Ο Τάσος Μελεμενίδης σε μια περιπλάνηση στις αίθουσες του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης γράφει και σχολιάζει για όσα είδε στην μεγάλη οθόνη!
Η τελετή τελείωσε, οι πολιτικοί έδειξαν και πάλι ότι μπαίνουν σε κινηματογραφικές αίθουσες μόνο όποτε πρέπει να παρευρεθούν – αν και φέτος παραδόξως ελάχιστοι έφυγαν από τις θέσεις τους μόλις έσβησαν τα φώτα – και ο Τζιμ Τζάρμους με έναν λιτό χαιρετισμό κέρδισε το δυνατό χειροκρότημα του κοινού στο Ολύμπιον, κάτι που συνέβη και μετά το τέλος της προβολής του Only Lovers Left Alive. Ξεπερνώντας το αμήχανο συναίσθημα να βλέπεις μια ταινία του Τζάρμους γυρισμένη ψηφιακά, ο ίδιος φρόντισε να συμπεριλάβει πολλές από τις εμμονές του, ενθουσιάζοντας μάλλον όσους τον παρακολουθούν συχνά.
Οι αργοί ρυθμοί, η εμμονή με τα αναλογικά και ρετρό μηχανήματα, το εγκατελειμμένο τοπίο του Ντιτρόιτ και οι εκλεκτικές μουσικές δημιουργούν ένα καθηλωτικό σύμπαν στο οποίο δε χρειάζεται να συμβούν και πολλά για να προκαλέσει το ενδιαφέρον. Αντίθετα, το πρώτο μισό της ταινίας -πριν ξεκινήσει να ξετυλίγεται η πλοκή – μοιάζει καλύτερο. Ο Τζάρμους διηγούμενος την ιστορία 2 βαμπίρ, εισάγει μερικά από τα κλισέ της μυθολογίας τους στους διαλόγους του, χωρίς όμως να την ειρωνεύεται, καθώς τον ενδιαφέρει κυρίως να ενσωματώσει το βαμπιρικό κόσμο μέσα στην προβληματική του, που περιλαμβάνει την περιπλάνηση και την αναζήτηση ενός “παραδείσου”, αμβλύνοντας την έννοια του χρόνου (τα βαμπίρ παραμένουν ζωντανά για αιώνες) και καταλήγοντας τελικά να μιλά για την αιώνια αγάπη.
Την ώρα που ο Τζάρμους συστήθηκε στο κοινό, στο λιμάνι ξεκινούσε το μίνι αφιέρωμα στο νέο αργεντίνικο σινεμά, όχι ακριβώς ελπιδοφόρα – άλλωστε οι 2 καλύτερες ταινίες του αφιερώματος προβάλλονται τις επόμενες ημέρες, το Noche και το Los Duenos.
Το Λιοντάρια (Leones) βάζει 5 φίλους να περιφέρονται σε ένα δάσος, έχοντας ουσιαστικά ως έκτο αόρατο φίλο την αεικίνητη κάμερα που τους παρακολουθεί να παίζουν λογοτεχνικά παιχνίδια και να αποκαλύπτουν σταδιακά μυστικά, τα οποία όμως δεν φανερώνουν στο κοινό τους χαρακτήρες τους και η όλη ιστορία δεν κινεί το ενδιαφέρον, πέρα από κάποια μικρά οπτικά ευρήματα.
Μακριά από το δάσος, μέσα στην πόλη το ΛαΠας (La Paz) παρατηρεί αμήχανα την προσπάθεια ενός νεαρού με προβλήματα συμπεριφοράς να επανέλθει και αυτό που τον εμποδίζει είναι κυρίως η υπερβολική φροντίδα των γονιών του από τους οποίους προσπαθεί να απεμπλακεί.
Την ίδια ώρα, στο φλύαρο
Τη Λάθος Ώρα (Deshora) ο ανηψιός ενός ζευγαριού μεσήλικων βγάζει στην επιφάνεια όλα τα προβλήματά τους και οδηγεί το ζευγάρι σε κατάρρευση, σε ένα φιλμ που επαναλαμβάνεται από ένα σημείο και έπειτα.
Το Σάββατο ο καλός καιρός έφερε πολύ κόσμο προς το λιμάνι, ενώ οι περισσότερες βραδινές προβολές έγιναν σε γεμάτες αίθουσες. Γεμάτη ήταν και το μεσημέρι η αίθουσα Τζόν Κασσαβέτης για το γοητευτικό Το Παράξενο Χρώμα που Έχουν τα Δάκρυα του Κοσμιού σου, όπου το δίδυμο των Cattet και Forzani σύνεχισε το πολύ ιδιαίτερο τρόπο αφήγησης που έδειξε στο Amer (2009) και με μια σειρά κοντινών πλάνων και ερεθιστικών ήχων μέσα σε ένα υποβλητικό κτίριο που κρύβει μυστικά ανάμεσα στους τοίχους της. Υπερ-στυλιζαρισμένο, ίσως και κουραστικό για πολλούς, ικανό όμως να σαγηνεύσει όσους το παρακολουθήσουν ως το φινάλε. Παίζεται και την Παρασκευή στις 15.00 στην Τώνια Μαρκετάκη – ατυχής επιλογή ο προγραμματισμός του σε μεσημεριανές ώρες.
Το διαγωνιστικό στο ξεκίνημά του ήταν απογοητευτικό, το τσέχικο
Θαύμα και το
Μελάσα από την Κούβα ανήκουν στην κατηγορία των ταινιών που καταπιάνονται με άσχημες πτυχές του κόσμου μας, χωρίς όμως να τις εξερευνούν διεξοδικότερα ή να έχουν τουλάχιστον αισθητικά κάποιο κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Το Μελάσα τα καταφέρνει καλύτερα σχολιάζοντας τη ζωή στην Κούβα, αλλά και πάλι έχει χτυπητές αδυναμίες.
Στους Ορίζοντες, οι 2 από τις 3 βραβευμένες ταινίες του Ρότερνταμ, η Στρατιωτίνα Ζανέτ και Ο Σκύλος μου ο Κίλερ, είναι από τις αξιόλογες επιλογές του προγράμματος, τελείως διαφορετικές πάντως στη φόρμα τους. Πιο ενδιαφέρον από τα δύο το πρώτο, για το οποίο τα είχαμε πει και στο κείμενο για το Ρότερνταμ, αρκετά στυλιζαρισμένο κι αυτό, με αναφορές και στο ίδιο το μέσο και μερικές extravaganza σκηνές όπως το κάψιμο ενός πολύ σεβαστού χρηματικού ποσού.
Ο Σκύλος μου ο Κίλερ υστερεί αισθητικά, περιγράφει όμως όσο πιο ρεαλιστικά μπορεί την ευκολία με την οποία ένας νέος μπορεί να εισχωρήσει σε ρατσιστικές ομάδες σε μικρές επαρχιακές πόλειες – πρόβλημα που δεν υπάρχει μόνο στην Σλοβακία όπου γυρίστηκε, αλλά σε όλη την Ευρώπη πλέον. Το βράδυ, ο αγαπημένος πολλών κριτικών (αλλά και πολλών θεατών του φεστιβάλ όπως αποδείχθηκε) ο νεαρός Καναδός Ξαβιέ Ντολάν, παρά τα θετικά σχόλια από το εξωτερικό περί ωριμότητας, ήταν εντελώς απογοητευτικός στο
Ο Τομ στη Φάρμα. Με ένα σενάριο μηδενικής συνοχής, πειραματίζεται μεν στην αφήγηση και δημιουργεί κάποιες επί μέρους ωραίες στιγμές, όμως αποτυγχάνει πλήρως να δώσει νόημα στις αναφορές που προσπαθεί να κάνει, καθώς αυτές σκοντάφτουν πρώτα στην ιστορία και κυρίως στον μνημειώδη όπως αποδεικνύεται ναρκισσισμό του, με αποτέλεσμα το όλο εγχείρημά του να πέφτει στο κενό.
Τέλος κατώτερη των προσδοκιών ήταν (για τον γράφοντα πάντα) και η Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά που προβλήθηκε για τους δημοσιογράφους και παίζεται σήμερα το βράδυ στο Ολύμπιον που αναμένεται να γεμίσει ασφυκτικά. Αλλά περισσότερα γι΄αυτό τις επόμενες μέρες.