HomeMind the artΒιβλίο«Εξαφανίστε τους ομοφυλόφιλους για να εξαφανιστεί και...

«Εξαφανίστε τους ομοφυλόφιλους για να εξαφανιστεί και ο φασισμός»*

Στη χώρα όπου την εξουσία ασκεί με επιτυχία το γενναίο προλεταριάτο, η ομοφυλοφιλία που διαφθείρει τη νεολαία αντιμετωπίζεται ως έγκλημα που χρήζει τιμωρίας, τη στιγμή που κάνει θραύση στην πολιτισμένη χώρα των ποιητών, των φιλοσόφων και των μουσικών [τη Γερμανία], όπου δεν αποτελεί παράπτωμα. Κυκλοφορεί μάλιστα και ένα σύνθημα που κρύβει πολύ σαρκασμό:


*Μαξίμ Γκόρκι (Πράβδα, φ. 23ης Μαΐου 1934)


Αυτή η απίστευτη φράση δεν διατυπώθηκε από κάποιον τυχαίο, αλλά από τον Πάπα της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας. Έτσι έχουν τα πράγματα. Αλλά από πού ξεκίνησαν όλα αυτά; Πώς συμβαίνει να διαβάζουμε σε αντιφασιστικές εφημερίδες το συνδυασμό των λέξεων «δολοφόνοι και παιδεραστές» σχεδόν τόσο συχνά όσο και στις φυλλάδες των Ναζί τον άλλο συνδυασμό που είναι «προδότες του λαού και Εβραίοι»; Η λέξη «παιδεραστής» χρησιμοποιείται ως βρισιά μόνο και μόνο επειδή λέγεται πως στις εθνικοσοσιαλιστικές ενώσεις υπάρχουν πολλοί που προτιμούν τα αγόρια από τις γυναίκες. Όλα αυτά άρχισαν με τον λανθασμένο και πρόστυχο πόλεμο εναντίον του λοχαγού Ρεμ. Τα ανόητα, συναισθηματικά γράμματα που είχε στείλει από τη Νότια Αμερική ήταν μια υπόθεση που αφορούσε την ιδιωτική του ζωή. Το ότι δημοσιεύτηκαν στον Τύπο ήταν μια πράξη κουτή, περιττή και χυδαία. Ναι, επρόκειτο για μια χυδαιότητα, που επιπλέον δεν είχε και κανένα αποτέλεσμα. Δεν κατάφερε να βλάψει ούτε στο ελάχιστο τον λοχαγό Ρεμ: εκείνοι που θα έπρεπε να στραφούν εναντίον του δεν πίστεψαν όλη την ιστορία ή δεν βρήκαν και τίποτα τρομερό σ’ αυτήν. Οι άλλοι που αγανάκτησαν μαζί του δεν τον συμπαθούσαν έτσι κι αλλιώς από πριν. Το γεγονός ότι τον είχε υπερασπιστεί ο Χίτλερ, που με καθαρά μικροαστικό τρόπο συνέχισε να καλύπτει τον «ένοχο», δημιούργησε για πρώτη και τελευταία φορά μια σχεδόν συμπαθητική εικόνα της μισητής κομπανίας. Ένας απλός πολίτης θα μπορούσε να σκεφτεί: «Αυτό είναι καλό. Ο Χίτλερ προστατεύει τον στρατιώτη του τώρα που οι εφημερίδες γράφουν τόσα κουτσομπολιά για την προσωπική του ζωή». Από την άλλη, βρίσκω απρεπές και άτοπο το ότι έντυπα που αυτοαποκαλούνταν «φιλελεύθερα» και «φωτισμένα» άρχισαν ξαφνικά να ωρύονται σαν υστερικές παπαδιές και να φωνάζουν: «Α τον παιδεραστή!».

Θυμάμαι πόσο απερίγραπτα γελοίο μού φάνηκε όταν μια βερολινέζικη εφημερίδα, που τη σύνταξή της αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά γνωστοί ομοφυλόφιλοι, δημοσίευε τίτλους γεμάτους ειρωνεία και αποτροπιασμό για την υπόθεση Ρεμ. Λες και το μόνο που είχαν εναντίον των Ναζί ήταν η ερωτική ζωή του παχύσαρκου λοχαγού. Όμως τα πάντα ήταν και είναι εναντίον τους, και υπέρ αυτών δεν μπορεί κανείς να αναφέρει το γεγονός ότι στο «θέμα ομοφυλοφιλία» ήταν συνεπείς και θαρραλέοι. Άλλωστε ο Χίτλερ κάλυπτε τον γερο-Ρεμ μόνο όσο καιρό τον χρειαζόταν. Όταν αποφάσισε να τον βγάλει από τη μέση, αυτό που πρόβαλε κυρίως ήταν οι σεξουαλικές του προτιμήσεις. Ξαφνικά ο Χίτλερ, όπως παλαιότερα και τα φιλελεύθερα φύλλα, είχε γίνει έξω φρενών. Ο δόκτωρ Γκέμπελς, μάλιστα, είπε πως έπαθε ναυτία. Αυτή την ίδια ναυτία νιώθουμε κι εμείς, όχι για το ίδιο το αντικείμενο, αλλά για την ξεδιάντροπη υποκρισία με την οποία έδειξαν όλοι αυτοί την αγανάκτησή τους. […] Εκείνο που έκανε τον Ρεμ πραγματικά αηδιαστικό δεν ήταν αυτό που του καταμαρτυρούσαν πρώτα ο αριστερός Τύπος και αργότερα ο Χίτλερ, αλλά το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα κυνικό, χοντροκομμένο καθίκι, όπως όλοι οι αρχηγοί των Ναζί. Αλλά ας αφήσουμε στην άκρη τον Ρεμ. Είναι βέβαια φυσικό να θυμώνουμε όταν ακούμε να λένε για κάποιον που προτιμά τους άνδρες από τις γυναίκες: Αυτός είναι σαν τον λοχαγό Ρεμ. Είναι σαν να λέμε για κάποιον που πάσχει από ραιβοποδία πως είναι σαν τον Γκέμπελς. Πως δηλαδή βρίσκεται στο ίδιο ηθικό επίπεδο μ’ εκείνον, τη στιγμή που μπορούμε να πούμε κατάμουτρα σε κάποιον γνωστό ψεύτη: «Λέτε ψέματα σχεδόν σαν τον Γερμανό υπουργό Προπαγάνδας». Με την ίδια λογική θα μπορούσε να πει κανείς για κάθε ομοφυλόφιλο πως έχει τις ίδιες προτιμήσεις με τον Σωκράτη και τον Λεονάρντο ντα Βίντσι – πράγμα που θα ήταν εξίσου ανόητο. Πιθανόν ο άνθρωπος αυτός με τις «ίδιες ερωτικές προτιμήσεις» να είναι ένας ικανός πολίτης, ένας εργάτης που κάνει καλά τη δουλειά του. Με άλλα λόγια, δεν είναι ούτε μεγαλοφυής ούτε κτήνος (ούτε Λεονάρντο ούτε Ρεμ). Ας το καταλάβουμε επιτέλους. Η ομοφυλοφιλία είναι μια μορφή έρωτα όπως και η καθιερωμένη: ούτε η καλύτερη ούτε η χειρότερη· με τις ίδιες δυνατότητες για πράγματα μεγαλειώδη, συγκινητικά, μελαγχολικά, γκροτέσκα ή χυδαία, όπως και ο έρωτας ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα. […] Καταβάλλεται η προσπάθεια να γίνει ο ομοφυλόφιλος αποδιοπομπαίος τράγος, ένα είδος «Εβραίου» των αντιφασιστών, και αυτό είναι αηδιαστικό. Όταν έχει κανείς τις ίδιες ερωτικές προτιμήσεις με μια ομάδα ληστών δεν σημαίνει πως και ο ίδιος είναι ληστής. Επισημαίνοντας αυτή την ολοφάνερη αλήθεια, δεν παραβιάζω ανοιχτές πόρτες. Από πολλές συζητήσεις που παρακολούθησα, καθώς και από την ανάγνωση ευτελών δημοσιευμάτων στον Τύπο, αποδεικνύεται πως μια τέτοια επισήμανση είναι, δυστυχώς, αναγκαία. Η ομοφυλοφιλία δεν πρέπει να «εξαφανιστεί».

Αυτά και πολλά άλλα έγραφε εν έτει 1934 ο γερμανός συγγραφέας Κλάους Μαν στο άρθρο του «Η Αριστερά και οι “διαστροφές”», που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Ευρωπαϊκά Τετράδια/Έκκληση (Πράγα, Δεκέμβριος 1934), ενώ η παρουσιαζόμενη μετάφραση βασίζεται σε χειρόγραφο που ανακαλύφτηκε στο αρχείο του συγγραφέα. Ο Κλάους Μαν (1906-1949), πρωτότοκος γιος του Τόμας Μαν και ανιψιός του Χάινριχ Μαν, άρχισε να γράφει νουβέλες από την εφηβεία του, καταπιάστηκε με το θέατρο και αφότου συμπλήρωσε τα τριάντα του χρόνια ξεκίνησε για να κάνει το γύρο του κόσμου. Δεν επέστρεψε στην πατρίδα του για όσο διάστημα διήρκεσε το ναζιστικό καθεστώς, το οποίο και πολέμησε μανιασμένα. Οι σοσιαλιστικές του ιδέες, το πάθος του για τα ναρκωτικά και η ομοφυλοφιλία του –την οποία ουδέποτε απέκρυψε ή καταπίεσε– συχνά τον οδηγούσαν σε τρομακτικά αδιέξοδα και σε συγκρούσεις με το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε. Αυτοκτόνησε στις Κάννες σε ηλικία σαράντα τριών ετών. Διασημότερο από τα μυθιστορήματά του είναι το «Μεφίστο» (1936), το οποίο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Ιστβάν Σαμπό με πρωταγωνιστή τον Κλάους Μαρία Μπραντάουερ (1981).

Related stories

Μεταξύ «συρμού» και αποβάθρας: Περιμένοντας τον άγγελο σαράντα χρόνια

Μεταξύ «συρμού» και αποβάθρας γράφει ο Άγγελος Μαλλίνης Ταξίδι στο κέντρο...

Η Δήμητρα έχει ένα από τα ομορφότερα καφέ της πόλης, μπροστά σε ένα από τα ομορφότερα μνημεία της Θεσσαλονίκης

συνέντευξη στη Μαρία Καρασπύρου Η Δήμητρα Γρηγοριάδου είναι η ιδιοκτήτρια...

Αποκάλυψη τώρα , το χάος γύρω από την παραγωγή του αντιπολεμικού έπους του Φρανσις Φορντ Κόπολα

γράφει η Φανή Εμμανουήλ Το βράδυ της Τετάρτης πραγματοποιήθηκε η...

Πού θα συναντηθούν πέντε επιτάφιοι για πρώτη φορά στα χρονικά, στην πόλη

Η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της θρησκευτικότητας και...

“Baby Reindeer” ή αλλιώς η πιο ειλικρινής σειρά για την κακοποίηση

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Σειρές και ταινίες που βασίζονται σε...