Bookstand

Ο Ερρίκος Μπελιές μιλάει στο Bookstand για το ξεκίνημα του στην τέχνη της μετάφρασης και για όσα έχει μάθει γι’ αυτή μετά από εκατόν πενήντα και πλέον μεταφράσεις.

Όλοι ξεκινάμε ερασιτεχνικά. Δεν μπορείς να ξυπνήσεις ένα πρωί και να πεις «Θα μεταφράσω Τσέχωφ!». Αυτό προκύπτει τις πιο πολλές φορές κατά τύχη, όπως μ’ εμένα, που θήτευσα αρκετά χρόνια στην ποίηση, παράλληλα μεταφράζοντας πεζογραφήματα που μου είχαν προξενήσει το ενδιαφέρον. Η ενασχόλησή μου με τη θεατρική μετάφραση είχε ως αποτέλεσμα ν’ αφοσιωθώ σ’ αυτήν, αφήνοντας πίσω μου μεταφράσεις πεζογραφημάτων. Επίσης ένιωσα την ανάγκη να τυπώνω τις μεταφράσεις μου και να κρατάω τα ποιήματά μου κλειδωμένα στο συρτάρι μου. Σωστό ή λάθος δεν ξέρω, έτσι το ένιωσα κι έτσι έκανα.
Οριστική μετάφραση δεν υπάρχει, αφού η γλώσσα αλλάζει συνεχώς. Όταν παρέλθουν οι γενιές που μιλούσαν με συγκεκριμένο τρόπο, θα ξεπεραστούν και οι μεταφράσεις οι οποίες δεν «γερνάνε» ακριβώς, απλώς γίνονται γραφικές, αναποτελεσματικές ή ό,τι άλλο. Εκείνες που όχι μόνο γερνάνε, αλλά λιώνουν στο φέρετρό τους, είναι οι μεταφράσεις των κωμωδιών, διότι κάθε πολύ λίγα χρόνια διαφοροποιείται το γλωσσικό ιδίωμα του αστείου. Έτσι, εγώ έχω επανειλημμένα δουλέψει ξανά κωμωδίες, που και πάλι μετά ξανάγιναν ανενεργές. Άμα μια μετάφραση κωμωδίας είναι ευθύβολη σε μια συγκεκριμένη εποχή, πιάνει δηλαδή το σφυγμό και τη θερμοκρασία του κωμικού στοιχείου, αυτή θα καταστεί άχρηστη νωρίτερα από μια άλλη «συμβατική».
Εγώ χαίρομαι που καμιά μετάφρασή μου δεν έχει προσωπικό ύφος. Δουλειά μου είναι να υπηρετήσω τον συγγραφέα, που αυτός έχει προσωπικό ύφος, το οποίο εγώ καλούμαι να αναδείξω στη δική μου γλώσσα, προβαίνοντας ενδεχομένως σε γλωσσικές αντιστοιχίες. Η κάθε μετάφραση είναι ρόλος που έχει γραφτεί με ειδικό τρόπο από το συγγραφέα. Αλλιώς προσεγγίζεται γλωσσικά ο «Οιδίποδας» και αλλιώς ο «Αρχοντοχωριάτης». Το να «πειράξεις» λίγο ένα κείμενο δεν είναι κατακριτέο, εάν κάτι χρήζει περαιτέρω ερμηνείας, λόγω διαφοράς των πολιτισμικών δεδομένων στην ξένη γλώσσα και στη δική σου. Αλλά μέχρι εκεί. Το να πεις «βελτιώνω» ένα κείμενο το θεωρώ επηρμένη ύβρη.


Ο Librofilo γράφει για την ποιητική συλλογή του Λουίς Θερνούδα «Όκνος», εκδ. Ίκαρος.

Ο Λουίς Θερνούδα γεννήθηκε στη Σεβίλη το 1902 και πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1927. Ο εμφύλιος που ξεσπάει λίγα χρόνια αργότερα, η φτώχεια, η αριστερά που τον συγκινεί, η ομοφυλοφιλία που τον θέτει αυτόματα στο περιθώριο, τίποτα δεν τον κρατάει στη σπαρασσόμενη πατρίδα του. Φεύγει για τη Γλασκόβη. Στη Σκωτία που δεν θα αγαπήσει ποτέ του, το 1940, άρχισε να συνθέτει το «Όκνος» στηριγμένος σε αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη νεότητα στη Σεβίλη, «που τότε, συγκριτικά με τη ρυπαρότητα και την ασχήμια της Σκωτίας, του φαίνονταν άξιες γραπτής μνείας ενώ, ταυτόχρονα, μ’ αυτό τον τρόπο τις εξόρκιζε», όπως γράφει ο μεταφραστής στον πρόλογο του βιβλίου.
Το βιβλίο εκδίδεται το 1942 στην Οξφόρδη αλλά την οριστική του μορφή θα την πάρει με την τρίτη έκδοση πλέον τη δεκαετία του ’50, όταν ο Θερνούδα έχει εγκατασταθεί πια στο Μεξικό, όπου θα εκδώσει αρκετές άλλες συλλογές ποιημάτων σε πεζό λόγο, όλες θεωρούμενες από τη διεθνή κριτική ως αριστουργήματα. Πέθανε το 1963 στο Μεξικό.
Ποίηση σε πεζό γεμάτη μελαγχολία και λυρικότητα, όπου η κάθε λέξη «μετράει». Άψογο στυλ, ατμόσφαιρα, και ένας ιδιόμορφος αντιρομαντισμός – μια «αντικειμενική» θεώρηση/στάση ζωής, σαν να είναι άλλος ο δημιουργός και άλλο το δημιούργημα. Η δημιουργία alter-ego, του Αλβάνιο, σε κάποια από τα πεζοποιήματα και η χρήση του δεύτερου προσώπου τονίζουν αυτή την προοπτική της παρατήρησης του ποιητή απέναντι στο έργο του.
Η παιδική ηλικία που χάθηκε για πάντα, το πατρικό σπίτι-καταφύγιο, η Σεβίλη, οι έρωτες, η «μάσκα» που κάλυπτε τις ερωτικές του επιθυμίες, η ομορφιά που πέρασε από μπροστά του και χάθηκε, η μνήμη, η λήθη, η απελπισία, τα ξένα χώματα που είναι πάντα αφιλόξενα. Πράγματα και έννοιες που επανέρχονται συνεχώς στη θεματική του βιβλίου – κείμενα που θυμίζουν ημερολογιακές καταγραφές με λεπτομέρειες για σημεία της πατρικής εστίας, για πράγματα που χάθηκαν για πάντα. Απόλαυση ο «Όκνος», καταπληκτική η δουλειά του μεταφραστή Α. Κουτσουραδή, και ακόμα μεγαλύτερη ηδονή η γνωριμία με έναν συγκλονιστικό λογοτέχνη που δεν γνώριζες.

Related stories

Revisiting: La La Land (2016) του Damien Chazelle

Γράφει η Φανή Εμμανουήλ Κάθε φορά που ξαναβλέπω μια ταινία...

Το Φεστιβάλ Δάσους συνεχίζεται δυναμικά και τον Σεπτέμβριο

Το Φεστιβάλ Δάσους, το μεγάλο πολιτιστικό γεγονός της Θεσσαλονίκης, συνεχίζει για δέκατη...

Κινηματογράφος και αθλητισμός: 6 ταινίες για το Μπάσκετ

  Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ο Γιάννης Αντετοκούμπο είναι (μαζί με...

Το ‘ελληνικό Woodstock’ και ένα πάρτυ στη Βουλιαγμένη

Το πρωτοποριακό πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη, γνωστό...

3 Νέες ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες και η κορυφαία συνάντηση του Deadpool με τον Woolverin

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Με τις θερμοκρασίες να συνεχίζουν να...