HomeCinemaΕξώστης Θ68ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΒΕΝΕΤΙΑΣ

68ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΒΕΝΕΤΙΑΣ

Τον Σεπτέμβρη στη Βενετία υπάρχουν δύο τρόποι για να αντιμετωπίσει κανείς τη ζέστη και την υγρασία: Ένα παγωμένο spritz σε ένα από τα campi της, ή μια φρέσκια θερινή προβολή κατά τη διάρκεια της Mostra. Ο Πάνος Βούλγαρης επέλεξε το δεύτερο και γράφει για όσα είδε στη μεγάλη οθόνη της Βενετίας.

Το φετινό φεστιβάλ κινήθηκε στην ίδια επιτυχημένη συνταγή των τελευταίων χρόνων. Ο Μάρκο Μιούλερ (καλλιτεχνικός διευθυντής από το 2004), μετά από χρόνια αναζήτησης της χρυσής τομής, συνδύασε προσεκτικά σε σωστή αναλογία εμπορικές και ποιοτικές ταινίες, προσπαθώντας να επαναφέρει το φεστιβάλ στην κερδοφορία, βασιζόμενος στην ικανότητα του να προσελκύει υψηλούς προσκεκλημένους και να “ανακαλύπτει” νέα ταλέντα. Όπως κάθε χρόνο, οι ασημένιες οθόνες της Βενετίας φιλοξένησαν μερικές από τις πιο αναμενόμενες ταινίες της χρονιάς.
 

Κάτι τέτοιο συμβαίνει με το The Ides of March, τη νέα σκηνοθετική προσπάθεια του Τζόρτζ Κλούνεϊ. Ο Κλούνεϊ, επιλέγει ερμηνευτικά το πίσω κάθισμα και χτίζει με τη σφιχτή σκηνοθεσία του ένα δυνατό πολιτικό δράμα, αποδομώντας το υποδειγματικά στην πορεία ενώ κατευθύνει ψύχραιμα το all-star cast του, σε χαμηλού προφίλ ερμηνείες, με τον Ρ. Γκόσλινγκ να βάζει από νωρίς πλώρη για τα Oscar. Η αντικλιμάκωση του τέλους είναι βεβαίως ελαφρώς απογοητευτική.

Ο Πολάνσκι με το Carnage ξεγυμνώνει τον καθωσπρεπισμό και στήνει μαεστρικά, μπροστά στα μάτια μας, την επικείμενη ιλαροτραγική κατάρρευση δύο ζευγαριών. Σε μία τέτοια ταινία με, εν γένει, σοβαρούς περιορισμούς και ξέφρενο ρυθμό, ο οποιοσδήποτε σκηνοθέτης θα μπορούσε να έχει πνίγει κάτω από το σοβαροφανές βάρος της. Ο Πολωνός όμως δεν ιδρώνει ούτε στιγμή και σε συνδυασμό με το εξαιρετικό ensemble του, κάνει το Carnage να μοιάζει με ένα μικρό τεχνικό αριστούργημα που παρακαλάς να μην τελειώσει.

Η ψυχανάλυση των ψυχαναλυτών φέρνει τον Ντ. Κρόνενμπεργκ σε δύσκολη θέση στο A Dangerous Method. Μισοκρυμμένος πίσω από το σενάριο του, νιώθει την ανάγκη να πείσει ότι αυτό που δείχνει είναι πιο σημαντικό από ότι είναι, βαδίζοντας επικίνδυνα κοντά, σε ορισμένες σκηνές, στα όρια του βαρετού. Ο χαμελεοντικός Βίγκο Μόρτενσεν και η συγκρατημένη ερμηνεία του Μαίκλ Φασμπέντερ, μαζί με τη ρεαλιστική αναπαραγωγή του “Belle Époque” κλίματος ανασηκώνουν την ταινία, ενώ η Κίρα Ναϊτλι, παρά τα αμφιλεγόμενα σχόλια που εισέπραξε βαδίζει ολοταχώς για ένα Όσκαρ.

Στο Contagion, του Στήβεν Σόντερμπεργκ, οι—υπεράριθμοι—χαρακτήρες αποτελούν το μεγάλο πρόβλημα της ταινίας, καθώς ο χρόνος δεν αρκεί για να αναπτυχθούν επαρκώς οι ιστορίες τους, με αποτέλεσμα να καταλήγουν χάρτινοι και αδιάφοροι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο χαρακτήρας της Κοτιγιάρ, σε ένα σεναριακό non sequitur. Προσπαθώντας να υπηρετήσει περισσότερα από ένα genre (ταινία καταστροφής, θρίλερ, δράμα) ο Soderbergh χάνει το στόχο και η ρεαλιστική απεικόνιση ενός μετά-αποκαλυπτικού κόσμου ξεφουσκώνει γρήγορα και καταλήγει στο τίποτα.

Αντιθέτως στις πολυαναμενόμενες Άλπεις ο Γ. Λάνθιμος επιβεβαιώνει τις προσδοκίες, δημιουργώντας ένα ακόμη δυνατό και πρωτότυπο film d'auteur. Προσεγγίζει με προσεκτικό τρόπο τον θάνατο και την ανάγκη να αντεπεξέλθουν αυτοί που μένουν πίσω, οδηγώντας επιδέξια τον θεατή στην ενσυναίσθηση, μέσα από τους συνήθεις, αποκομμένους από την πραγματικότητα, χαρακτήρες του. Παρ' όλη τη δεξιότητα, εξακολουθώ να βρίσκω ανεξήγητη την ανάγκη της νέας γενιάς του ελληνικού κινηματογράφου να “καθοδηγούν” τους δεύτερους ρόλους σε τόσο ανεπαρκείς ερμηνείες. 

Στο Tinker, Tailor, Soldier, Spy ο Τόμας Άλφρεντσον παραλαμβάνει μία από τις πλέον δαιδαλώδης νουβέλες του John le Carrè και παραδίδει μία ταινία που καταλαμβάνει θέση κατευθείαν στο πάνθεον των κατασκοπευτικών ταινιών. Με περίσσια ευκολία, από την πρώτη σκηνή, εισάγει τον θεατή στο ψυχροπολεμικό κλίμα αναγκάζοντας τον να ψάχνει παντού για κατασκόπους του εχθρού, περνώντας τον αβίαστα από το παρόν στο παρελθόν και από το Λονδίνο στη Βουδαπέστη και την Κωνσταντινούπολη. Και εδώ σημειώνεται μια εξαιρετικά δυνατή ερμηνεία. Ο Γκάρυ Όλντμαν μάλλον γλύτωσε την Ακαδημία από την ψηφοφορία και μπορεί να παραλάβει το Όσκαρ που του χρωστάνε.

Related stories

Revisiting: La La Land (2016) του Damien Chazelle

Γράφει η Φανή Εμμανουήλ Κάθε φορά που ξαναβλέπω μια ταινία...

Το Φεστιβάλ Δάσους συνεχίζεται δυναμικά και τον Σεπτέμβριο

Το Φεστιβάλ Δάσους, το μεγάλο πολιτιστικό γεγονός της Θεσσαλονίκης, συνεχίζει για δέκατη...

Κινηματογράφος και αθλητισμός: 6 ταινίες για το Μπάσκετ

  Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ο Γιάννης Αντετοκούμπο είναι (μαζί με...

Το ‘ελληνικό Woodstock’ και ένα πάρτυ στη Βουλιαγμένη

Το πρωτοποριακό πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη, γνωστό...

3 Νέες ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες και η κορυφαία συνάντηση του Deadpool με τον Woolverin

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Με τις θερμοκρασίες να συνεχίζουν να...