εκτός από ένα που το τραγουδάει η Μάρθα Φριντζήλα.

Ερμηνευτικά πάντως η φωνή σου στα δύο τραγούδια που προαναφέραμε δένει εξαιρετικά. Με βάση όμως τον προηγούμενο δίσκο σου, διατηρείς επαφή και με το λαϊκό τραγούδι. Αλήθεια, ποια η σχέση σου με το είδος αυτό;

Σαν τραγουδιστής νιώθω ότι έχω έφεση περισσότερο προς το δημοτικό τραγούδι. Θεωρώ όμως πως είτε τις λαϊκές είτε τις παραδοσιακές μουσικές, για να τις προσεγγίσεις πρέπει να πας πάνω στα χνάρια τους. Στο λαϊκό τραγούδι κατά καιρούς εστιάζω αλλά περισσότερο μπαίνω και βγαίνω, το βλέπω μέσα από ένα δικό μου πρίσμα. Τραγουδιστικά μου αρέσουν πάρα πολλοί δημοτικοί τραγουδιστές, αλλά από την άλλη μου αρέσει πολύ το πώς τραγουδάει ας πούμε ο Chet Baker ο τρομπετίστας. Μου αρέσει το πώς τραγουδάει η Γαλάνη που δεν είναι λαϊκή τραγουδίστρια. Κάπως έτσι τοποθετώ τον εαυτό μου. Στα Δεύτερα που αναφέρεις μπήκα πιο επικουρικά ως ερμηνευτής.

Δημιουργικά τι σε κινητοποιεί;

Με τη σύνθεση ασχολήθηκα σε μεγάλη ηλικία. Ήμουν εδώ στην πόλη την εποχή του Μύλου, με τους Ποδηλάτες ήμουν ένα πιτσιρίκι που δεν ήξερα αν θα ασχοληθώ με τη μουσική. Μου άρεσε η μουσική πάρα πολύ αλλά δεν ήμουν ακόμη σίγουρος. Αυτό άλλαξε όταν άρχισα να μπαίνω σε παρέες και να παίζω και ξαφνικά όλο αυτό έγινε βιοπορισμός. Αλλά η συνειδητοποίηση ήρθε όταν παίζαμε για παράδειγμα στον Μύλο με τέλεια μηχανήματα, εκεί που έπαιζαν τις προηγούμενες μέρες οι Walkabouts, οι Tindersticks, ο Cave ή οι Blues Wire μια εμβληματική μπάντα της πόλης. Παίζαμε δηλαδή στον χώρο που έπαιζαν προηγουμένως τέτοια ονόματα. Από εκεί και πέρα γνώρισα τον Θανάση και τον Σωκράτη, μπήκα στις ορχήστρες τους και είπα θα ασχοληθώ με αυτό. Με τη σύνθεση άρχισα ουσιαστικά να ασχολούμαι μετά τα 30 μου.

Ποιες ήταν οι βασικές επιρροές σου όταν ξεκίνησες να παίζεις μουσική;

Η κλασική μουσική ήταν μια αρχική σημαντική επιρροή. Επίσης το ρεμπέτικο που το γνώρισα, αλλά και όλη η μουσική της εφηβείας μου που ήταν πιο punk ροκ και πειραματική. Αν μιλήσω όμως για μουσικές προσωπικότητες, ήταν ο Στάθης Κουκουλάρης, μεγάλος παραδοσιακός βιολιστής από τη Νάξο, το κουαρτέτο Kronos που μου άρεσαν πάρα πολύ όλες οι δουλειές τους και με επηρέασαν και ενορχηστρωτικά και μουσικά, είναι επίσης ο Αμερικάνος βιολιστής και τραγουδοποιός Andrew Bird, που έπαιζε και με τον Yo Yo Ma, έπαιζε και αυτός με λούπες και τραγουδούσε.

Γράφεις μουσική για θέατρο. Πώς είναι αυτή η διαδικασία;

Στο θέατρο είχα την τύχη να γνωρίσω τον Άρη Μπινιάρη, ο οποίος είχε ήδη χτίσει έναν τρόπο. Είχε φτιάξει κάποιες εξαιρετικές παραστάσεις όπως το Θείο Τραγί και Το 21 που βασίζονταν πάνω στη μουσικότητα και την παλμικότητα των φωνών των ηθοποιών. Μπαίνοντας κι εγώ έβαλα ένα πιο μουσικό στοιχείο μέσα σε αυτό και αυτή η γλώσσα που είχε ήδη ξεκινήσει συνέχισε να διαμορφώνεται και να εξελίσσεται.

Ήδη έχουμε κάνει 4 παραστάσεις την τελευταία 6ετία. Μέσα από αυτές τις συνεργασίες κατάλαβα τι σημαίνει δραματουργία και τι σημαίνει χτίζω έναν χαρακτήρα. Όλη αυτή η ίντριγκα, το πώς ο ηθοποιός χτίζει ένα ρόλο και τι βλέπουμε εμείς από ό,τι έχει χρησιμοποιήσει αυτός, ήταν μια φοβερή διαδικασία. Είχα και την εμπειρία να είμαι μέλος μιας μπάντας από παλιά, οπότε εντάχθηκα σε αυτή την ομάδα και είναι κάτι που μου αρέσει πάρα πολύ, γιατί είναι ομαδικό και παραμυθένιο. Θέλει πειθαρχία, αλλά θέλει και ελευθερία μεγάλη και ανατροπές. Είναι συναρπαστικό και με γοητεύει.

Έχεις γράψει πρόσφατα μουσική για κάποια παράσταση;

Ναι, έχω γράψει τη μουσική για τη Φάρμα των Ζώων του Εθνικού και για ένα έργο που είναι σε σκηνοθεσία του Γιάννη Στάνκογλου, το Killer Joe. Επίσης, στη δεύτερη θεατρική σεζόν, υπάρχουν κάποια σχέδια για μια συνεργασία με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο. 

Το τελευταίο σου εγχείρημα με κάποια ομάδα ήταν οι Σωτήρες το 2016. Τι θέλατε να δημιουργήσετε με αυτό το γκρουπ και γιατί το ονομάσατε έτσι;

Με τους Σωτήρες κάναμε κάτι πιο ομαδικό και σε συνθετικό επίπεδο. Γράφαμε όλοι. Ουσιαστικά θέλαμε να φτιάξουμε κάτι που να έχει σχέση με δικά μας ακούσματα αλλά με μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. Το όνομα του γκρουπ είναι εμπνευσμένο από όλη αυτή την περίοδο των μνημονίων, αλλά και από έναν γάτο, καθώς όταν γράφαμε τον δίσκο στην Κύπρο, ήταν εκεί ένας γάτος που τον έλεγαν Σωτήρη (γέλια).

Αν ερχόταν το τζίνι και σου έδινε την ευκαιρία να παίξεις με όποιον καλλιτέχνη επιθυμείς, έχεις κάποιο όνειρο;

Θα ήθελα πάντα να ήμουν μέλος μιας οποιασδήποτε ορχήστρας, παίζω και τρίγωνο σε μια ορχήστρα του David Byrne. Θαυμάζω όλο αυτό που έχτισε με τα φεστιβάλ και με τις συνεργασίες που έκανε. Όλο αυτό που λέμε global μουσική.

Πρόσφατα πήρες μέρος ως ερμηνευτής – μαζί με την Ελένη Τσαλιγοπούλου – στην παράσταση του Διονύση Σαββόπουλου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.Πώς προέκυψε αυτό;

Ο Σαββόπουλος είχε κάνει ένα πολύ ευρηματικό podcast μέσα στην καραντίνα για τα 200 χρονια ελληνικού τραγουδιού. Αυτό το μετέφερε και στη συγκεκριμένη παράσταση, στην οποία συμμετείχε μια εξαιρετική ορχήστρα νέων του Μεγάρου Θεσσαλονίκης, η MOYSA, νεανική ορχήστρα με γλυκό ήχο και μια καταπληκτική ισπανίδα μαέστρο, τη Safira, καθώς και το πολυφωνικό σχήμα ΔΙΩΝΗ. Έγινε λοιπόν η πρόταση και ήταν πολύ τιμητική για εμένα. Είχαμε γνωριστεί παλιότερα σε έναν δίσκο που είχε κάνει ο Διονύσης Σαββόπουλος με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, στον οποίο είχα τραγουδήσει και ήθελε να κάνουμε κάτι μαζί. Στην παράσταση αυτή λοιπόν, επειδή ήθελε να την κάνει στη Θεσσαλονίκη και ήθελε ανθρώπους που έχουν σχέση με την πόλη, με φώναξε και εμένα και την Ελένη την Τσαλιγοπούλου.

Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Ζιργκάνος

 

 

 

 

 

Related stories

Οι ταινίες της εβδομάδας 25.04-01.05.2024

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Η κατρακύλα στα εισιτήρια των κινηματογράφων...

Η Μαρίτα Καρυστηναίου δημιουργεί τα φωτιστικά των ονείρων σας

φωτογραφίες: Μαρία Ευσταθιάδου Η Decolight λειτουργεί από το 2010 και...

Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ, αναμνήσεις μιας άλλης ζωής

Ήταν μικρές κι αθώες κοπελούδες σαν ήρθανε απ’ την...

Κριτική Βιβλίου | Λίνα Φυτιλή «Χρυσός κήπος. Αλτίν μπαχτεσί».

γράφει ο Τάσος Γέροντας Λίνα Φυτιλή «Χρυσός κήπος. Αλτίν μπαχτεσί»....