HomeMind the artΟ κατ΄ ευφημισμόν Παράδεισος της Μιέκο Καβακάμι

Ο κατ΄ ευφημισμόν Παράδεισος της Μιέκο Καβακάμι

γράφει η Φανή Χατζή

Παράδεισος, εκδ. Gutenberg, 2023, Κίκα Κραμβουσάνου

Η Μιέκο Καβακάμι, το φαινόμενο της σύγχρονης ιαπωνικής λογοτεχνίας, είναι μια συγγραφέας που αξιώνει τους επαίνους από την Κριτική αλλά και το ΤικΤοκ, που αποδεικνύει ότι εμπορικότητα και ποιότητα μπορούν να συμβαδίσουν. Ο Παράδεισος, ο πρώτος της τίτλος που μας συστήνουν οι εκδόσεις Gutenberg, είναι ένα σοκαριστικό βιβλίο, στο οποίο η κοινοτοπία «γροθιά στο στομάχι» ταιριάζει απόλυτα.

«Πρέπει να γίνουμε φίλοι»

Ένα αγόρι που πέφτει διαρκώς θύμα σχολικού εκφοβισμού μία μέρα δέχεται ένα ανώνυμο σημείωμα που γράφει «Πρέπει να γίνουμε φίλοι». Στην αρχή τον λούζει κρύος ιδρώτας για την πιθανότητα να πρόκειται για ακόμα μια φρικτή πλάκα των εκφοβιστών του, αλλά σύντομα αποκαλύπτει ότι αποστολέας είναι η Κοτζίμα, το έτερο θύμα μπούλινγκ της τάξης. Ο «Μάτια», του οποίου το όνομα δε μαθαίνουμε, παρά μόνο αυτό το δηλωτικό της οπτικής του δυσκολίας ψευδώνυμο, αρχίζει να απαντά στα τακτικά σημειώματα του «Ασφυξιογόνου», του κοριτσιού που χλευάζεται για τα βρώμικα ρούχα και μαλλιά του.

Τα δύο παιδία αποφασίζουν να βρεθούν από κοντά και αρχίζουν να σχηματίζουν μια μυστική εξωσχολική φιλία. Τα θεμέλια της συμμαχίας τους εδράζονται στην περιθωριοποίησή τους από τους υπολοίπους και στην ευαλωτότητά τους, όμως οι ίδιοι αναπτύσσουν τον άρρητο κανόνα, τουλάχιστον στην αρχή, να μην θίγουν ποτέ το ζήτημα του εκφοβισμού. Μιλάνε για τις προσωπικές τους ασχολίες, την οικογενειακή τους κατάσταση, προσωπικές σκέψεις και προβληματισμούς. Σύντομα, όμως, θέτουν τα ερώτημα «γιατί;» και «γιατί σε εμάς;»

Το μπούλινγκ στην Ιαπωνία του 1990

Με μια πρόχειρη έρευνα στο διαδίκτυο, αποκαλύπτονται τα ακραία ποσοστά μπούλινγκ στα ιαπωνικά σχολεία, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις συχνές αναπαραστάσεις του φαινομένου στον Ιαπωνικό κινηματογράφο, όπως η βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο ταινία «Confessions», αλλά και το πρόσφατο συγκλονιστικό «Monster» του Χιροκάζου Κόρε Έντα. Ενώ το πρόβλημα δε φαίνεται να έχει επιλυθεί, η Καβακάμι τοποθετεί την ιστορία της στα 1990, ίσως για να αντλήσει από τις παιδικές της αναμνήσεις. Ο σχολικός εκφοβισμός όπως σκιαγραφείται εδώ είναι «τακτικός»: Τα παιδιά έχουν γίνει εξπέρ στο να προκαλούν σωματικό πόνο χωρίς να αφήνουν σημάδια, ενώ τα θύματα χωρίζονται με βάση το φύλο: τα αγόρια αναλαμβάνουν το μπούλινγκ των αγοριών και τα κορίτσια των κοριτσιών, ενώνοντας τις δυνάμεις τους μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις εξευτελισμού.

Πέρα από τις γλαφυρές περιγραφές της σωματικής βίας που δέχονται τα παιδιά, ειδικά ο ανώνυμος αφηγητής, οι οποίες κλιμακώνονται σε ένταση και αποκρουστική σκληρότητα, η Καβακάμι περιγράφει έντονα και την επακόλουθη ψυχολογική βία. Ο εκφοβισμός βιώνεται από την παιδική ψυχή σαν τρομοκρατία, που δημιουργεί άγχος και ταχυκαρδία ακόμα κι όταν δε συμβαίνει, σαν κατ’ επανάληψη  εκδήλωση μετατραυματικού στρες. Ο ανήλικος πρωταγωνιστής είναι εγκλωβισμένος σε μια πνευματική φυλακή και εκπλήσσεται από το ενδεχόμενο λίγης προσοχής ή αγάπης. Η φιλία και οι υποχρεώσεις της είναι άγνωστη στο λεξιλόγιο του κακοποιημένου παιδιού. Η συγγραφέας υπονοεί ότι ο σχολικός εκφοβισμός στρέφει αναπόδραστα το άτομο κατά του εαυτού του και διαστρεβλώνει την αυτοεικόνα. Ο αφηγητής αρχίζει να σιχαίνεται τη φάτσα του, το μάτι του, γεμίζει ασφυκτικά από ένα αίσθημα ντροπής.

Ηλιαχτίδα ελπίδας

Μοναδική ηλιαχτίδα στη ζοφερή καθημερινότητα των θυμάτων αλλά και στην ασθματική αναγνωστική εμπειρία είναι η επικοινωνία μεταξύ των παιδιών. Το βιβλίο μπορεί να αναγνωστεί και ως μια αντιπαραβολή σκληρότητας και φροντίδας, αφού η ωμή βία εναλλάσσεται με την τρυφερότητα των συναντήσεων των συμμαθητών. Σαν το αγαπημένο μουσείο της Κοτζίμα, όπου “κάθε πίνακας ήταν μια στιγμής καταστροφής που συνέπιπτε με τη στιγμή που γεννιόταν κάτι υπέροχο”, έτσι και στο βιβλίο κάθε σκηνή καταστροφής διαδέχεται μια στιγμή τρυφερότητας μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Ωστόσο, σταδιακά υψώνεται μεταξύ τους ένα τείχος, καθώς οι δύο έφηβοι αντιλαμβάνονται πολύ διαφορετικά τόσο τον εκφοβισμό όσο και τη ζωή γενικότερα. Οι άβολες στιγμές μεταξύ τους είναι πολλές και σε κανένα σημείο δεν φαίνεται ότι μπορούν εν τη ενώσει να κερδίσουν τον πόλεμο κατά των βασανιστών τους. Η μεταξύ τους εγγύτητα δεν μπορεί να αντισταθμίσει το τραύμα με το οποίο και οι δύο έχουν στιγματιστεί.

Έπειτα, τα παιδιά έχουν πολύ διαφορετικούς μηχανισμούς επίλυσης (copying mechanisms). Η Κοτζίμα προσπαθεί να εξηγήσει φιλοσοφικά τον βασανισμό τους, μέχρι που αποφασίζει να επαναοικειοποιθεί τη θυματοποίησή της. Κάποτε σταματάει εντελώς να τρώει και να πλένεται, υπομένοντας μαρτυρικά την τύχη της και εμμένοντας στην αυταπάτη ότι υπάρχει κάποια εμπρόθετη δράση στην παθητικότητά της. Ο αφηγητής, από την άλλη, βυθισμένος σε ένα είδος εφηβικής κατάθλιψης, προσπαθεί να εξηγήσει τα μαρτύριά του βρίσκοντας ως εξιλαστήριο θύμα τα μάτια του, συγκεντρώνοντας σε αυτά όλους τους λόγους για τους οποίους υφίσταται το μπούλινγκ. Όταν αναμετρηθεί με έναν από τους θύτες, αρνείται να πιστέψει ότι τα μάτια του είναι ήσσονος σημασίας για τους εκφοβιστές του.

Αδικαιολόγητη βία

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο ότι στο εν λόγω βιβλίο, η Καβακάμι εστιάζει και στους θύτες, δήλωση που γεννά την προσδοκία μιας αιτιολόγησης των συνθηκών που κηλιδώνουν την εφηβική ψυχή, ώστε να προκαλέσει τόσο πόνο σε μια άλλη. Ωστόσο, η Γιαπωνέζα συγγραφέας δεν έχει καμία διάθεση να εμφανίσει κάποια παρεξηγημένη ή αθέατη πλευρά των θυτών, ή να αναδείξει τις πολύπλοκες σχέσεις εξουσίας εντός της οικογενείας αυτών. Υπονοεί αλλά δεν δικαιολογεί. Υπάρχουν παιδιά που επιλέγουν την βία, επιλέγουν την επίδειξη της δύναμης και την επιβολή στον αδύναμο, γιατί υπάρχουν ενήλικες που κάνουν το ίδιο.

Όλο το έργο διαβάζεται με μεγάλη δυσφορία, με ταχυπαλμία και κόμπο μία στο λαιμό και μία στο στομάχι. Το συγκλονιστικότερο χαρακτηριστικό του είναι ότι γίνεσαι μάρτυρας των δυστυχισμένων σκέψεων του νεαρού πρωταγωνιστή και του αταίριαστου με την ηλικία του πόνου. Όλα τα όμορφα χαρακτηριστικά της πρώιμης ενηλικίωσης ποτίζονται από αυτή την εμπειρία και αναπτύσσεται μια διαστρεβλωμένη εικόνα για το σεξ, την αγάπη, τη φιλία και την αφοσίωση.

Το γεγονός ότι ένα παιδί κουβαλάει όλο τον πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης δημιουργεί την αίσθηση μιας σαλιντζερικής αφηγηματικής φωνής που βάλλει κατά των εξουσιαστικών και απάνθρωπων συμπεριφορών, του Κακού και της βίας, ίδια του ενήλικου κόσμου. Το αμφίσημο τέλος, αν και επιδέχεται διάφορων ερμηνειών, μοιάζει να προσφέρει μια κάθαρση στον ήρωα, αλλά δεν λυτρώνει τους αναγνώστες. Αντιθέτως, το ψυχολογικό φορτίο που εναποθέτει πάνω σου η συγγραφέας σε ακολουθεί για καιρό μετά την ανάγνωση.

Related stories

Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου “Ίρις” 2024 – Οι Υποψηφιότητες

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ανακοινώθηκαν χθες, οι υποψηφιότητες για τα...

Οι αρχιτέκτονες της πόλης στον Εξώστη | Νάσια Σπυριδάκη

Κάθε βδομάδα φιλοξενούμε στον Εξώστη αρχιτέκτονες της πόλης και...

Αστικοί Θρύλοι | Ο Μεσσίας Σαμπατάι Σεβί

γράφει η Μαρία Ράπτη Λένε πως έρχεται ο Μεσσίας, πως...

Το σπίτι του Δημήτρη Αμελαδιώτη είναι ένα έργο τέχνης σε εξέλιξη

WHO IS WHO: Μου αρέσει να παρουσιάζομαι ως εικαστικός,...

Οι ταινίες της εβδομάδας 25.04-01.05.2024

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Η κατρακύλα στα εισιτήρια των κινηματογράφων...