HomeMind the artΚριτική Βιβλίου | Γκαμπριέλα Καμπεσόν Κάμαρα «Οι...

Κριτική Βιβλίου | Γκαμπριέλα Καμπεσόν Κάμαρα «Οι περιπέτειες της Τσίνα Άιρον»

Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2023, Μετάφραση: Άννα Βερροιοπούλου

γράφει η Φανή Χατζή

Ένα από τα διασημότερα βιβλία της αργεντίνικης λογοτεχνίας, το γραμμένο σε δύο μέρη έπος «Οι Περιπέτειες του Μάρτιν Φιέρο», του συγγραφέα Χοσέ Ερνάντες επαναπροσδιορίζεται μέσα από τη φρέσκια γραφή της Γκαμπριέλα Καμπεσόν Κάμαρα. Με τις «Περιπέτειες της Τσίνα ΄Άιρον», η Αργεντίνα συγγραφέας ανυψώνει τη δεκατετράχρονη σύζυγο του Μάρτιν Φιέρο, Τσίνα, σε πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια και, με εμφανώς σκωπτική διάθεση απέναντι στο εθνικό έπος, αναδιατυπώνει την ιστορία των φτωχών αγελαδάρηδων γκάουτσος και της αχανούς αργεντίνικης πεδιάδας πάμπας, προσθέτοντας την κουήρ γυναικεία οπτική της.

Η ανήλικη Τσίνα είναι μεν μια ηρωίδα του 19ου αιώνα, προσεγγίζεται όμως από μια φεμινιστική γυναικεία πένα του 21ου αιώνα. Ως τέτοια, διαθέτει την πυγμή, το θάρρος και την τσαχπινιά ενός μικρού κοριτσιού έτοιμου για περιπέτειες, αλλά ταυτόχρονα αφήνει πίσω της τις μαρτυρικές αναμνήσεις της κακοποίησής της και χειραφετείται. Οικειοποιείται εκ νέου το όνομά της, που στη διάλεκτο των γκάουτσος φέρει αρνητικές συνδηλώσεις και δε σημαίνει τίποτα πέρα από «κόρη» ή «γυναίκα», και αποβάλει τις επιβεβλημένες σε αυτή ταυτότητες. Αυτή και η Σκωτσέζα Λιζ ταξιδεύουν για «Τα Ινδιάνικα Εδάφη» προς αναζήτηση των συζύγων τους, που στρατολογήθηκαν βίαια από τον εθνικό στρατό. Ιππεύοντας μια άμαξα συμπυκνωμένου αγγλικού πολιτισμού, γεμάτη βιβλία, ρούχα, τσάι και καρυκεύματα, διασχίζουν την πορεία που διέγραψαν οι αυτόχθονες προς την καρδιά της χώρας.

Στο οδοιπορικό αυτό η Τσίνα μεταμορφώνεται, ενηλικιώνεται, ανακαλύπτει την σεξουαλικότητά της, μορφώνεται και ανθίζει. Αποκτά επίγνωση του εαυτού της και ανακαλύπτει το σώμα της. Δημιουργεί ακόμα τον δικό της τόπο, επιλέγοντας η ίδια τα μέλη της οικογένειάς της, την κοκκινομάλλα ερωμένη της, τον σκυλάκο της, Αστέρη, και σύντομα τον γκάουτσο Ροζάριο. Ο μικρός αυτός κύκλος ανθρώπων της επιτρέπει να πειραματιστεί με το φύλο της και τις επιτελέσεις αυτού. Η Τσίνα ακούει στην προσφώνηση good boy και ταυτόχρονα νιώθει άνετα μέσα στα ρούχα μιας lady. Εάν η Τσίνα είναι ένας άγραφος πίνακας όταν ξεκινάει το ταξίδι, αυτός ο πίνακας σταδιακά γεμίζει με γνώσεις, γεύσεις και εμπειρίες, απολαύσεις του σώματος και των αισθήσεων.

Το είδος του οδοιπορικού ευνοεί την προσωπική ανακάλυψη και εντείνει την αίσθηση ενός βιβλίου ενηλικίωσης, όμως, το συγκεκριμένο οδοιπορικό εξυπηρετεί και άλλους ρόλους. Σαν μια κουήρ παραλλαγή του «Περιμένοντας τους Βάρβαρους» του Κούτσι, η εξέλιξη του ταξιδιού αποκαλύπτει σταδιακά και το πρόσωπο των αληθινών βαρβάρων της αργεντίνικης πάμπας. Πέρα από την αποικιοκρατική επιβολή στο σώμα, τον συστηματικό δηλαδή διωγμό των ιθαγενών, η συγγραφέας αναδεικνύει και την επιβολή στο πνεύμα, εμμένοντας στην επιστημική βία, την κατάπνιξη των μαρτυριών των αυτόχθονων και την υποβίβαση του πολιτισμού τους ως κατώτερου. Όταν, για παράδειγμα, οι γυναίκες φτάνουν στο σπίτι του Ερνάντες, συγγραφέα του Μάρτιν Φιέρο, η γραφή της Καμάρα γίνεται ιδιαίτερα επικριτική και σαρκαστική, καυτηριάζει την παραγωγή λογοτεχνίας σε βάρος των εξουσιασμένων λαών και την πολιτισμική νουθεσία. Η συγγραφέας μάλιστα απομυθοποιεί πλήρως τον συγγραφέα του διάσημου έπους υπονοώντας ότι καρπώθηκε τις αφηγήσεις ενός άσημου γκάουτσο. Η κριτική της κορυφώνεται με τον εμετικό-κυριολεκτικά-μονόλογο του “τσιφλικά πατριάρχη”, όπως τον αποκαλεί η Τσίνα Άιρον.

Ο καμβάς της Αργεντίνικης πάμπας, χωρισμένης από ένα ξύλινο παραπέτασμα που διαχωρίζει τους αγελαδάρηδες και τους ιθαγενείς από τους ομοσπονδιακούς στρατιώτες και γαιοκτήμονες, επιτρέπει στην Κάμαρα να σχολιάσει και κάποια σύγχρονα κατάλοιπα της αποικιοκρατικής επέλασης στη χώρα της. Ιδιαίτερα έντονη είναι η οικοκριτική της, η οποία δίνει έμφαση στην κτηνωδία της κρεατοφαγίας. Η τακτική των αυτοχθόνων να ζητούν συγχώρεση από τα ζώα πριν τα σκοτώσουν μοιάζει αφελής, αλλά σίγουρα λιγότερο βάρβαρη από την αλόγιστη μαζική σφαγή. Έπειτα, η συγγραφέας σχολιάζει ένα επιβεβλημένο καθεστώς περιπλάνησης των γηγενών πληθυσμών, που συνειρμικά φέρνει στο νου τους σύγχρονους μετανάστες.

Πέρα από την δεινή εικονοποιητική της ικανότητα, η οποία ζωντανεύει τη χλωρίδα και την πανίδα της πάμπας, γεμίζοντας χρώμα, ήχους και υφές τις σελίδες του έργου της, η Κάμαρα χειρίζεται εξαίσια και τη γλώσσα. Αρχικά, τα γλωσσικά παιχνιδίσματα των δύο γυναικών, που οδηγούν σε ένα κράμα ισπανικών και αγγλικών, συμφιλιώνουν τις δύο γλώσσες υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα την αποικιακή καταπάτηση των εδαφών που διασχίζουν οι γυναίκες. Στη συνέχεια του έργου, η επιλογή της συγγραφέως να αφήσει αμετάφραστες φράσεις των αυτοχθόνων διαλέκτων γκουαρανί και μαπούτσε αποκαθιστά την διαχρονική σίγαση των γλωσσών των ιθαγενών. Καθ’ όλη την έκταση του μυθιστορήματος, πάντως, η γλώσσα της Κάμαρα σαγηνεύει, άλλοτε με το λυρισμό της κι άλλοτε με την λεπτεπίλεπτη ακρίβειά της. Αποδίδεται, μάλιστα, από τη μεταφράστρια Άννα Βερροιοπούλου, σε όλο της τον πλούτο και πυκνότητα, έτσι ώστε να μη χάνει τη ζωηράδα, την προφορικότητα αλλά και τον ρυθμό της.

Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, στο μυθιστόρημα είναι ότι η συγγραφέας οικειοποιείται ένα είδος κατά κανόνα ανδρικό και εθνικό, το «γκαουτσέσκο», για να δώσει φωνή στους συσκοτισμένους της Αργεντινής Ιστορίας, στα κουηρ υποκείμενα και τους γηγενείς πληθυσμούς, που αποκλείστηκαν από το συλλογικό φαντασιακό. Απομυθοποιεί το εθνικό αφήγημα που χτίστηκε πάνω στις κτηνωδίες εις βάρος των ιθαγενών και διανθίζει το έργο με χιούμορ, διακωμωδώντας τόσο τους μάτσο στίχους του είδους όσο και τις τοξικά αρρενωπές φιγούρες του.

Το τέλος της Κάμαρα, γεμάτο μέθη και ερωτισμό, πολυσυντροφική συνύπαρξη και ρευστά όρια σεξουαλικότητας και φύλου, προσφέρει μια μη ετεροκανονική και πλουραλιστική εναλλακτική για τη δημιουργία κοινοτήτων. Βγαλμένο από τους κόλπους μιας οικοφεμινιστικής ονείρωξης, το τέλος αυτό συμφιλιώνει την φύση και τους ανθρώπους και τους ιθαγενείς με τους γκάουτσος. Όσο κι αν η ουτοπική αυτή κατάληξη, όμως, ισορροπεί στα όρια σουρεάλ και πραγματικότητας, δεν παύει να συνιστά ένα όραμα για την διαχείριση της διαφορετικότητας και συνιστά μια ηχηρή έκκληση για ορατότητα και συμπερίληψη.

Related stories

Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου “Ίρις” 2024 – Οι Υποψηφιότητες

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ανακοινώθηκαν χθες, οι υποψηφιότητες για τα...

Οι αρχιτέκτονες της πόλης στον Εξώστη | Νάσια Σπυριδάκη

Κάθε βδομάδα φιλοξενούμε στον Εξώστη αρχιτέκτονες της πόλης και...

Αστικοί Θρύλοι | Ο Μεσσίας Σαμπατάι Σεβί

γράφει η Μαρία Ράπτη Λένε πως έρχεται ο Μεσσίας, πως...

Το σπίτι του Δημήτρη Αμελαδιώτη είναι ένα έργο τέχνης σε εξέλιξη

WHO IS WHO: Μου αρέσει να παρουσιάζομαι ως εικαστικός,...

Οι ταινίες της εβδομάδας 25.04-01.05.2024

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Η κατρακύλα στα εισιτήρια των κινηματογράφων...