HomeCinemaΚριτική ταινίαςKollektivet, του Thomas Vinterberg: Μία Αμυδρή Απογοήτευση...

Kollektivet, του Thomas Vinterberg: Μία Αμυδρή Απογοήτευση με Εξέχουσες Ερμηνείες

Το Kollektivet (Η Κομμούνα) καταφθάνει στις ελληνικές αίθουσες αφότου πραγματοποίησε την πρεμιέρα του σε ένα ομολογουμένως μέτριο διαγωνιστικό στο περυσινό Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου και απέσπασε την Αργυρή Άρκτο Καλύτερης Ηθοποιού για την Trine Dyrholm, αλλά και τα Βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου που του χάρισαν το Βραβείο Καλύτερου Μοντάζ, μαζί με άλλη μία υποψηφιότητα Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας.

Πολλά έχουν ειπωθεί για τον Thomas Vinterberg. Η καριέρα του Δανού δημιουργού μπορεί να χαρακτηριστεί άνιση, προσφέροντας στο κοινό διαμάντια όπως είναι το
The Hunt με τον Mads Mikkelsen σε μία από τις εξέχουσες ερμηνείες της καριέρας του (δικαίως υποψήφιο για Oscar καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 2014) και από την άλλη δοκιμάζοντας πράγματα τα οποία στην συνέχεια φανερώνεται πως δεν κατακτά. Γνωστός για το Dear Wendy, It's All About Love και το Das Fest, o συνιδρυτής του κινήματος Dogme 95 και χρόνιος φίλος και συνεργάτης του Lars von Trier, φαίνεται να είναι ένας από τους κύριους στύλους που κρατάνε το Δανέζικο σινεμά σε υψηλό επίπεδο.

Δεν είναι λοιπόν παράξενο πως όταν μάθαμε ότι θα κάνει ένα αμιγώς αυτοβιογραφικό έργο, οι προσδοκίες μας να ήταν υψηλές, όσο και η επιθυμία μας να το θαυμάσουμε.

Πρόκειται για μία ιστορία που μας επιστρέφει στην Δανία του '70, όπου μια ομάδα μεσήλικων οικογενειαρχών αποφασίζουν να συγκατοικήσουν σε ένα μεγάλο σπίτι, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος του Βιετνάμ. Ο Erik δουλεύει ως λέκτορας αρχιτεκτονικής, ενώ η γυναίκα του Anna είναι μία γνωστή παρουσιάστρια ειδήσεων. Όταν βρίσκονται κληρονόμοι ενός μεγάλου σπιτιού αποφασίζουν με προτροπή της γυναίκας του, να καλέσουν φίλους αλλά και αγνώστους προκειμένου να συγκατοικήσουν στο σπίτι. Η ομάδα παίρνει συλλογικές αποφάσεις και τα πράγματα κυλάνε ήρεμα μέχρι που ο Erik ερωτεύεται μία φοιτήτρια του και την φέρει στο σπίτι με προτροπή της γυναίκας του. Σταδιακά η συνύπαρξη θα σημάνει την καταστροφή. Στο μεταξύ η έφηβη κόρη του Erik και της Anna, παρατηρεί την κατάσταση ενώ ανακαλύπτει τον έρωτα και τον εαυτό της.

Ο Vinterberg φαίνεται να θέλει να σημάνει, με την αναφορά του πολέμου που πλέει στον αέρα, το τέλος του ρομαντισμού που έφεραν οι γενιές του '60. Οι βασικοί χαρακτήρες απομακρύνονται μεταξύ τους όταν μπαίνει στην μέση η προσωπική επιθυμία αλλά και η υπερβολική ανοχή που φθείρει εκ των έσω την ανθρώπινη ψυχή. Ο στόχος είναι ωραίος και το αποτέλεσμα θα μπορούσε πραγματικά να είναι κάτι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον αν το έργο δεν υπέκυπτε σε προβλήματα που το καθιστούν συνολικά βαρετό.

Στο έργο λείπει η πραγματικά οργανωμένη δομή αλλά και ένα ουσιαστικό μήνυμα. Παρότι ασχολείται με μία κατάσταση ευρέως διαδεδωμένη στις κοινωνίες του βορρά μέχρι και πρόσφατα, αδυνατεί να μας πει και να μας δείξει κάτι το πραγματικά νέο. Αγγίζει ένα ενδιαφέρον ζήτημα επιφανειακά και βεβιασμένα, χωρίς να μπορεί να επιλέξει την γραμμή που επιθυμεί να ακολουθήσει. Ο δημιουργός φαίνεται περισσότερο να θέλει να κάνει έναν απολογισμό της οικογένειας του σε συνδυασμό με την προσθήκη προσωπικών του αναμνήσεων, παρά να περάσει μία σταθερή γραμμή και να πει μία ιστορία.

Παρότι το έργο πλαισιώνεται από πολύ ωραία αισθητική και είναι τεχνικά άρτιο, κατέχει έναν ρυθμό άνισο που από την μία φαίνεται να βιάζεται να προχωρήσει η πλοκή, ωθώντας τους χαρακτήρες διαρκώς να παίρνουν καταλυτικές αποφάσεις χωρίς να αναλογιστούν με ρεαλιστικό τρόπο την βαρύτητα τους και από την άλλη διακόπτεται από στιγμιότυπα που προσπαθούν να μας κερδίσουν την προσοχή και να μας μεταφέρουν αποτυχημένα μία ψευδαίσθηση κοινής ευφορίας πριν την καταστροφή.

Αμάρτημα στο οποίο υποπίπτει τελευταία και ο Trier, είναι πως το έργο αποτελεί ένα αμάλγαμα ξαναχρησιμοποιημένων δυναμικών από παλαιότερα έργα του Vinterberg και επιφανειακής προσέγγισης σε αυτό που θέλει να πει. Τα θετικά και τα ποιητικά στιγμιότυπα είναι είτε εξιδανικευμένα και γυρισμένα με έναν ζαχαρωμένο τόνο που παραπέμπει σε μελόδραμα, είτε τα έχουμε ξαναδεί, δημιουργημένα με μακράν μεγαλύτερη μαεστρία σε παλαιότερα έργα του Vinterberg. Νιώθουμε ότι οφείλουμε να συγκινηθούμε, ενώ το σενάριο δεν έχει δουλευτεί αρκετά για να μας πείσει πως αυτό που βλέπουμε είναι αρκετά σημαντικό για να συναισθανθούμε τις χαρές και τις λύπες. Επίσης αρνητική επίδραση έχει το γεγονός ότι τα στιγμιότυπα στερούνται μέτρου και έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται παραπέμποντας σε σκηνοθετική τεμπελιά, ενός έμπειρου και ουσιαστικού σκηνοθέτη ο οποίος επαναπαύτηκε στις δυνατές στιγμές των περασμένων του έργων.

Χαρακτηριστικό που κατατρέχει τα περισσότερα έργα του Vinterberg είναι πως οι ιστορίες του έχουν την τάση να είναι είτε πολύ δυνατές όταν καταφέρνουν να είναι συμπαγείς, είτε αδύναμες όταν εκλείπει πραγματική εστίαση. Το Kollektivet μπαίνει στην δεύτερη κατηγορία. Φέρεται να θέλει να δείξει την κατάρρευση ενός ιδεολογικού πειράματος, την κατάρρευση της ουτοπικής κολεκτίβας στην οποία όλοι δουλεύουν για όλους και συμμετέχουν στα κοινά για να αποκαλύψει πως ένα τέτοιο πρότυπο κοντράρεται με τις ανθρώπινες αδυναμίες, ακόμη και ανάγκες.

Όμως καταλήγει, αντί να χρησιμοποιεί το ερωτικό τρίγωνο της οικογένειας ως μεταφορά για τον στόχο του, να εστιάζει αποκλειστικά σε αυτό παρακάμπτωντας την παρουσία της μικρής αυτής κοινωνίας σε σημείο να μην έχει τόση σημασία και να μην καταλαβαίνουμε γιατί βρίσκεται πραγματικά στο έργο.

Ο χαρακτήρας της Anna καταρρέει διότι έχει να αντιμετωπίσει τον ερχομό της ερωμένης του άνδρα της μέσα στο κοινό τους σπίτι. Πρόκειται για μία ιστορία που κάλλιστα θα μπορούσε να ειπωθεί χωρίς την παρουσία της κομμούνας και ελάχιστα στοιχεία θα άλλαζαν σε αυτήν. Συνεπώς δεν είναι η κομμούνα το πρόβλημα, της οποίας τα μέλη αγγίζουν τα στερεότυπα, ούτε η βάση του έργου, αλλά μία οικογενειακή κρίση που επέρχεται όταν ο άνδρας ερωτεύεται μία άλλη γυναίκα.

Μία άλλη αδυναμία του έργου βρίσκεται στις αψυχολόγητες αντιδράσεις των χαρακτήρων ακόμα και εντός της βασικής του ιστορίας. Οι αποφάσεις των βασικών ηρώων μπορούν να γίνονται κατανοητές μόνο αν τους δει κανείς υπό το πρίσμα της αφέλειας μίας συγκεκριμένης γενιάς. Ως ανεξάρτητοι χαρακτήρες όμως δεν είναι αρκετά καλά σκιαγραφημένοι ούτως ώστε να δικαιολογηθούν οι αποφάσεις και οι αντιδράσεις τους – ειδικά στην περίπτωση του πρωταγωνιστή, όπου δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποτέ τι σκέφτεται και πως πραγματικά αισθάνεται πέραν του διαρκούς εκνευρισμού. Αυτό σαν αποτέλεσμα έχει να απομακρυνόμαστε σαν θεατές μέχρι να χάσουμε οποιαδήποτε ταύτιση, διότι οι ρόλοι χάνουν σε πειστικότητα. Τους κρίνουμε, ελάχιστα τους συμπονούμε και ακόμα λιγότερο τους καταλαβαίνουμε.

Παρόλα αυτά η Trine Dyrholm άξιζε το Βραβείο Ερμηνείας της Berlinale αλλά και ο Ulrich Thomsen καταφέρνει να δώσει μία αρκετά δυνατή ερμηνεία, αφού κλήθηκαν και οι δύο να απεικονίσουν χαρακτήρες των οποίων οι αντιδράσεις αγγίζουν τα όρια του αψυχολόγητου. Οι ηθοποιοί καταφέρνουν να αποδώσουν τους ρόλους τους με φυσικότητα, αμεσότητα και δυναμισμό, παίρνοντας τις αδυναμίες του σεναρίου και δίνοντας σάρκα και οστά στα πρόσωπα του μέχρι το σημείο που αυτό ήταν δυνατό. Δεν μπορούν να σώσουν την ταινία αλλά σίγουρα προσφέρουν μία σωτήρια λέμβο.

Related stories

Η Δέσποινα και ο Κωνσταντίνος δημιουργούν χειροποίητα έπιπλα όπως τα έχετε ονειρευτεί

φωτογραφίες: Μαρία Ευσταθιάδου & Νίκη Οργιανέλη Γεννημένοι στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσαν...

Οι ταινίες της εβδομάδας 18.04-24.04.2024

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Απ’ το κακό στο χειρότερο τα...

Από τον ξυλόφουρνο στο Microbakery: Οι παλιές γενιές των φουρνάρηδων και το new age

Κείμενο: Δέσποινα Λαμπρίδου Η Θεσσαλονίκη είναι αναμφίβολα η πόλη που...