[ 1 ] Για την ελληνική νοσηρότητα, αυτό
που σε αηδιάζει (ή την ελληνική νόσο, αυτό που κολλάς από τον αέρα),
γράφω επί χρόνια, και γράφω ασταμάτητα (παλιότερα, και επί καιρό, δεν
έγραφα απλώς — αλλά ας μην ξανάρθουν αυτά στη ζωή μου, φτάνει), χωρίς
φυσικά να περιμένω ν’ αλλάξει ούτε ένα φύλλο την πορεία του από το κλαδί
στο χώμα (δε θα το ’κανα, δε θα έγραφα, αν πίστευα το αντίθετο, στο
λόγο μου), μα καμιά στιγμή λες πως δε χρειάζεται (ή απλώς έχεις άλλα
ντέρτια, ή απλώς σού αρέσει η ιδέα ενός στιλ, ή απλώς… αλλά καλύτερα να
μην ξέρεις), και τούτη εδώ είναι μια τέτοια, σήμερα που μιλώ από το πρωί
(και όχι το σημερινό πρωί, αλλά από το προπέρσινο) με δεκάδες ανθρώπους
και ακούω, μεταξύ άλλων, πόνους και καημούς, και θυμάμαι (κι αν το ’χω
ξαναπεί, δεν πειράζει, θα το πω διαφορετικά τώρα — κι άλλωστε όλες οι
ιστορίες μία είναι) τότε που δουλεύαμε με τον φίλο μου τον Γιώργο
πακετάδες σε μια πιτσαρία της Θεσσαλονίκης με ένα μηχανάκι, το
’85, και πηγαίναμε φυσικά τις μισές πίτσες κρύες (δεν είχε κουβούκλια
τότε, κράταγες ή έδενες το κουτί όπως μπορούσες), και ο κόσμος δεν είχε
λεφτά να δώσει πουρμπουάρ, και δεν έδινε, μα τρώγαμε βέβαια στο μαγαζί
πριν σχολάσουμε, αλλαντικά και κομμάτια έμενταλ, και καμιά φορά και
μακαρονάδες, πράγμα τελείως απαραίτητο και παραπάνω από ευπρόσδεκτο
γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τραφούμε, και οι πόροι μας δεν ήταν και για
φαγητό, και που μετά, πώς τα φέραμε έτσι τα πράγματα και βρεθήκαμε
εντελώς ξαφνικά να δουλεύουμε σ’ εκείνη την ταβέρνα στη Λέσβο, και όχι
πια σε αγροτικές εργασίες όπως κάναμε τα προηγούμενα χρόνια, από τα
δεκαεφτά μας και μετά, αλλά γκαρσόνια, δύο άνθρωποι για πενήντα τραπέζια
φουλ, που τα μεταφέραμε τα βράδια σε μιαν αλάνα κάμποσες δεκάδες μέτρα
παραπέρα, μαζί και τις καρέκλες, και τα δέναμε, τα ασφαλίζαμε, και τα
ξαναπηγαίναμε στη θέση τους το πρωί για να ξαναρχίσει η δουλειά, κι όλο
αυτό για το φόβο των Ελλήνων, και ήταν τα καθήκοντά μας προετοιμασία
φαγητών, φυσικά σερβιτοριλίκι, και πλύσιμο πιάτων, και
σκούπισμα-σφουγγάρισμα, και γέμισμα ψυγείων, και δε θυμάμαι τι άλλο, και
φορούσαμε και κάτι σαλβάρια τότε, κι είχε πλάκα, και πόναγε το δόντι
μου και το μπούκωνα με ντόπιο ούζο από το περίσσεμα των μπουκαλιών, και
κοιμόμασταν πάνω από το μαγαζί σ’ ένα πατάρι (εκεί όπου φυλούσε το
αφεντικό κάτι κάσες λαθραία ουίσκι), γιατί δε γινόταν αλλιώς εκείνο τον
καιρό, υπήρχε χρεία μεγάλη για την κάθε μια δραχμή, και πώς μετά από
λίγους μήνες φύγαμε από το νησί για την πρωτεύουσα, με τη χαρά του
μετανάστη στα μάτια και με τους μισθούς στην τσέπη και με μπόλικες
φιάλες στα σακίδια που τις είχαμε υπεξαιρέσει, κι ήταν ασήκωτα τα
σακίδιά μας και ντιντίνιζαν, και που τις χρησιμοποιούσαμε στην Αθήνα για
νοίκι σε όποιον μάς φιλοξενούσε γι’ από καμιά βραδιά, μέχρι που
τέλειωσαν ένα-ένα τα μπουκάλια (ήπιαμε κι εμείς κάτι λίγο) και δεν
ξέραμε τι να κάνουμε πια, κι αφού κοιμηθήκαμε από δω κι από κει
(καλύτερα να μην ξέρεις), νοικιάσαμε εκείνο το υπόγειο στη Φυλής και το
επιπλώσαμε με καρέκλες απαλλοτριωμένες από ένα παραγειτονικό
σουβλατζίδικο, και με κάτι στρώματα που, ας πούμε, βρέθηκαν από κάπου
(καλύτερα να μην ξέρεις), και πώς έτυχε μετά να βρούμε μεροκάματα σε
μακρινούς δήμους, και μαθαίναμε επ’ ευκαιρία και τους δρόμους καθώς
πηγαίναμε κι ερχόμασταν, και πώς τελικά βρέθηκα εγώ ψάχνοντας τις
Αγγελίες σε έναν εκδοτικό Οίκο που έψαχνε, λέει, μεταφραστές για
«αισθησιακά βιβλία», και που είπα στη διευθύντρια, που ήταν κολασμένα
ωραία, όταν με οδήγησαν στο γραφείο της, «Ξέρετε, μπορώ να σας γλιτώσω
από ένα σωρό λεφτά, από τα δικαιώματα, από τα μεταφραστικά, από τα
επιμελητικά, από τα διορθωτικά, από τα πάντα», κι εκείνη να μου λέει,
«Πώς;», κι εγώ να της απαντώ, «Θα… θα σας τα γράφω εγώ», και να μου
κάνει μετά, βγάζοντας τα γυαλιά και βάζοντάς τα στο στόμα και
υγραίνοντάς τα, «Ναι, αμέ, γιατί όχι», και πώς έτρεξα αμέσως και βρήκα
(καλύτερα να μην ξέρεις) ένα πάκο κόλλες αναφοράς, και δυο-τρία στιλό
μπικ (ούτε λόγος για γραφομηχανή), κι έκατσα κι έγραψα ένα «αισθησιακό
βιβλίο», 80.000 λέξεις μετρημένες με το μάτι, και της το πήγα την άλλη
βδομάδα, κι εκείνη να ’ναι ντυμένη ένα ταγιέρ απ’ αυτά που φορούσαν
τότε, σκέτο Καθαρτήριο, και να κάθομαι εγώ απ’ την άλλη μεριά του
γραφείου κι ο νους μου να τρέχει μια σ’ εκείνην και στις φλόγες και σ’
εκείνο το σαν αντρικό πουκάμισο που φορούσε, και μια στα μπισκότα
Μιράντα που έτρωγα τότε για να συντηρηθώ και που τα ’χα στην τσέπη (μα
αν μού ζήταγε, όλα θα της τα έδινα), και να την ακούω να ψιθυρίζει,
«Μμμ… τι λέτε εδώ;», κι εγώ να σπεύδω να δω πάνω από τον ώμο της και να
λέω, «Έεε… “τον υπάκουσε πειθήνια”, “στην κοκκινισμένη της επιδερμίδα”,
“το ασύλληπτο μέγεθός του”, “πλημμύρισε ολόκληρη”», και άλλα, και άλλα
(καλύτερα να μην ξέρεις), κι εκείνη να μου λέει γλείφοντας τα γυαλιά
της, «Δακτυλογραφήστε το και φέρτε τό μου ξανά, κύριε Αθανασιάδη, είμαι
σίγουρη πως μπορούμε να συνεργαστούμε, αλλά κάνετε πολύ άσχημα
γράμματα», και πώς έφυγα από κει και περπάτησα μιαν Αθήνα δρόμο γιατί
μέναμε αλλού ’ντ’ αλλού και δεν είχα για εισιτήριο, και πώς μετά έτρεξα
μασουλώντας εκείνα τα Μιράντα στο Πεδίον του Άρεως που είχε Φεστιβάλ
Βιβλίου και ρώτησα σε όλα τα περίπτερα για δουλειά (σε όλα:
ψυχαναγκαστικά) και βρήκα σε πάνω από δέκα, ίσως και σε περισσότερα, και
διάλεξα αυτό που μου παρείχε δικό μου γραφείο και είχε τις περισσότερες
φιλοδοξίες. [ 2 ] Ναι. Γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλ’ αυτά; Δεν ξέρω. Ίσως
να θέλω να πω απλώς πως, ναι μεν ο τομέας του αγίου Δημοσίου πνίγει και
σκοτώνει τον ιδιωτικό, αλλά κι απ’ αυτόν τον τελευταίο απολύονται πρώτοι
οι ατάλαντοι και (κυρίως) οι μη παραγωγικοί. Ίσως για να θυμίσω πως η
Κρίση είναι μία μακρά, και εν πολλοίς προσωπική ιστορία. [ 3 ]
Μα ίσως πάλι να τα λέω γιατί δεν την έχω ξεχάσει ποτέ μου. Ούτε, κατά
μία έννοια, έχω σταματήσει να την επιθυμώ. Όμως έκανα τόσο άσχημα
γράμματα.
που σε αηδιάζει (ή την ελληνική νόσο, αυτό που κολλάς από τον αέρα),
γράφω επί χρόνια, και γράφω ασταμάτητα (παλιότερα, και επί καιρό, δεν
έγραφα απλώς — αλλά ας μην ξανάρθουν αυτά στη ζωή μου, φτάνει), χωρίς
φυσικά να περιμένω ν’ αλλάξει ούτε ένα φύλλο την πορεία του από το κλαδί
στο χώμα (δε θα το ’κανα, δε θα έγραφα, αν πίστευα το αντίθετο, στο
λόγο μου), μα καμιά στιγμή λες πως δε χρειάζεται (ή απλώς έχεις άλλα
ντέρτια, ή απλώς σού αρέσει η ιδέα ενός στιλ, ή απλώς… αλλά καλύτερα να
μην ξέρεις), και τούτη εδώ είναι μια τέτοια, σήμερα που μιλώ από το πρωί
(και όχι το σημερινό πρωί, αλλά από το προπέρσινο) με δεκάδες ανθρώπους
και ακούω, μεταξύ άλλων, πόνους και καημούς, και θυμάμαι (κι αν το ’χω
ξαναπεί, δεν πειράζει, θα το πω διαφορετικά τώρα — κι άλλωστε όλες οι
ιστορίες μία είναι) τότε που δουλεύαμε με τον φίλο μου τον Γιώργο
πακετάδες σε μια πιτσαρία της Θεσσαλονίκης με ένα μηχανάκι, το
’85, και πηγαίναμε φυσικά τις μισές πίτσες κρύες (δεν είχε κουβούκλια
τότε, κράταγες ή έδενες το κουτί όπως μπορούσες), και ο κόσμος δεν είχε
λεφτά να δώσει πουρμπουάρ, και δεν έδινε, μα τρώγαμε βέβαια στο μαγαζί
πριν σχολάσουμε, αλλαντικά και κομμάτια έμενταλ, και καμιά φορά και
μακαρονάδες, πράγμα τελείως απαραίτητο και παραπάνω από ευπρόσδεκτο
γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τραφούμε, και οι πόροι μας δεν ήταν και για
φαγητό, και που μετά, πώς τα φέραμε έτσι τα πράγματα και βρεθήκαμε
εντελώς ξαφνικά να δουλεύουμε σ’ εκείνη την ταβέρνα στη Λέσβο, και όχι
πια σε αγροτικές εργασίες όπως κάναμε τα προηγούμενα χρόνια, από τα
δεκαεφτά μας και μετά, αλλά γκαρσόνια, δύο άνθρωποι για πενήντα τραπέζια
φουλ, που τα μεταφέραμε τα βράδια σε μιαν αλάνα κάμποσες δεκάδες μέτρα
παραπέρα, μαζί και τις καρέκλες, και τα δέναμε, τα ασφαλίζαμε, και τα
ξαναπηγαίναμε στη θέση τους το πρωί για να ξαναρχίσει η δουλειά, κι όλο
αυτό για το φόβο των Ελλήνων, και ήταν τα καθήκοντά μας προετοιμασία
φαγητών, φυσικά σερβιτοριλίκι, και πλύσιμο πιάτων, και
σκούπισμα-σφουγγάρισμα, και γέμισμα ψυγείων, και δε θυμάμαι τι άλλο, και
φορούσαμε και κάτι σαλβάρια τότε, κι είχε πλάκα, και πόναγε το δόντι
μου και το μπούκωνα με ντόπιο ούζο από το περίσσεμα των μπουκαλιών, και
κοιμόμασταν πάνω από το μαγαζί σ’ ένα πατάρι (εκεί όπου φυλούσε το
αφεντικό κάτι κάσες λαθραία ουίσκι), γιατί δε γινόταν αλλιώς εκείνο τον
καιρό, υπήρχε χρεία μεγάλη για την κάθε μια δραχμή, και πώς μετά από
λίγους μήνες φύγαμε από το νησί για την πρωτεύουσα, με τη χαρά του
μετανάστη στα μάτια και με τους μισθούς στην τσέπη και με μπόλικες
φιάλες στα σακίδια που τις είχαμε υπεξαιρέσει, κι ήταν ασήκωτα τα
σακίδιά μας και ντιντίνιζαν, και που τις χρησιμοποιούσαμε στην Αθήνα για
νοίκι σε όποιον μάς φιλοξενούσε γι’ από καμιά βραδιά, μέχρι που
τέλειωσαν ένα-ένα τα μπουκάλια (ήπιαμε κι εμείς κάτι λίγο) και δεν
ξέραμε τι να κάνουμε πια, κι αφού κοιμηθήκαμε από δω κι από κει
(καλύτερα να μην ξέρεις), νοικιάσαμε εκείνο το υπόγειο στη Φυλής και το
επιπλώσαμε με καρέκλες απαλλοτριωμένες από ένα παραγειτονικό
σουβλατζίδικο, και με κάτι στρώματα που, ας πούμε, βρέθηκαν από κάπου
(καλύτερα να μην ξέρεις), και πώς έτυχε μετά να βρούμε μεροκάματα σε
μακρινούς δήμους, και μαθαίναμε επ’ ευκαιρία και τους δρόμους καθώς
πηγαίναμε κι ερχόμασταν, και πώς τελικά βρέθηκα εγώ ψάχνοντας τις
Αγγελίες σε έναν εκδοτικό Οίκο που έψαχνε, λέει, μεταφραστές για
«αισθησιακά βιβλία», και που είπα στη διευθύντρια, που ήταν κολασμένα
ωραία, όταν με οδήγησαν στο γραφείο της, «Ξέρετε, μπορώ να σας γλιτώσω
από ένα σωρό λεφτά, από τα δικαιώματα, από τα μεταφραστικά, από τα
επιμελητικά, από τα διορθωτικά, από τα πάντα», κι εκείνη να μου λέει,
«Πώς;», κι εγώ να της απαντώ, «Θα… θα σας τα γράφω εγώ», και να μου
κάνει μετά, βγάζοντας τα γυαλιά και βάζοντάς τα στο στόμα και
υγραίνοντάς τα, «Ναι, αμέ, γιατί όχι», και πώς έτρεξα αμέσως και βρήκα
(καλύτερα να μην ξέρεις) ένα πάκο κόλλες αναφοράς, και δυο-τρία στιλό
μπικ (ούτε λόγος για γραφομηχανή), κι έκατσα κι έγραψα ένα «αισθησιακό
βιβλίο», 80.000 λέξεις μετρημένες με το μάτι, και της το πήγα την άλλη
βδομάδα, κι εκείνη να ’ναι ντυμένη ένα ταγιέρ απ’ αυτά που φορούσαν
τότε, σκέτο Καθαρτήριο, και να κάθομαι εγώ απ’ την άλλη μεριά του
γραφείου κι ο νους μου να τρέχει μια σ’ εκείνην και στις φλόγες και σ’
εκείνο το σαν αντρικό πουκάμισο που φορούσε, και μια στα μπισκότα
Μιράντα που έτρωγα τότε για να συντηρηθώ και που τα ’χα στην τσέπη (μα
αν μού ζήταγε, όλα θα της τα έδινα), και να την ακούω να ψιθυρίζει,
«Μμμ… τι λέτε εδώ;», κι εγώ να σπεύδω να δω πάνω από τον ώμο της και να
λέω, «Έεε… “τον υπάκουσε πειθήνια”, “στην κοκκινισμένη της επιδερμίδα”,
“το ασύλληπτο μέγεθός του”, “πλημμύρισε ολόκληρη”», και άλλα, και άλλα
(καλύτερα να μην ξέρεις), κι εκείνη να μου λέει γλείφοντας τα γυαλιά
της, «Δακτυλογραφήστε το και φέρτε τό μου ξανά, κύριε Αθανασιάδη, είμαι
σίγουρη πως μπορούμε να συνεργαστούμε, αλλά κάνετε πολύ άσχημα
γράμματα», και πώς έφυγα από κει και περπάτησα μιαν Αθήνα δρόμο γιατί
μέναμε αλλού ’ντ’ αλλού και δεν είχα για εισιτήριο, και πώς μετά έτρεξα
μασουλώντας εκείνα τα Μιράντα στο Πεδίον του Άρεως που είχε Φεστιβάλ
Βιβλίου και ρώτησα σε όλα τα περίπτερα για δουλειά (σε όλα:
ψυχαναγκαστικά) και βρήκα σε πάνω από δέκα, ίσως και σε περισσότερα, και
διάλεξα αυτό που μου παρείχε δικό μου γραφείο και είχε τις περισσότερες
φιλοδοξίες. [ 2 ] Ναι. Γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλ’ αυτά; Δεν ξέρω. Ίσως
να θέλω να πω απλώς πως, ναι μεν ο τομέας του αγίου Δημοσίου πνίγει και
σκοτώνει τον ιδιωτικό, αλλά κι απ’ αυτόν τον τελευταίο απολύονται πρώτοι
οι ατάλαντοι και (κυρίως) οι μη παραγωγικοί. Ίσως για να θυμίσω πως η
Κρίση είναι μία μακρά, και εν πολλοίς προσωπική ιστορία. [ 3 ]
Μα ίσως πάλι να τα λέω γιατί δεν την έχω ξεχάσει ποτέ μου. Ούτε, κατά
μία έννοια, έχω σταματήσει να την επιθυμώ. Όμως έκανα τόσο άσχημα
γράμματα.