Τρόμου, ΗΠΑ/Αυστραλία, 2011, 99 λεπτά
Σκηνοθεσία: Τρόι Νίξυ
Παίζουν: Κέιτι Χολμς, Γκάι Πιρς, Μπέιλι Μάντισον
Η Σάλι μετακομίζει στην νεοαποκτηθείσα έπαυλη του πατέρα της, όπου προσπαθεί να πιάσει φιλία με τα μικροσκοπικά πλάσματα που ζουν φυλακισμένα στο υπόγειο. Όταν όμως τα ελευθερώνει, εκείνα δείχνουν το πραγματικό τους πρόσωπο.
Το Don’t be afraid of the Dark είναι remake του ομώνυμου τηλεοπτικό βρετανικού horror, που είχε κατατρομάξει τον παραγωγό και σεναριογράφο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, όταν ήταν μικρό παιδί. Παρά το cult status που το συνοδεύει, το φιλμ του ’73 είναι ένα στερεοτυπικό horror, ελάχιστα τρομακτικό, πλην όμως ατμοσφαιρικό. Τα ίδια περίπου ισχύουν και για το remake. Είναι συμβατικό, δεν είναι τρομακτικό, έχει όμως ατμόσφαιρα και 3 αγωνιώδη set-pieces (που πάντως είναι ως ένα βαθμό όμοια με τα αντίστοιχα του βρετανικού φιλμ).
Οι βασικές διαφορές σε σχέση με το πρωτότυπο είναι δύο. Η πρώτη ότι ο κεντρικός χαρακτήρας από ενήλικη γυναίκα γίνεται ανήλικο κορίτσι. Ένα κορίτσι παραμελημένο από τους γονείς του, που μετακομίζει στην έπαυλη του πατέρα του και της νέας συντρόφου του, με την τελευταία να είναι η μόνη που δείχνει ουσιαστικό ενδιαφέρον για αυτό. Έτσι εντάσσεται στο μίγμα και η σχέση θετής μάνας και κόρης, που δίνει μια συναισθηματική διάσταση στα δρώμενα.
Η δεύτερη είναι ότι τα σαδιστικά τερατάκια, κάτι κακομούτσουνα πλάσματα, που ξεπήδησαν από ταινία του Τζο Ντάντε, αποκτούν μια στοιχειωδώς πιο διευκρινισμένη ατζέντα, καθώς στο πρωτότυπο οι λόγοι, που έκαναν κακό στην ηρωίδα, παρέμεναν νεφελώδεις μέχρι το τέλος.
Αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με το καλοσχεδιασμένο ντεκόρ και την ζωηρή φωτογραφία, καθιστούν το συγκεκριμένο remake μια αναβαθμισμένη εκδοχή του original. Δηλαδή ένα αξιοπρεπέστατο, πλην σφόδρα οικείο φιλμ τρόμου. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.