HomeInterviewsΜέσα στο ατελιέ του Σώτου Ζαχαριάδη

Μέσα στο ατελιέ του Σώτου Ζαχαριάδη

Κείμενο: Έλλη Πελλίτη/ Φωτογραφίες: Μαρία Ευσταθιάδου

Κάπου μέσα στο Καπάνι, ανάμεσα στα μαγαζιά με τα ρούχα και τις χειραποσκευές βρίσκεται το ατελιέ του Σώτου Ζαχαριάδη στην οδό Σπανούδη 13. Ανεβαίνοντας τις σκάλες του σχεδόν εγκαταλελειμμένου κτηρίου νιώθεις ήδη την ιδιαιτερότητα του χώρου. Ο Σώτος Ζαχαριάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1960 και μετά το τέλος της μαθητείας του δίπλα σε ζωγράφους της πόλης, όπως ο Λουκάς Βενετούλιας και ο Κώστας Λούστας, ξεκίνησε τη δική του λαμπρή πορεία τόσο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όσο και στο εξωτερικό.

Από το 1984 έως το 1989 ήταν δάσκαλος ζωγραφικής στις Δικαστικές Φυλακές Επταπυργίου και από το 1986 έως και σήμερα διδάσκει στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Μέσα στο ατελιέ του, ατελιέ που βγήκε σίγουρα από κάποια παλιά ταινία, ο Σώτος Ζαχαριάδης μας υποδέχτηκε και μας μίλησε για τον ίδιο και την τέχνη του, το ρεμπέτικο, τη σχέση της ζωγραφικής με τον ψυχισμό του ατόμου, αλλά και το μέλλον της ζωγραφικής στη Θεσσαλονίκη.

Ποια είναι η ιστορία σας με τη ζωγραφική;

Η ζωγραφική είναι κάτι που με ακολουθεί από μικρό. Ο πατέρας ενός φίλου μου ήταν ζωγράφος και προφανώς ο γιος είχε μεγαλύτερη εμπειρία από εμένα. Έτσι λοιπόν, μαζί με τον γιο του και τον ζωγράφο ζωγραφίζαμε εργάκια και τα πουλούσαμε όταν ήμασταν για να αγοράσουμε ότι χρειαζόταν ένας νέος τότε, ένα κασετόφωνο ή κάτι τέτοιο. Βέβαια, αργότερα ξεκίνησα να σπουδάζω μηχανολόγος μηχανικός, το οποίο σύντομα εγκατέλειψα και ασχολήθηκα με τη ζωγραφική, ταξίδεψα και όλο το διάστημα έγραφα, αλλά επέλεξα τη ζωγραφική, γιατί τη θεώρησα πιο δυναμική από τον γραπτό λόγο. 

Συχνά συναντάμε στα έργα σας ταβερνάκια, παρέες, μουσικούς και ρεμπέτες, εικόνες που πλέον μόνο στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο βλέπει κανείς. Ποια είναι η σχέση σας με το ρεμπέτικο και τι σας οδήγησε να το αποτυπώσετε στα έργα σας;

Η γενιά μου ζήσαμε την εποχή της ταβέρνας, κάτι το οποίο δεν ισχύει σήμερα. Τότε η διασκέδαση του φτωχού, του μποέμ ήταν το καφενείο και η ταβέρνα. Σιγά σιγά άρχισαν στην Θεσσαλονίκη να εμφανίζονται τα μπαράκια στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Βεβαίως η κεντρική μου ενασχόληση με τη ζωγραφική της ταβέρνας και το ρεμπέτικο ξεκίνησε πολύ αργότερα, κυρίως το έτος 2000, όπου ζωγραφίζω μία ολόκληρη σειρά με το ρεμπέτικο εμπνευσμένος από την παλιά ταβέρνα σε χρώματα σέπιας. Αυτά τα έργα εκτέθηκαν στο παλιό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στην πορεία ακολούθησαν και κάποιες άλλες εκθέσεις όπου ζωγράφησα μουσικούς που παίζανε μουσική και σκηνές από την ταβέρνα. Οι αρχικές συνεργασίες μου όμως ήταν με κάτι εντελώς το αντίθετο.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Όσον αφορά τα μουσικά σχήματα πολλοί φίλοι μου είναι μουσικοί και οι συνεργασίες μου ήταν κυρίως με την αυτοσχεδιαζόμενη τζαζ με τον Σάκη Παπαδημητρίου και με μουσικούς ανάλογου ύφους και στην Ελλάδα και στην Γερμανία.

Αργότερα αποκρυσταλλώθηκε πλέον το παραδοσιακό μέσα μου και έφτασε στο σημείο να ζωγραφιστεί και να υπάρχει μέχρι σήμερα σε πίνακες. Το ρεμπέτικο ήταν μια μουσική στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου είναι και σχεδόν η ανακάλυψη του μπουζουκιού. Είναι μια μουσική που παρέμεινε σα στίγμα, σαν το μπλουζ. Συνεχίζει ο κόσμος να παίζει μπλουζ, αλλά εκείνο το μπλουζ που παίζανε οι εργάτες οι μαύροι στα χωράφι και με τον ρυθμό αυτό γράφανε τη μουσική του που αναφερόταν ο ένας στον άλλο και στον πόνο τους, αυτό δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή.

Πέρα από τη ζωγραφική, ασχολείστε και με άλλες μορφές τέχνης. Τι σας ώθησε να μεταπηδήσετε από τη μία τέχνη στην άλλη;

Το πέρασμά μου από τη σχολή των μηχανολόγων μηχανικών δείχνει ότι τα χέρια μου πιάνουν, ήμουν άνθρωπος που χρησιμοποιούσε τα χέρια του πέρα από τη ζωγραφική. Επομένως είχα μία οικειότητα στις κατασκευές. Αυτά που κάνω και αυτά που έκανα δεν μπορώ να τα χαρακτηρίσω γλυπτά με την έννοια γλυπτά δε μάρμαρο, ξυλόγλυπτα, χυμένα σε μπρούντζο. Η γλυπτική μου είναι μεταποίηση, δηλαδή ανακατασκευή ή κομμένα κομμάτια και συναρμολόγηση μεταξύ τους. Ξεκίνησα από τον δρόμο, μαζεύοντας παλιά αντικείμενα και μεταφέροντας τα στο εργαστήριο.

Στην αρχή τα χρησιμοποιούσα σαν μοντέλα στις νεκρές μου φύσεις, αλλά αργότερα άρχισα σιγά σιγά να τα ζευγαρώνω και το ζευγάρωμα έγινε 3, 4, 5 και έφτιαξε κάποιες μορφές. Οι περισσότεροι ζωγράφοι ήταν πολυπράγμονες, δηλαδή πέρα από τους καθαρούς πίνακες πολλές φορές κάνανε εξώφυλλα βιβλίων, πολλές φορές κάναν σκηνικά, γράφανε, όπως ο Κλεέ, ο Καντίνσκι. Επομένως δεν είναι κάτι σπάνιο που γράφω και εγώ. Επίσης πολλοί ζωγράφοι παίζανε μουσική, όπως και εγώ. Επομένως, ειδικά οι ζωγράφοι ασχολούνται με περισσότερες από μία τέχνες και συνήθως με τον γραπτό λόγο και τη μουσική και ενίοτε με τη φωτογραφία. Εγώ προσδιορίζομαι ως ζωγράφος με αυτό που λέει η λέξη, δηλαδή γράφω τη ζωή”.

Ποια είναι η εμπειρία σας από τις Δικαστικές Φυλακές Επταπυργίου; 

Και η περίπτωση του Ψυχιατρείου αλλά ειδικά η περίπτωση των φυλακών αναφέρεται σε νέους ανθρώπους. Το Επταπύργιο εξάλλου ήταν δικαστικές φυλακές, δηλαδή οι άνθρωποι περνούσαν, δεν ήταν μόνιμη φυλακή. Όσοι περνούσαν από εκεί ήταν κυρίως νέοι για μικροκλοπές, ναρκωτικά, αρκετοί γύφτοι, λίγοι φονιάδες, ελάχιστοι ξένοι κτλ. Ας μη ξεχνάμε πως και εγώ ήμουν νέος τότε.

Ήταν ένα μικρό γκρουπ της κατηγορίας των 5 ατόμων, είχα μόνο άντρες, δεν είχα ανηλίκους. Τα μαθήματα γινόντουσαν για πρώτη φορά και έτσι δεν υπήρχε κάποιος χώρος που μπορούσαν να γίνουν, με αποτέλεσμα τα μαθήματα να γίνονται στο κεντρικό φυλάκιο πάνω από τις ακτίνες. Οι συνθήκες βέβαια ήταν προηγούμενων δεκαετιών, δηλαδή μία ξυλόσομπα στη μέση, ένας μαυροπίνακας και ένα τραπεζάκι όπου ζωγραφίζαμε με αυγά, γιατί δεν επιτρεπόταν το νέφτι και τα σχετικά, με σκόνες γιατί δεν επιτρέπονταν σωληνάρια, μη τυχόν μεταφέρουμε κάποιο ναρκωτικό”. 

Τι επίδραση έχει η ζωγραφική στον ψυχισμό του ατόμου;

Η επίδραση της ζωγραφικής στον ψυχισμό του ατόμου είναι τεράστια. Μπορεί να φανταστεί κανείς πως πρώτα τα παιδιά ζωγραφίζουν και μετά γράφουν. Επομένως ξεκινά από τη βρεφική ηλικία, έπειτα στην παιδική και την εφηβική ηλικία και συνήθως μετά εγκαταλείπεται λόγω της επαγγελματικής διαδρομής των νέων. Πλέον θεωρείται απαραίτητη και στην προχωρημένη ηλικία.

Φυσικά στο ψυχιατρείο, στους ασθενείς επιδρά τολμώ να πω θεραπευτικά. Επειδή δεν είμαι θεραπευτής καλύτερα να μη μιλήσω για το θεραπευτικό μέρος, αλλά θα μιλήσω από την εμπειρία μου. Αν και δε γνωρίζω από ποια ασθένεια πάσχει ο κάθε τρόφιμος, εγώ δε χρησιμοποιώ διαφορετικές μεθόδους για το κάθε είδος ασθένειας, αλλά χρησιμοποιώ διαφορετική μέθοδο για τον κάθε ασθενή. Προσπαθώ να ανοίξω ένα παράθυρο στον ίδιο τον ασθενή έτσι ώστε να μπορεί να βγάλει από μέσα του με τη ζωγραφική αυτά που συμβαίνουν. Για αυτό άμα παρατηρήσει κανείς πίνακες ζωγραφικής από το εργαστήριο του Ψυχιατρείου θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί πίνακες μεταξύ τους. Επίσης οι ασθενείς μου δεν με έχουν δει ποτέ να ζωγραφίζω, γιατί δε θέλω να τους επηρεάζω με τη δικιά μου δουλειά και ελάχιστα βλέπουν πίνακες δικούς μου.

Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μέλλον της ζωγραφικής στη Θεσσαλονίκη; 

Από την εποχή της δημιουργίας της σχολής καλών τεχνών στη Θεσσαλονίκη άρχισε μία μεγάλη πορεία νέων που ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, με τελική κατάληξη όμως να γίνονται δάσκαλοι ζωγραφικής στο σχολείο. Η καθαρόαιμη ζωγραφική, δηλαδή το να ζωγραφίζεις και να πουλάς πίνακες και να ζεις από αυτά παραμένει ένα θαύμα. Δεν υπάρχουν τέτοιοι ζωγράφοι στη Θεσσαλονίκη, ζήτημα να είμαστε 5 ασχέτου ηλικίας, οι οποίοι να ζουν μόνο από τη ζωγραφική. Αυτά δε συνέβαινε παλιά, δηλαδή στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 η Θεσσαλονίκη έσφυζε από ζωγράφους. Σήμερα πολύ λίγα ατελιέ υπάρχουνε, η ζωγραφική παραμένει σαν επάγγελμα κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Πιστεύω θα ανακάμψει κάποια στιγμή, γιατί υπάρχει πολύ βαθιά μέσα στον άνθρωπο. Επίσης η ζωγραφική πλέον δεν είναι μόνο δισδιάστατη.

Γίνονται performances, παραστάσεις χώρου και άλλα, τα οποία επίσης είναι ξενόφερτα. Στο εξωτερικό υπάρχουν διαφορετικές αναγκαιότητες, διαφορετικά ξεκίνησε η ζωγραφική. Εμείς δε γνωρίσαμε τις επαναστάσεις της τέχνης που γνώρισε η Ευρώπη. Στην Ελλάδα δε γίνανε επαναστάσεις ζωγραφικής και φυσικά στη Θεσσαλονίκη δε γίνανε.

Για να ακολουθήσεις τα παγκόσμια ρεύματα πρέπει να είσαι εκτός Θεσσαλονίκης, εκτός Ελλάδας. Οποιοιδήποτε ζωγράφοι γίναν γνωστοί έξω ήταν εκτός Ελλάδας. Για να μπορείς να είσαι δίπλα στα νέα ρεύματα πρέπει να βρίσκεσαι εκεί που βράζει η τέχνη. Δυστυχώς πολύ λίγοι έχουν μείνει στον χώρο της τέχνης.

Η ζωγραφική άμα δεν είναι επάγγελμα δεν μπορεί να είναι ζωγραφική. Θα είναι απλά μια ενασχόληση. Πρέπει να υπάρχει ένα ατελιέ.

Οι περισσότεροι τώρα ζωγραφίζουν στο σπίτι, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ζωγραφική – στην Ευρώπη και στην Αμερική – είναι να ξυπνάς το πρωί, να πηγαίνεις στο ατελιέ, να έχεις διαβάσει ένα βιβλίο, να έχεις ακούσει τη μουσική σου, να πας έναν περίπατο, να σκεφτείς κάποια πράγματα, να κοιτάξεις ένα έργο χθεσινό, θα συνεχίσεις να δουλεύεις, θα πας σε κάποια άλλη γκαλερί. Αυτή είναι η καθημερινότητα του ζωγράφου.

Αν δεν υπάρχει αυτή και ζωγραφίζεις μια φορά τη βδομάδα όταν βρεις χρόνο, είναι σα να παίζεις πιάνο και να ασχολείσαι μια φορά τη βδομάδα. Δε μπορείς έτσι όμως να γίνεις πιανίστας. Για τον ζωγράφο η τέχνη του δεν είναι θεραπευτική, αγωνίζεται με τις ίδιες του τις ιδέες.

Τι να περιμένουμε από εσάς στο προσεχές μέλλον;

Ετοιμάζω ένα έργο για το ατύχημα των τραίνων. Σπανίως κάνω έργα προμελετημένα, το θέμα συνήθως προκύπτει στη διάρκεια της ζωγραφικής μου. Αλλά αυτή τη φορά έχω κάνει κάποια σχέδια με σκοπό το έργο να εκτεθεί τον Ιούνιο σε μία ομαδική έκθεση του Συλλόγου Εικαστικών Τεχνών Βορείου Ελλάδος στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης. Παράλληλα ζωγραφίζω κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό το έργο. Ζωγραφίζω ξανθιές. Βρήκα μία φίλη μου ξανθιά, η οποία ποζάρει μοντέλο για μένα και έτσι ξεκίνησα μία σειρά με θέμα “Γυναίκες με ξανθά μαλλιά”.  

 

 

 

Related stories

Ραντεβού στα λουλουδάδικα: Σε αυτή τη γειτονιά, είναι όλα ανθισμένα

γράφει η Έλλη Πελίτη/ Φωτογραφίες: Μαρία Ευσταθιάδου "Κρύβομαι μες στο...

Οι αρχιτέκτονες της πόλης στον Εξώστη | Στέφανος Σκαρλακίδης

Κάθε βδομάδα φιλοξενούμε στον Εξώστη αρχιτέκτονες της πόλης και...

Το Challengers αποτελεί την καλύτερη επιλογή στις αίθουσες αυτή την περίοδο που διανύουμε

γράφει ο Γιώργος Δημητρόπουλος CHALLENGERS (2024) του Λούκα Γκουαντανίνο Διάρκεια: 132’ Η...

Αφιερώματα στον Ελληνικό Κινηματογράφο

γράφει η Γεωργία Αρχοντή Με αφορμή τοπικές προβολές και αφιερώματα,...

Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου “Ίρις” 2024 – Οι Υποψηφιότητες

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ανακοινώθηκαν χθες, οι υποψηφιότητες για τα...