Μεταξύ «συρμού» και αποβάθρας
γράφει ο Άγγελος Μαλλίνης
Άρχισε το καλό τρίμηνο. Οι μήνες που κάνουν τη ζωή σε αυτή τη χώρα να μοιάζει με τύχη. Θα είναι το πρώτο Σαββατοκύριακο στη Χαλκιδική για φέτος. Όλοι σας, για τους δικούς σας διαφορετικούς λόγους, ανυπομονείτε. Έχεις έτοιμη και τη λίστα με τα βιβλία που θα πάρεις μαζί σου. Θα τα τοποθετήσεις αρχικά στο τραπέζι της κουζίνας του μικροσκοπικού εξοχικού σας και θα τα μεταφέρεις κάθε φορά είτε στον καναπέ, είτε στο πάτωμα πάντοτε με κάποιο κίνδυνο να τα λαδώσεις. Όπως το Εμμανουήλ και Αικατερίνη της Ρέας Γαλανάκη που πρόπερσι σου πέσανε γεμιστά της γιαγιάς Στέλλας. Τα γεμιστά και τα ορφανά γεμιστά (1-14 Αυγούστου, νηστεία) είναι το επίσημο καλοκαιρινό φαγητό.
Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, βράδυ Δευτέρας. Αργεί το ΣΚ. Σου αρέσει αυτή η συνήθεια που αναπτύξατε με την Στελίνα κάθε βράδυ να διαβάζετε την πρώτη σελίδα κάθε κεφαλαίου από τον Όλιβερ Τουίστ κάτω από την κουβέρτα κάνοντας χρήση τον φακό διαβάσματος που σου έκανε δώρο η Θύμη για τα γενέθλιά σου. Σου θυμίζει την εποχή που ήσουν στη ΣΕΑΠ (Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού) τότε που σχεδόν κάθε βράδυ κουκουλωνόσουνα κάτω από την κουβέρτα και διάβαζες λίγες σελίδες μέχρι να σε πάρει ο ύπνος. Πολλές φορές από την κούραση και την εξάντληση δεν προλάβαινες ούτε παράγραφο να βγάλεις. Σας πήρε ο ύπνος με τη Στελίνα στο κρεβάτι της και ξύπνησες κατά τις 2 τα μεσάνυχτα, πήγες στην τραπεζαρία να φτιάξεις την τσάντα σου για το πρωί. Προσπαθείς να θυμηθείς ποια βιβλία είχες πάρει μαζί σου στο στρατό. Σίγουρα είχες μαζί σου το Πάντα καλά του Παύλου Μάτεσι και το Επι ψύλλου κρεμάμενος, διηγήματα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Πήγες στη βιβλιοθήκη να τα αναζητήσεις. Τα βρήκες και ησύχασες. Ανάμεσα στα βιβλία που θα πάρεις μαζί σου το καλοκαίρι είναι και το Ελσίνκι του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, δώρο της Μάγδας και του Στράτου. Αλλά βγαίνει από την στοίβα και θα το πάρεις μαζί σου στο ταξίδι Θεσσαλονίκη-Αθήνα-Μύκονο και πίσω αυθημερόν για κάτι επείγον που προέκυψε. Το διάβασες στις πτήσεις και στο αεροδρόμιο.
Τα μικρά κεφάλαια και η αφήγηση η οποία δεν είναι γραμμική λειτουργούν εξαιρετικά, δίνοντας γρήγορο ρυθμό στην ανάγνωση. Στην αφήγηση ξετυλίγεται η τελευταία εικοσαετία μέσα σε ένα νοητό γεωγραφικό τρίγωνο μεταξύ Ελλάδας, Φιλανδίας και Κουρδιστάν. Ο Γρηγοριάδης αναφέρεται με νηφαλιότητα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, του μεταναστευτικού και της πανδημίας αφήνοντας να μιλήσουν με τη ζωή τους οι ήρωες, αναγνωρίζοντας αρκετές φορές τους εαυτούς μας μέσα σε αυτές τις συνθήκες. Κι τώρα που λέμε για ήρωες. Οι χαρακτήρες (που πλάθει;) στο Ελσίνκι είναι όλοι ένας και ένας, είναι για φίλημα.
Καλές είναι οι αφηγηματικές τεχνικές, σημαντική και η πλοκή στα βιβλία, αυτό όμως το μυθιστόρημα έχει ψυχή. Το Ελσίνκι είναι προϊόν γέννας. Αν τον είχες μπροστά σου θα του έκανες μόνο μια ερώτηση. Ήρθε στο φως με εμβρυουλκό ή ήταν μια φυσιολογική γέννα; Ο Γρηγοριάδης με το Ελσίνκι απλώνει ένα χάρτη κατάχαμα. Από την μια πλευρά έχουμε την πραγματική γεωγραφία, την ζώσα ιστορία και ακριβώς πίσω από τον χάρτη υπάρχουν συναισθήματα, επιθυμίες, πάθη, ματαιώσεις, φιλία, έρωτας, αγάπη. Ένα ζωντανό ημερολόγιο. Ο συγγραφέας βρίσκει τη δύναμη και γυρνάει ανάποδα το χάρτη, μας φανερώνει τις δικές του σημειώσεις, «ό,τι γράφτηκε στο χαρτί ξεγράφτηκε απ’ τη ζωή, παίρνοντας μαζί του την αλήθεια». Το μυθιστόρημα παρουσιάζει έναν κόσμο εύθραυστο. Αν δεν είναι αυτός ο γυάλινος κόσμος, τότε ποιος είναι; Ανασύροντας στο μυαλό σου τον Τένεσι Ουίλιαμς θυμάσαι τη φράση. Ανάμεσα σε δύο τόπους η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος.
- Μη πεις λέξη για τη πλοκή, πες μας πως ένιωσες διαβάζοντάς το.
Όσο ψύχραιμος και να είναι ο Γρηγοριάδης είναι ολοφάνερο πως η συγκίνηση οδηγεί την ιστορία. Τον πόνεσες τον Αντώνη. Οι τελευταίες σελίδες σε αναστατώσανε! Έγραψες: Εξαιρετικό!
Φθάσατε Χαλκιδική, δεν προλάβατε να κατεβάσετε βαλίτσες καθίσατε στο τραπέζι του μπαλκονιού της γιαγιάς Στέλλας. Γεμιστά με κιμά. Κάθε μερίδα και 300 γρ φέτα.
Καλά τα έκανες Στέλλα μ’. Λίγο αλατάκι θέλαν. Άγγελε φέρε το αλάτι, σου λέει ο παππούς Μπίλης. Του το δίνεις και το αδειάζει στη χωριάτικη και στα γεμιστά. Αυτό συμβαίνει κάθε μεσημέρι σε όλα τα φαγητά. Με τα γεμιστά μεγάλωνε η Στελίνα τα καλοκαίρια στο χωριό, δεν ήταν πολλά τα φαγητά που έτρωγε. Χαρά να δεις η Θύμη, την τάιζε τα γεμιστά της γιαγιάς Στέλλας μεσημέρι και βράδυ και την επόμενη αν μένανε. Αν μπορούσε να της τα δώσει και για πρωινό θα το έκανε. Μόνο οι Έλληνες χαίρονται τόσο όταν το παιδί τους τρώει ικανοποιητικά και βυθίζονται στη στεναχώρια όταν δεν κατεβάζουν μπουκιά; Εσείς πάντως ήσασταν τρισευτυχισμένοι. Και κυρίως η Θύμη. Η οποία, απολαμβάνει περισσότερο από όλους σας αυτά τα γεμιστά. Μα σπάνια την βλέπεις με το στόμα μπουκωμένο φαγητό, σου είναι τόσο ξένη η εικόνα. Υπέροχα, υπέροχα λέει και συνεχίζει να τρώει κάπως γρήγορα για τις συνήθειες της (όταν λες συνήθειες εννοείς πως ΠΑΝΤΑ ολοκληρώνει το μεσημεριανό της είκοσι λεπτά μετά τον τελευταίο), κρατώντας στο χέρι και μια φέτα ψωμί για να κάνει βούτα στη σαλάτα παίρνοντας ότι απέμεινε από σπόρους ντομάτας, μικροσκοπικά κομμάτια φέτας, ξερό κρεμμύδι και κυρίως λάδι.
Τοποθετείς τα βιβλία του καλοκαιριού στο τραπέζι του εξοχικού:
- Η βιβλιοθήκη των κρυφών ονείρων, Μιτσίκο Αογιάμα, εκδόσεις Πατάκη
- Κορίτσι, Camille Laurens, εκδόσεις Μεταίχμιο
- Οι Ρεμπέτες, Βασίλης Βασιλικός, εκδόσεις Κέδρος
- Γκούτλαντ, Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Πόλις
- Αιματοβαμμένος Μεσημβρινός, Cormac McCarthy, εκδόσεις Gutenberg
- Δικά μας παιδιά, Σοφία Νικολαΐδου, εκδόσεις Μεταίχμιο
- 800 μετ’ εμποδίων, Σταύρος Ζουμπουλάκης, εκδόσεις Πόλις
- Σούπερ Δυνάμεις, Κυριάκος Γιαλένιος, εκδόσεις Σαιξπηρικόν
- Τι όμορφη που είναι η ζωή, Μαρία Λαινά. Εκδόσεις Πατάκη
- Ποίηση 1963-2011, Κατερίνα Αγγελάκη Ρούκ, εκδόσεις Καστανιώτη
Τη σκυτάλη πηρέ ο Ανδρέας τρώγοντας εξίσου ικανοποιητικά τα γεμιστά ενώ η Στελίνα παραπονιέται πλέον πως δεν της αρέσει ο δυόσμος. Σκέφτεσαι πόσοι φάγανε αυτά τα γεμιστά στην αυλή. Ο Μίμης, ο Γρηγόρης, ο Στέλιος, η νονά Δέσποινα, η Ανθή, ο νονός Κώστας, ο Θείος Κώστας. Θυμάσαι τα κακαρίσματα, το κλάμα από τα γέλια και την μάνα σου να συνεχίζει να γεμίζει τα πιάτα. Έλεγες τις προάλλες στη Θύμη ότι δεν θυμάσαι πως περνούσανε τα καλοκαιριά σας πριν γεννηθεί το πρώτο σας παιδί. Μόλις θυμήθηκες, παραλία, βιβλία, ποτά και μια παρέα γύρω από γεμιστά. Και η μάνα σου να διακόπτει:
Να σας βάλω λίγο ακόμα;