Δεν είμαι δα και τόσο αφελής να πιστεύω πως η ζωή θ’ αλλάξει την επομένη των εκλογών, ούτε ελπίζω σε ανάταξη της οικονομίας, σε αναδόμηση της κοινωνίας και αναβάθμιση της παιδείας — όπως τόσοι και τόσοι υπόσχονται.
Δεν αισιοδοξώ πως θα πάψουν να μασουλάνε με το στόμα ανοιχτό τσίχλες και να μιλάνε στο κινητό μέσα στα λεωφορεία οι Έλληνες που κατάγονται από Έλληνες και που οι παππούδες τους πολέμησαν υπέρ πίστεως και πατρίδος (ή κάτι τέτοιο). Δε θα γίνουν ευγενέστεροι οι αχρείοι ούτε και πιο εργατικοί οι αδιόριστοι της παραταϊσμένης απαισιοδοξίας.
Όχι, δεν υπάρχουν δουλειές, δεν υπάρχουν προοπτικές, δεν υπάρχει ερωτισμός, δεν υπάρχουν όνειρα, μα υπάρχουν, ναι, ματαιωμένα σχέδια και στριγκλιές για το πόσα (πόσα;) νησιά διαθέτει η αποπροσανατολισμένη αυτή χώρα, νησιά που σου υπερτιμολογούν τη διαμονή και πληρώνεις το καλαμάρι όσο αξίζει ένα εισιτήριο για τη Ρώμη. Υπάρχουν και κωμικά κομματικά σποτάκια αυτές τις ανοιξιάτικες μέρες, μπερδεμένα με τις μυρωδιές της αμυγδαλιάς που κρύβει καλά η πρασιά — όπως υπάρχουν και άνθρωποι που ζουν έξω στους δρόμους, με μοναδικό ταβάνι τους την κάτω πλευρά κάποιας γέφυρας.
Μας ξεπέρασε ο φόβος και μας μίκρυνε, μας λιγόστεψε καθώς περνούσε ο χειμώνας, και, τώρα που οι ζεστές νύχτες μάς θέλουν ελεύθερους κι ωραίους, εμείς δεν έχουμε να δώσουμε τίποτα παραπάνω από το λιμάνι μας προκειμένου να τελεστούν οι προεκλογικοί αγώνες.
(Κι έτσι όπως τους έβλεπα να συνωστίζονται στην προβλήτα με τις σημαίες στο χέρι, σκέφτηκα στιγμιαία τι ωραία που θα ήταν να επιβιβάζονταν στο πρώτο πλοίο της γραμμής. Αλλά δεν έχει πια πλοίο της γραμμής.
Δεν έχει πια πλοίο).