Μυστηρίου, 2012, Γαλλία/Γερμανία, 100 λεπτά
Σκηνοθεσία: Μπράιαν Ντε Πάλμα
Παίζουν: Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, Νούμι Ράπας, Πωλ Άντερσον
Δύο γυναίκες, στελέχη μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, είναι συνεργάτιδες και ανταγωνίστριες ταυτόχρονα. Και η συνεργασία πηγαίνει περίπατο όταν ξεκινούν τις πράξεις αλληλοεξόντωσης, που ξεκινούν από “αθώα αστεία και καταλήγουν μέχρι τον φόνο.
Ο Ντε Πάλμα φρόντισε πολλές φορές μέσα στην καριέρα του, ίσως περισσότερο από κάθε άλλον σκηνοθέτη της γενιάς του, να υπενθυμίσει σε μας τους θεατές τον βασικό ρόλο που έχουμε σε μια κινηματογραφική προβολή. Ότι είμαστε ματάκηδες, κρυφοκοιτάζοντας σώματα και κρυφακούγοντας μυστικά. Αυτό του δίδαξαν οι πολλαπλές θεάσεις των ταινιών του Χίτσκοκ, που τόσο τον επηρέασαν και σχεδόν τον ανάγκασαν να αναμετρηθεί με τα εκφραστικά κινηματογραφικά μέσα, προκειμένου να βρει καινούριους, ευφάνταστους τρόπους εξαπατά τον ηδονοβλεψία θεατή, αφήνοντάς τον γοητευμένο στο τέλος παρά το γεγονός ότι την περισσότερη ώρα τον ξεγελούσε.
Αυτή η εμμονοληπτική ενασχόληση με την εξαπάτηση του στέρησε κάθε δικαίωμα αναγνώρισής του ως καινοτόμου (μια που η ιδέα αυτή ξεκινά σχεδόν με το ξεκίνημα του σινεμά), ενώ αντιθέτως αντιμετώπισε κατά καιρούς την κατηγορία του επαγγελματία αντιγραφέα, με τις σκηνές αναφοράς τού πρώτα στον Χίτσκοκ και αργότερα με τη διάσημη σκηνή από τις σκάλες του Θωρηκτού Ποτέμκιν στους Αδιάφθορους. Κατηγορίες εύκολες για κάποιον που γνωρίζει και αντιλαμβάνεται τις αναφορές, αλλά και απλοϊκές καθώς αποτελούν το ευανάγνωστο κομμάτι στο πως αντιλαμβάνεται το σινεμά ο Ντε Πάλμα. Ως μια ερωτική διαδικασία με το ίδιο το μέσο, με την καρδιά ενός (αιώνιου;) φοιτητή και την εμπειρία τόσων χρόνων πλέον που βλέπει γύρω του, μέσα και έξω από οθόνες, και προσπαθεί να ανασυνθέσει αυτά που βλέπει ως κάτι γοητευτικότερο – για τα δικά του μάτια πάντα.
Άλλωστε και εδώ βασίζεται σε μια γαλλική ταινία του 2010, την Αντίζηλο του Αλέν Κορνώ, φέρνοντάς την στα κατατόπια του. Αυτό που πετυχαίνει είναι μια χιουμοριστική σπουδή πάνω στην διαστρέβλωση της αλήθειας, με εργαλεία την τεχνολογία του σήμερα αλλά και ένα σκηνοθετικό κρεσέντο που ξεκινά από τη μέση της ταινίας και έπειτα όπου και ακροβατεί μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Δίνει στον θεατή την ψευδαίσθηση της γοητείας με το παραπάνω, όχι μόνο λόγω των γυναικών που ερωτοτροπούν αλλά με την χρήση των εντυπωσιακών μίνιμαλ χώρων στους οποίους διαδραματίζεται το φιλμ, την γνωστή στις ταινίες του σκηνοθέτη παράλληλη δράση σε δυο οθόνες (πάντα γυρισμένη έτσι ώστε να υπηρετεί το storytelling και όχι για εντυπωσιασμό), αλλά και την εκ νέου συνεργασία με τον Πίνο Ντονάτζιο στη μουσική, μετά από είκοσι χρόνια. Ίσως όλα αυτά να χάνουν τη λάμψη τους όταν ξανανοίξουν τα φώτα στην αίθουσα, τη στιγμή δηλαδή που από ματάκηδες επανερχόμαστε στην πραγματικότητα. Δε ξέρω όμως κατά πόσο απασχόλησε ποτέ τον Ντε Πάλμα αυτή η στιγμή, τουλάχιστον στις χιτσκοκικές στιγμές του.