AH HA

Ξένα χώματα, όλα τους. [ 1 ] Δε μπορώ παρά να σκέφτομαι διαρκώς (πολλά πράγματα σκέφτομαι διαρκώς, κι όλο τα ίδια και τα ίδια —θαρρώ το έχω ξαναπεί, ίσως και να το λέω πιο συχνά απ’ όσο θα ’πρεπε και να χάνω, έτσι, κατά δυστυχίαν μου, αναγνώστες, φίλους και Κύριος οίδεν τι άλλο—, και ως εκ τούτου δε μου φτάνει ο χώρος για πιο καινούργια, πιο καινοτόμα, πιο του συρμού, πιο —εντέλει— χαριτωμένα, πιο εμπορικά — κι εγώ είμαι του εμπορίου, δεν το κρύβω, είμαι της αγοράς), δε μπορώ, έλεγα, να μη σκέφτομαι, όλο, την ταυτολογία πως, για να πραγματοποιηθεί κάτι, πρέπει να είναι εφικτό. Επίσης όμως δε μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει πως, έτσι και δρούσαμε συλλήβδην βάσει αυτού τού σαφώς σπουδαίου και δίου κανόνα, που δικαίως-δικαιότατα επέχει θέσιν αξιώματος θύοντος στη Θεία ταυτοσημία, τούτη την αρχετυπική λίθινη άγκυρα, το αγκωνάρι αυτό, θα ντυνόμασταν ακόμη όλοι με ξασμένες γούνες και δορές — πράγμα μάλλον ενοχλητικό (όπως και οτιδήποτε παρόμοιο, κάθε ομογενοποίηση, κάθε εξίσωση, καθετί προκρούστειο και πολτώδες: παλιά, στον καιρό μου, το λέγαμε «συντηρητικό», «αντιδραστικό» κ.τ.π. — αλλά πολύ παλιά, οπότε ελάχιστοι πλέον το εννοούν) και, ορισμένως, άβολο — αν και, εδώ που τα λέμε, το μισό αισθητικό τουλάχιστον πρόβλημα θα αντισταθμιζόταν (ορισμένως, βέβαια: θα μεγεθυνόταν…) από το γεγονός ότι τα καλοκαίρια θα κυκλοφορούσαμε άπαντες γυμνοί (ή, έστω, μ’ εκείνες τις μακρόστενες λεπτές κολοκύθες ανάμεσα στα σκέλια οι επίσης μισοί — οι άρρενες, ναι;). Θα ήταν βέβαια καλό και θα βόλευε τους ομογάλακτους Φλίντστοουνς Ιωσήφ και Αδόλφο, που αρέσκονται φετιχιστικώ τω τρόπω
επειδή μπορεί να νοιαστεί) θα είχε χρεοκοπήσει άτακτα και φρικαλέα και με χωρίς γυρισμό προ πολλών ετών: οι ξένοι έβαλαν πλάτη για να αναπτυχθεί αυτό το πανηγυρτζήδικο κράτος, οι ξένοι το κράτησαν ζωντανό, οι ξένοι το αναβάθμισαν από ένα δοβλέτι-ρακοσυλλέκτη σε μια χώρα που μοίραζε (χάρη και μόνο στον κόπο των ξένων, μιας χούφτας επιχειρηματιών, και μιας μικρότερης χούφτας πολιτικών) χρήμα και κούρσες και πόρνες και ευμάρεια και σκυλάδικη τροφή στον καθένα: στον κάθε Έλληνα (συγχωρήστε με που χαμογελώ γράφοντάς τα αυτά) και στην κάθε Ελληνίδα. Αλλά είπαμε: δε θα πολυεπεκταθώ. [ 3 ] Κατ’ αυτά: να βομβαρδίσουμε πάραυτα όλες τις βρόμικες και (το λιγότερο) ύποπτες κουβέντες περί «Στρατοπέδων Συγκέντρωσης ο Άγιος Νεκτάριος», περί «Χώρων Φιλοξενίας», περί «Κέντρων Αγάπης του Γλυκύτατου Ξένου», και τα συναφή πορνοφληναφήματα. Κάθε κουβέντα που ξεκινά με την προϋπόθεση ότι «τούτα ’δώ τα χώματα είναι δικά μας και δε θέμε τούς ξένους», είναι αντεθνική και απεργάζεται το άμεσο κακό του τόπου — τόσο ξεκάθαρα. Πολεμήστε την. Είπαμε: για να πραγματοποιηθεί κάτι, πρέπει να φαίνεται [στα απλοϊκά, ανέκφραστα, γλαρά, γελαδίσια μάτια των πάρα-πάρα πολλών] ανέφικτο. Η Ελλάδα ΜΟΝΟ διά του πολλαπλασιασμού του πληθυσμού της ως εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη μπορεί να προκόψει και (ίσως… ίσως: που δε μπορεί πλέον, ένεκα οι Φλίντστοουνς Ιωσήφ και Αδόλφος) να σωθεί. Δηλαδή με ανθρώπους που θα ’ρθουν από έξω και θα προκόψουν εδώ. Αυτά. 🙂 [ 4 ] Δε θα επεκταθώ άλλο πάνω στο θέμα αυτό (δε θα μιλήσω καν για την πρόταση της Δράσης, την πιο σοβαρή και έλλογη

όλων),στις στολές (όσο πιο απλές, όσο πιο αρχετυπικά όμοιες και φαιές, τόσο πιο καλό για το Μεγάλο Όραμα της Ιερής Ομογενοποίησης, για τους Δίδυμους Πύργους του σκοταδισμού), αλλά όχι κοινωνίες sapiens-sapiens ανθρώπων — οι τελευταίες, εφόσον τέλος πάντων αποφασίσουμε να τους δώσουμε μια κάποια σημασία και να τους προσδώσουμε την όποια ευφυΐα κατόρθωσαν να προσποριστούν με το αργοκύλιστο πέρασμα των (ας μην κρυβόμαστε) βαρετών μέχρι θανάτου γενεών, θα το υπέμεναν ως αυτό ακριβώς που είναι (κυρίως, και πάντα, και διακαώς: κυνηγώντας, κάποιοι λίγα μέλη τους, το ανέφικτο): ως ενοχλητικό, ως άβολο, ως ζωώδες, ως ξένο — o altra cosa: θα ήταν καλό εδώ να το βαφτίσεις εσύ (αν έφτασες αισίως ώς εδώ — μα, αν έφτασες, και καθώς πλέον είμαστε μόνοι, πάμε παρακάτω). Αντιστρέφουμε λοιπόν το αξίωμα, παρακαλώ: για να πραγματοποιηθεί κάτι, πρέπει να φαίνεται [στα απλοϊκά, ανέκφραστα, γλαρά, γελαδίσια μάτια των πάρα-πάρα πολλών] ανέφικτο. [ 2 ] Τα προβλήματα (γιατί γι’ αυτό μιλάμε εδώ σήμερα: αν και μπορούσαμε να είχαμε επεκτείνει τη σκέψη μας σε πλείστα όσα θέματα) των κρατών που υποδέχονται μετανάστες, είτε ως χώρες-στόχοι είτε ως ενδιάμεσοι σταθμοί προς τις χώρες τελικού προορισμού (το δεύτερο ισχύει για το σουλτανάτο μας, και διόλου το πρώτο), είναι μεγάλα. Βέβαια, ωχριούν ως προς τα ευεργετήματα που απορρέουν από τη μετανάστευση: ωχριούν. (Ωχριούν και καταχλομιάζουν). Αλλ’ επειδή δεν είναι το θέμα μου αυτό, δε θα πολυεπεκταθώ στα τελευταία: άλλωστε, είναι γνωστά — χωρίς (για να μην πάμε μακριά) τους ξένους, η Ελλαδίτσα (για όποιον νοιάζεται
έχω περάσει δύο δεκαετίες παρέα του, και να με συμπαθάτε· αντιθέτως, θα κλείσω με μια σκηνή από ένα κείμενο που έτυχε να διαβάσω, απ’ αυτά που γράφονται για έναν κλειστό κύκλο ανθρώπων και χάνονται γρήγορα, και ξεχνιούνται (και, εν πολλοίς, καλά κάνουν). Διάβασα, λοιπόν, σ’ αυτό το κειμενάκι, στην ίσως φτιαχτή ιστοριούλα αυτή, μία ανάμεσα σε μπόλικες όχι όμοια ωραίες, πως ήταν, λέει, κάποιος που πέθαινε, και σκεφτόταν, καθώς ένιωθε να φεύγει σιγά-σιγά, τι διάολο αμαρτίες είχε κάνει και πώς θα του φερόταν ο Μεγάλος Αδερφός από την άλλη πάντα: και κατέληξε στο προφανές συμπέρασμα πως ήταν κατ’ ουσίαν αναμάρτητος. Και όχι μόνο: μια ζωή, από τότε που παντρεύτηκε στα είκοσί του, μισόν αιώνα πριν και παραπάνω, λαχτάραγε και λιμπιζόταν τη γειτόνισσα την κυρα-Λένη (τότε τη λέγανε Λενάκι, Ελενίτσα, Λενιώ: τέτοια), μα, ακριβώς για να μην αμαρτήσει (ή έστω: και για άλλους λόγους — μα δεν είναι θέμα), δεν έκανε και δεν είπε ποτέ του το παραμικρό. Και τι διάολο, δεν ήταν δα και για σκότωμα — σιγά πια, σιγά την αμαρτία! Έτσι, το σκέφτηκε και το ξανασκέφτηκε, και φώναξε να τον ακούσουν όλοι στο δωμάτιο: «Διώχτε τον παπά και σύρτε φωνάξτε το Λενιώ». Οι δικοί του τον άκουσαν (παράδοξο-ξεπαράδοξο για συγγενείς), κι έστειλαν να ’ρθει η κυρα-Λένη, που παραξενεύτηκε μεν, αλλά δεν αρνήθηκε. Έκατσε, λοιπόν, η γυναίκα κοντά στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου, κι εκείνος άπλωσε το χέρι, της έπιασε το γόνατο, της το ’σφιξε (το Λενιώ δεν κουνήθηκε, της άρεσε), του άρεσε κι αυτουνού, το χάρηκε, κοκάλωσε για μια στιγμή το χέρι του, και —ξέρεις— έφυγε αμαρτωλός, επιτέλους, μια στάλα· και ευτυχής. — Κυριάκος Αθανασιάδης.

Related stories

Αστικοί θρύλοι της Θεσσαλονίκης – Η Πανούκλα

γράφει η Μαρία Ράπτη Σαν ποντικός που πεινάει και που...

Έρχονται δύο νέα πάρκα τσέπης

Στη φύτευση 500 δέντρων στη νέα παραλία Θεσσαλονίκης προχωρά ο δήμος Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο...

Κλείνει ένα από τα πιο αγαπημένα μεζεδοπωλεία του κέντρου

Λατρεύτηκε από τις παρέες νέων κι όχι μόνο! Τα...

Οι ταινίες της εβδομάδας 28.03-03.04.2024

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Μεγάλη αύξηση στα εισιτήρια την εβδομάδα...