AH HA

Άγρια λόγια. [ 1 ] Ο χρόνος περνάει: δεν το καταλαβαίνουν όλοι, κι αυτό είναι, πρώτον, ένα κρίμα (καθετί που δε μας συνδέει, καθετί δηλαδή που δε συνδέει εμένα κι εσένα τώρα, δηλαδή για πάντα, με τα απαραίτητα διαλείμματα αμειψισποράς, είναι ένα κρίμα, ένα έλλειμμα, κάτι άσχημο, στρεβλό και λιποβαρές: μια ζάρα, ένας σπίλος, μια φτυσιά στο πρόσωπο του πολιτισμού) και, δεύτερον, ο βασικότερος, ποτέ, λόγος ερίδων από την ίδια την Έριδα και εντεύθεν — από παλιά, από πολύ παλιά, απ’ όταν ακόμα τα πιθάρια και κάτι σκαλιστά στην πέτρα μπαρμπαδάκια ήταν βασικός λόγος για να ξεκινήσεις ένα πολύμηνο εμπορικό ταξίδι μες στη βαθιά τη θάλασσα την πολυκύμαντη, που ’χει το χρώμα (λέμε) του κρασιού. (Τι ωραία μεταφορά, που μόνο ένας στεριανός μπορεί να σκαρφιστεί και να τη γράψει). Ο βασικότερος, ποτέ, λόγος ερίδων, πολέμου και σφαγών (θυμίζω: ο χρόνος) όταν, βέβαια, μιλάμε για φυσικά πρόσωπα, και μόνο τότε: μία θεότητα, ένας εθνοτικός σχηματισμός (οι παλιοί δεν ένιωθαν το γλυκύ ψεύδος τής ίδιας κατάστασης, ζούσαν πέραν τής ιστορίας, εντός τού σώματός τους), μία εγκατάσταση οστρακοδέρμων, ή μια εταιρεία, μπορούν να εκπονούν μακρόπνοα σχέδια, στην περίπτωση μάλιστα της εταιρείας σχέδια που θ’ αρχίσουν να αποφέρουν ταμειακά κέρδη όταν όλο το σημερινό της Διοικητικό Συμβούλιο θα είναι νεκρό — καλά κάνουν, και έτσι πρέπει. Και έτσι γίνεται. Δεν είναι όμως όμοιος, ίδιας αξίας και βάθους, ο χρόνος για όλους — και πάντα επιμηκύνεται, σμικραίνει, εξωραΐζεται ή δε φτουράει,

(το Κράτος το πετυχαίνεις παντού) και διέλυαν τις φαντασιώσεις που ενέσπειρε (αυτό το αρχέγονο κρατικό: «Obey!») στις οικογένειες, στα σχολεία, στα γραφεία, παντού στην πόλη, μετερχόμενα τις δικές τους φαντασιώσεις, τα δικά τους στρεβλά, τρελά, απωλολότα σχήματα: ντύνονταν φαρδιές καμπαρντίνες κι έκρυβαν από κάτω τους μεγάλα κασετόφωνα με μπαταρίες, έμπαιναν ομαδόν σε τράπεζες, δημόσιες υπηρεσίες, ουρητήρια, γήπεδα ποδοσφαίρου, αίθουσες μπίνγκο, θέατρα, μουσικές σκηνές, ρινγκ παλαιστών, καφεζυθοπωλεία, λέσχες ανάγνωσης, εκκλησίες, συναγωγές, νεκροταφεία, ερημητήρια, σινεμάδες, εφορείες, γαλατάδικα, ίντερνετ καφέ, και ξάφνου, ξάφνου (σε μια παγωμένη στιγμή ακριβού, και ακριβούς, χρόνου: την καταλληλότερη, δηλαδή, στιγμή) πάταγαν το Play, κι αμέσως απ’ την πολυπαιγμένη, χιλιομασημένη κασέτα έβγαιναν ΛΟΓΙΑ, λόγια που ήταν να ακουστούν, λόγια που ήταν να ματώσουν αφτιά και καρδιές και γαστέρες και νεύρα και εγκεφάλους, λόγια-καρμανιόλες — λόγια. Και, ναι: τα λόγια που ακούγονταν ήταν αυτά της αλήθειας, της ζώσας αλήθειας, γοητευτικά ΑΚΡΙΒΩΣ σαν ξυράφια κοντά σε λαιμούς, αστραφτερά σα μάτια όταν είναι να κλείσουν για πάντα, σκληρά σαν καρδιές λατρεμένων παιδιών, αγαπημένα σαν κάτι που ξέχασες ή που έχασες όταν ήσουν παιδί και που θα ’δινες σήμερα ό,τι έχεις (και δεν έχεις) για ναν το πάρεις πίσω. [ 3 ] (Θυμάσαι;) [ 4 ] Αυτά ήταν τα Άγρια Αγόρια. Αυτά. Σήμερα, δεν έχει τέτοια, δε μπορούν να υπάρξουν, δε μπορούν να γεννηθούν, δε χρειάζονται

ανάλογα με το εκάστοτε συγκείμενο. (Το μόνο άξιο λόγου στη ζωή, να ξέρεις, είναι το εκάστοτε συγκείμενο: δεν είσαι, κι ας το νομίζεις, τίποτε χωρίς το περιβάλλον σου, όποτε αυτό αξίζει, και δεν είσαι τίποτε χωρίς το περιβάλλον σου, όποτε αυτό δεν αξίζει. Είσαι ένα τίποτε, γενικώς, χωρίς το περιβάλλον σου και, κυρίως, με δίχως τον Άλλο: το μόνο που αξίζει περιβάλλον σου — όχι εσύ, ακόμα κι ο Όσκαρ Γουάιλντ σ’ ένα ξερονήσι δεν είναι πάρεξ ένας ναυαγός, ένα πλάσμα που θα πεινά όσο υπάρχει, και που θα υπάρχει όσο θα πεινά: δεν είναι ο Όσκαρ Γουάιλντ — δεν είναι καν εσύ, αν υποθέσουμε από μιας αρχής πως έτσι κι αλλιώς υπάρχεις). Εξ ου και καθαυτός ο χρόνος δεν έχει (δεν είναι) αξία, όπως φέρ’ ειπείν η αγάπη, η ανάγνωση, το πλέξιμο, η τριγωνομετρία, η επαναγραφή τού «Δον Κιχότη» ή ακόμη και η δημιουργία θνησιγενών κατασκευασμάτων με πλαστελίνη, με φιλιά, με φύκια, με σπόρια λωτών ή αφήνοντας, απλώς, μαζικά χαρταετούς μέσα στην πόλη (κάτι που θα έκαναν, ίσως, τα Άγρια Αγόρια τού Μπάροουζ — αλλά όχι εσύ, θυμίζω — όχι, όχι, όχι εσύ: δεν το ’χεις). (Θέλω να πιστεύω, παρά ταύτα, πως ξέρεις τι είναι τα Άγρια Αγόρια τού Μπάροουζ — πάντως, και σε κάθε περίπτωση: έπρεπε). [ 2 ] Ας είναι. Ο Αρχιερέας της σύγχρονης (δηλαδή: τρομώδους) Λογοτεχνίας του Χαμού είναι ο Μπάροουζ, και τα Άγρια Αγόρια είναι (θυμήθηκες; όχι — καλώς) εκείνες οι στρατιωτικοποιημένες ομάδες νεαρών παιδιών (αγοριών, όχι και κοριτσιών, κατά το λιβιδικό έθος τού μαιτρ) που κυνηγούσαν χιμαιρικά το Κράτος όπου το πετύχαιναν

 

(εξ ου και προφήτης ο γερο-Γουίλ—αλλιώτικα θα ’ταν συγγραφέας): γιατί πια καθένας είναι σε θέση να γίνει, να αποβεί ένα τέτοιο, ένα Άγριο Αγόρι, να πατήσει το Play στο κασετόφωνό του (σε όποιο κασετόφωνο θέλει, σε όποιο τού αρέσει) και ν’ αφήσει ν’ ακουστούν λόγια πεταχτά, αέρινα, λόγια ακριβά — πως (όχι) δεν είναι έτσι, πως (όχι) δεν είναι έτσι, πως (όχι) ποτέ δεν ήταν έτσι, ούτε τόσο άσχημα ούτε τόσο βρομερά τα πράγματα, πως πάντα υπήρχε χώρος να ελιχθείς, να παραγάγεις, να εννοήσεις και να εννοηθείς — πως πάντα (φέρ’ ειπείν, φίλε: φέρ’ ειπείν) υπάρχει χώρος και χρόνος να παρατήσεις τη σπουδή στην ελληνική ανελευθερία, να κοιτάξεις με ξετσιμπλιασμένα μάτια, να δεις πως ΔΕΝ είσαι κανενός Μεγαλέξανδρου απόγονος, πως όση πετριά έχεις φάει εσύ (χωλός, τυφλός, άλαλος, βλαξ στους αιώνες: μα βλαξ, παραδέξου το, και μυξιασμένο χωριατάκι μπροστά σε όλα όσα καλά συμβαίνουν σήμερα απανταχού τής γης) άλλη τόσην έχουν φάει κι οι γειτόνοι σου (άλλοι γελοίοι σαν κι εσένα και δαύτοι), και πως αν μπορούσες να ψηλώσεις μια στάλα θα έλεγες: «Ναι, ρε, δεν είμαι, ούτε ήμουν — πώς αλλιώς; Είμαι το τίποτα. Δε μπορούσα να είμαι. Μα κάτι, παρά ταύτα, και για το δικό μου το κεΐφ και μόνο, θα κάμω», και ΘΑ ΤΟ ’ΚΑΜΕΣ, αντί να τοκίζεις σε ξένα, παλιά, ψόφια, νεκρά όσο κι ο διάολος παρελθόντα που δεν ανήκουν παρά μονάχα στο τίποτα. (Μα σίγουρα όχι σε σένα: Μακεδόνας δε μπορεί να είσαι — λυπάμαι. Είσαι το ίδιο με όποιον θέλει. Και, μεταξύ μας, ΛΙΓΟΤΕΡΟ από τον καθένα). [ 5 ] Αυτά. — Κυριάκος Αθανασιάδης.

Related stories

Το σπίτι του Δημήτρη Αμελαδιώτη είναι ένα έργο τέχνης σε εξέλιξη

WHO IS WHO: Μου αρέσει να παρουσιάζομαι ως εικαστικός,...

Οι ταινίες της εβδομάδας 25.04-01.05.2024

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Η κατρακύλα στα εισιτήρια των κινηματογράφων...

Η Μαρίτα Καρυστηναίου δημιουργεί τα φωτιστικά των ονείρων σας

φωτογραφίες: Μαρία Ευσταθιάδου Η Decolight λειτουργεί από το 2010 και...

Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ, αναμνήσεις μιας άλλης ζωής

Ήταν μικρές κι αθώες κοπελούδες σαν ήρθανε απ’ την...