HomeUrbanitiesΤα παιδικά μου καλοκαίρια στην Καλαμαριά

Τα παιδικά μου καλοκαίρια στην Καλαμαριά

της Μαρίας Ζαμπέτη

Το καλοκαίρι το απεχθάνομαι. Η ενήλικη φύση μου δεν μπορεί να ανεχτεί ούτε στο ελάχιστο την αποπνικτική ατμόσφαιρα του καύσωνα, τον ιδρώτα, τη δυσωδία και την αδιανόητη φασαρία του καλοκαιριού στην πόλη.

Ως παιδί, όμως, το καλοκαίρι το λάτρευα παθολογικά για δύο λόγους: πρώτον, δεν πηγαίναμε σχολείο και δεύτερον, έτρωγα πολλά παγωτά. Η ζέστη –δυστυχώς- υπήρχε και τότε («τότε» = δεκαετία του ’90), αλλά δεν ήταν σαν να ζεις στα έγκατα της Μόρντορ, όπως τα τελευταία χρόνια. Ήταν, όμως και τότε αφόρητη, γι’ αυτό μία από τις πιο ευτυχισμένες καλοκαιρινές αναμνήσεις μου ήταν η χρονιά που βάλαμε air condition στο σπίτι. Απόλυτα λογικό, εάν σκεφτεί κανείς ότι τα δικά μου παιδικά καλοκαίρια άρχιζαν και τελείωναν στα όρια του δήμου Καλαμαριάς – Θεσσαλονίκης, στην εξωτική Κηφισιά. Ναι, έχουμε Κηφισιά και στη Θεσσαλονίκη, καταθέτω ως αποδεικτικό στοιχεία το δρομολόγιο του λεωφορείου 39 του ΟΑΣΘ «Κηφισιά-Δικαστήρια».

Στα χρόνια του δημοτικού, η έναρξη του καλοκαιριού γινόταν με το πιο εμπνευσμένο και απελευθερωτικό έθιμο που έχει να επιδείξει η ελληνική σχολική κοινωνία: το μπουγέλο. Την τελευταία ημέρα του σχολείου, όλα τα πιτσιρίκια των τάξεων του 17ου Δημοτικού Σχολείου Καλαμαριάς μαζεύονταν στο πάρκο της Κηφισιάς για να επιτεθούν σαν άγρια θηρία στις πετρόκτιστες βρύσες, να γίνουν μουσκίδι, να κυνηγηθούν στις κούνιες και –μοιραία- να γλιστρήσουν και να πάθουν πτώση μεταταρσίου.

Το διαμέρισμα όπου ζούσαμε με τη μαμά μου βρισκόταν σε απόσταση οριακά 35 βημάτων από το πάρκο, οπότε το καθημερινό πρόγραμμα κατά τους μήνες Ιούνιο-Ιούλιο-Αύγουστο ήταν 09:00-11:00 μικιμάο στην τηλεόραση, 11:00-23:00 πάρκο, 23:30-09:00 ύπνος. Κρυφτό, κυνηγητό, κρυφτοκυνηγητό (ναι, είναι τόσο κουραστικό όσο ακούγεται), «μήλα», «ψείρες», «λάστιχο» και στο ενδιάμεσο σνακ Τι και Τι, καραμέλες βραχιολάκια και παγωτά Karabola από το περίπτερο.

Μερικές φορές ο δρόμος μάς έβγαζε στο Βότση, στην περιοχή γύρω από το σχολείο μας. Θυμάμαι ότι μία από τις αγαπημένες μας συνήθειες ήταν να παίρνουμε τα ποδήλατα και να πηγαίνουμε με τη φίλη μου την Αγγελική στον «ποδηλατά», κάπου στις αλάνες της περιοχής που τότε ήταν ακόμη άκτιστες, για να φουσκώσουμε τα λάστιχα και να αγοράσουμε φλούο αυτοκόλλητα για τα bmx μας (και αργότερα τα mountain bike), ενώ στην επιστροφή σταματούσαμε στην «Καραμέλα», το ξηροκαρπάδικο που μας προμήθευε με ζαχαρωτά και «πέτσες».

Κάποια απογεύματα, η κατεύθυνση ήταν εντελώς αντίθετη, αφού μας τραβούσε ο «μαγνήτης» του λούνα παρκ που βρισκόταν δίπλα στο Ποσειδώνιο (εκεί που σήμερα δεσπόζει το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης).

Ήταν το μέρος όπου ένα καλοκαίρι προσπάθησα να οδηγήσω στα συγκρουόμενα, αλλά το αυτοκινητάκι δεν ξεκινούσε και εγώ έμεινα να κλαίω στη μέση της πίστας, κερδίζοντας ένα ολοκαίνουργιο ψυχικό τραύμα, που δεν το έχω ξεπεράσει μέχρι και σήμερα (προφανώς και δεν οδηγώ). Ένα άλλο καλοκαίρι, στο «τρελό τρενάκι» έσπασα το μπροστινό μου δόντι, εγκαινιάζοντας μία 30ετία συχνότατων επισκέψεων στον οδοντίατρο. Παρ’ όλα αυτά, επέμενα να πηγαίνω στο λούνα παρκ, αγνοώντας τα σημάδια της ζωής, ώσπου μια μέρα έκλεισε και εγώ μεγάλωσα απότομα.

Συχνά-πυκνά και ελλείψει εξοχικής κατοικίας (παρά τις εποχές ορθόδοξου ΠΑΣΟΚ που διανύαμε), η μαμά μου με βουτούσε (pun intended) και πηγαίναμε για μπάνιο στην πλαζ της Αγίας Τριάδας.

Το θυμάμαι σαν ένα ταξίδι ατελείωτων ωρών μέσα σε ένα λεωφορείο, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια απόσταση 40 λεπτών. Μερικές φορές πηγαίναμε μαζί με καμιά φίλη της μαμάς μου ή με καμιά φίλη δική μου στη θάλασσα, και εκεί η κυρία Γιώτα πάθαινε influencer, αφού φωτογράφιζε κάθε στιγμή της εξόρμησής μας: τον δρόμο προς την παραλία, τις ξάπλες στην αμμουδιά, εμένα έξω από τη θάλασσα, εμένα μπαίνοντας στη θάλασσα, εμένα μέσα στη θάλασσα, εμένα να κολυμπάω, εμένα να καίγομαι από τον ήλιο, εμένα και τη φίλη μου, εμένα και τη φίλη της, γενικά ήμουν η πρωταγωνίστρια.

Ένα καλοκαίρι, θυμάμαι, ότι πήγαμε με την κολλητή της μαμάς μου και την κόρη της τη Δανάη στο Καλαμίτσι, όπου ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με το κάμπινγκ και τη χαλαρωτική αίσθηση του βουλιάγματος σε μια αιώρα που κρέμεται από δύο πελώρια δέντρα. Σε αυτή τη στιγμή αποδίδω τη μετέπειτα απόφασή μου να κοιμάμαι κάτω από τα αλμυρίκια στην Αιγιάλη της Αμοργού για δέκα συνεχόμενες μέρες (και νύχτες) το καλοκαίρι του 2004.

Στην Καλαμαριά, όμως, ήταν πάντα το θερινό μου καταφύγιο. Σε αυτό το πάρκο της Κηφισιάς που γέμιζε με τις παιδικές φωνές και τις φάτσες των φίλων μου, στο βιβλιοπωλείο / περίπτερο / σούπερ μάρκετ της γειτονιάς που αγόραζα ό,τι ήθελα και άφηνα φέσι με ένα ξερό «θα περάσει η μαμά μου να το πληρώσει», και στις πιλοτές των πολυκατοικιών που στήναμε τα παιχνίδια μας, προκαλώντας πονοκέφαλο στους ενοίκους.

Κάποιες αναμνήσεις είναι πιο αχνές από άλλες, και ορισμένες ίσως να είναι μπερδεμένες με τη φαντασία ενός μικρού κοριτσιού. Τα συναισθήματα, όμως, των τόσων καλοκαιριών δεν χρειάζονται ξεκάθαρες μνήμες για να επιστρέψουν. Αρκεί, εντελώς τυχαία, να περάσεις μια βόλτα από την παλιά σου γειτονιά ένα απόγευμα του Αυγούστου ή κάποιος να σου ζητήσει να γράψεις τι θυμάσαι από τα παιδικά σου καλοκαίρια.

 

Related stories

Revisiting: La La Land (2016) του Damien Chazelle

Γράφει η Φανή Εμμανουήλ Κάθε φορά που ξαναβλέπω μια ταινία...

Το Φεστιβάλ Δάσους συνεχίζεται δυναμικά και τον Σεπτέμβριο

Το Φεστιβάλ Δάσους, το μεγάλο πολιτιστικό γεγονός της Θεσσαλονίκης, συνεχίζει για δέκατη...

Κινηματογράφος και αθλητισμός: 6 ταινίες για το Μπάσκετ

  Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ο Γιάννης Αντετοκούμπο είναι (μαζί με...

Το ‘ελληνικό Woodstock’ και ένα πάρτυ στη Βουλιαγμένη

Το πρωτοποριακό πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη, γνωστό...

3 Νέες ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες και η κορυφαία συνάντηση του Deadpool με τον Woolverin

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Με τις θερμοκρασίες να συνεχίζουν να...