HomeNewsroomΑθηναϊκές Πινακίδες

Αθηναϊκές Πινακίδες

Κάθε εβδομάδα, ένας φίλος από την Αθήνα (διανοούμενος, πολιτικός, δημοσιογράφος, επιχειρηματίας, καλλιτέχνης…) γράφει ένα άρθρο για τον «Εξώστη»: αιχμηρό, πρωτότυπο, «λοξό». Σήμερα, η Μαρία Τσάκου

Βαδίζω πάντοτε βιαστικά, με το κεφάλι κάτω, τα μάτια καρφωμένα στα παπούτσια (τα γνωρίζω τόσο καλά πια, τόσο καλά, ξέρω κάθε λεκέ και ασπρίλα τους που απεχθάνομαι και που προδίδουν πως αφέθηκα, πως βαρέθηκα, πως δεν προσέχω πια τη λεπτομέρεια – που όχι, όχι, δεν είναι λεπτομέρεια, είναι το παν, είναι το παν, θα έπρεπε να είναι το παν).

Δεν κοιτώ γύρω. Ούτε τους ανθρώπους, μήτε τα μαγαζιά, ή τους δρόμους, τα αυτοκίνητα, σπάνια κοιτώ πια και τον ουρανό, τον ήλιο, τα σύννεφα, το μπλε χρώμα που λάτρευα, που λαχταρούσα πριν λίγα χρόνια, όταν δε ζούσα στην Αθήνα, όταν ζούσα στην πόλη που με ανθρώπεψε, που με σπούδασε στα όμορφά της πανεπιστήμια, τα ψηλά που έφταναν ώς τον ουρανό θαρρείς και που σε κυρίευαν. Κυρίευαν το πνεύμα σου, το βλέμμα σου με τους γοτθικούς ρυθμούς τους που κοίταζαν, που τεντώνονταν προς τα γκρίζα σύννεφα, για να σε βάλουν να γείρεις προς τα πίσω τον αυχένα, να τα χωρέσεις μες στη ματιά, να τα χωρέσει και να τ’ αντέξει η νεανική σου τόλμη, το θράσος σου, και για ν’ ανεβούν τα όνειρά σου μαζί τους ψηλά, να αναδυθούν στην επιφάνεια του εαυτού σου κι από κει να πετάξουν ελεύθερα στον ουρανό.

Έφυγα για εκεί μικρή, ήμουν «του σχολείου» ακόμη –συνειδητά θέλω να λέω, μα και μοιραία, είναι η αλήθεια–, κι έμεινα μόνη, πολύ μόνη, και μακριά από τη γλώσσα και τις συνήθειες που άφησα πίσω (σε κάθε περίπτωση, αυτό ήθελα, να χαθώ στην ανωνυμία, ανάμεσα σ’ αυτό το ξένο, κρύο πλήθος που κοίταζε τη δουλειά του κι όχι εμένα, κι όχι εσένα, με περιέργεια). Πήρα ό,τι μπορούσα να πάρω, τα τρύγησα όλα με βουλιμία, τα άφησα όλα στεγνά πριν γυρίσω – ή έτσι νόμιζα, έτσι ήθελα να νομίζω–, γιατί με τράβηξαν πίσω ανόητα πράγματα όπως ο ήλιος, το αίμα, η αγάπη κι ίσως κι ο έρωτας (δε θυμάμαι πια, ποιος θυμάται πια τίποτα παλιό και όμορφο και ανέμελο;).

Δε θυμάμαι πια, και θέλω τόσο να θυμηθώ, και θέλω τόσο να ξαναζήσω την αγάπη εκείνη που με γύρισε πίσω. Την ψάχνω απελπισμένα παντού: Παράπεσε στην άκρη του δρόμου ανάμεσα στα σκουπίδια, θάφτηκε κάτω απ’ τα γκράφιτι πάνω στους γκρίζους τοίχους, έσβησε σαν τα χαμόγελα πάνω στα θυμωμένα πρόσωπα, πνίγηκε μες στις φωνές των ανθρώπων που ζητούν, που δε συγχωρούν, που γυρεύουν εκδίκηση, γλίστρησε στο θυμό τον πηχτό, τον κόκκινο σαν αίμα που τρέχει φρέσκο, σίγησε ανάμεσα στα ερμητικά κλειστά αυτιά, χάθηκε στο φόβο, στο μίσος, χάθηκε στο μίσος.

Βαδίζω πάντοτε βιαστικά, με το κεφάλι κάτω, τα μάτια καρφωμένα στα παπούτσια – παρά τις άσπρες κηλίδες που απεχθάνομαι .Τις απεχθάνομαι λιγότερο απ’ την Αθήνα.

Η Μαρία Τσάκου είναι νομική σύμβουλος, επιχειρηματίας και Διευθύντρια του www.amagiradio.com.

Related stories