HomeΘέματαΤο εδώ και το εκεί.

Το εδώ και το εκεί.

γράφει η Αγγελική Παρασχά

φωτογραφία: Ιωάννα Καραφυλλίδου

Έβαλε ένα τσιγάρο στα χείλη και το άναψε. Τα σκουρόχρωμα μακριά του δάχτυλα έκαναν
το τσιγάρο να μοιάζει με μικρή κιμωλία. Το άναψε και ρούφηξε μια τζούρα βγάζοντας το
κινητό από την τσέπη. Κάλεσε κάποιον και άρχισε να μιλάει και το πρόσωπο του φωτίστηκε
ολόκληρο. Είχε το πιο γλυκό χαμόγελο. Πέταξε κάτω το τσιγάρο και το πάτησε με το
καλογυαλισμένο σκαρπίνι του. Άνοιξε την ραγισμένη γυάλινη πίσω πόρτα και μπήκε να
συνεχίσει την δουλειά του. Περπάτησε νύχτες και μέρες στο κρύο και την βροχή και πέρασε
ποτάμια για να φτάσει στην Ευρώπη. Ένας ξάδερφος του, του είχε πει πως εδώ είναι
παράδεισος. Το βαθύ σημάδι στην γάμπα του ομολογεί ότι δεν είναι τελικά. Δούλευαν
νύχτα μέρα όλοι στην οικογένεια, κολλούσαν πάτους από παπούτσια για να μαζέψουν τα
λεφτά που χρειαζόταν για το ταξίδι. Πρώτα θα έφευγε αυτός και μετά θα έστελνε λεφτά για
να έρθουν και οι υπόλοιποι. Όταν στριμώχτηκε στην πρώτη καρότσα κατάλαβε ότι μάλλον
δεν θα ξαναέβλεπε κανέναν δικό του. Σπάνια μιλάει για αυτά. Δουλεύει στην λάντζα μιας
πιτσαρίας και πηγαίνει πάντα καλοντυμένος και καθαρός. Τα χέρια του είναι μακριά,
περίεργα μακριά σε σχέση με την ψιλόλιγνη φιγούρα του. Τα μαλλιά στο ύψος των αυτιών,
κατάμαυρα και γυαλιστερά. Δουλεύει με προθυμία. Εδώ είναι καλά λέει συνέχεια και σε
κάνει να αναρωτιέσαι πως είναι στο αλλού του. Στο εκεί του. Στην αφετηρία του. Χαρτιά
δεν έχει. Οι αστυνομικοί τον ξέρουν στο χωριό αφού κάνει θελήματα σε όλους, τα πρωινά
κόβει χόρτα στο λιοπύρι και καθαρίζει πισίνες. Το αφεντικό του όλο λέει πως θα τον
βοηθήσει να τα βγάλει και τελικά όλο έχει δουλειές. Το βράδυ φεύγει από την δουλειά με
ένα παλιό ποδήλατο κρατώντας ένα χάρτινο κουτί από πίτσα. Εκείνος γελάει και λέει καλά
είναι εδώ δεν πειράζει. Τα απογεύματα πριν πιάσει δουλειά αγοράζει κάτι να φάει και
κοντοστέκεται στην γυάλινη πίσω πόρτα. Εκείνη την ώρα καίνε τα τσιμέντα και δεν
περπατάει άνθρωπος μέσα στην κάψα του καλοκαιριού. Το αφεντικό δεν αφήνει να τρώει
κανείς σε τραπέζι ούτε καν τις ώρες που είναι άδειο το μαγαζί. Πάνω σε καφάσια από
μπύρες μόνο, κρυμμένοι σαν τους ποντικούς, όρθιοι έξω από την γυάλινη πίσω πόρτα.
Απέναντι είναι ο κήπος από το δίπλα μαγαζί και τα παιδιά που δουλεύουν εκεί τον καλούν
και τρώει εκεί, τον κερνάνε νερό δροσερό και του φέρνουν τασάκι για το τσιγάρο του. Τους
χαμογελάει πλατιά. Εδώ καλά είναι λέει και το εννοεί.

Φέτος δεν θα ανοίξω τον Οκτώβριο! Φεύγουν νωρίς οι τουρίστες και μου μένουν τα
πράγματα και τι να κάνω; Τα δίνω στους Πακιστανούς για να μην τα πετάξω, είπε το αφεντικό.

Εκείνος γέλασε και είπε καλά είναι εδώ.

Related stories

Το Challengers αποτελεί την καλύτερη επιλογή στις αίθουσες αυτή την περίοδο που διανύουμε

γράφει ο Γιώργος Δημητρόπουλος CHALLENGERS (2024) του Λούκα Γκουαντανίνο Διάρκεια: 132’ Η...

Αφιερώματα στον Ελληνικό Κινηματογράφο

γράφει η Γεωργία Αρχοντή Με αφορμή τοπικές προβολές και αφιερώματα,...

Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου “Ίρις” 2024 – Οι Υποψηφιότητες

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ανακοινώθηκαν χθες, οι υποψηφιότητες για τα...

Οι αρχιτέκτονες της πόλης στον Εξώστη | Νάσια Σπυριδάκη

Κάθε βδομάδα φιλοξενούμε στον Εξώστη αρχιτέκτονες της πόλης και...

Αστικοί Θρύλοι | Ο Μεσσίας Σαμπατάι Σεβί

γράφει η Μαρία Ράπτη Λένε πως έρχεται ο Μεσσίας, πως...