HomeMind the artΚριτική Βιβλίου | Ακουέκε Εμέζι «Ο θάνατος...

Κριτική Βιβλίου | Ακουέκε Εμέζι «Ο θάνατος του Βιβέκ Ότζι»

Μετάφραση Βίβιαν Στεργίου, Εκδόσεις Στερέωμα

Ο «Θάνατος του Βιβέκ Ότζι» ήταν μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές εκπλήξεις της περσινής χρονιάς. Μας συνέστησε μια συγγραφική φωνή πολύ δημοφιλή στο εξωτερικό, έναν αξέχαστο λογοτεχνικό ήρωα και μια σπάνιας ομορφιάς και οξυδέρκειας γραφή που εντυπώνεται στον νου για καιρό.

Για το Ακουέκε Εμέζι

Το Ακουέκε Εμέζι [they/them/theirs] που γεννήθηκε στη Νιγηρία μόλις το 1987 είναι με βάση το προσωπικό του ιστολόγιο ένα «διεπιστημονικό καλλιτεχνό που κατοικεί σε οριακούς χώρους». Μαλωμένο με τα δίπολα και το δυαδικό φύλο, το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται ως «ogbanje», ως σκανδαλιάρικο πνεύμα που παίρνει για λίγο ανθρώπινη μορφή. Οι αυτόχθονες πνευματικές πρακτικές, ιδιαίτερα αυτές των φυλών Tamil και Igbu της καταγωγής του, η αφρικανική πολιτιστική κληρονομιά, η ταυτότητα και η κοινότητα είναι μερικές από τις θεματικές που το απασχολούν συγγραφικά και καλλιτεχνικά.

Το Εμέζι έχει γράψει μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα επτά βιβλία πεζογραφίας, ποίησης, νεανικής λογοτεχνίας και non fiction, έχει κυκλοφορήσει το πρώτο του μουσικό άλμπουμ και συνεχίζει να πειραματίζεται με τις Τέχνες και τα μέσα. Η αδιάκοπη δημιουργία αυτής της πολυσχιδούς προσωπικότητας γεννά κάποια επιφυλακτικότητα για την ποιότητα του παραγόμενου υλικού. Η ανάγνωση του έργου, όμως, καταρρίπτει κάθε δισταγμό, προδίδει αμέσως το πόσο λεπτοδουλεμένο είναι.

Σαν φωτογραφίες παλιάς κοπής…

Το βιβλίο ξεκινά με μια πρόταση που δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας του τίτλου: «Έκαναν στάχτες την αγορά τη μέρα που πέθανε ο Βιβέκ Ότζι». Στα επόμενα κεφάλαια, μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες και μια σπειροειδή γραφή που ξεδιπλώνεται σταδιακά αλλά επιστρέφει στο γεγονός του θανάτου ξανά και ξανά, θα έρθει στο φως η ιστορία της ζωής του Βιβέκ. Το μυστήριο θα διατηρηθεί αμείωτο μέχρι τέλους, ενώ ο πρωταγωνιστής της ιστορίας θα πάρει τον “λόγο” σε λίγα πλην σημαντικά στιγμιότυπα-κεφάλαια.

Η αφηγηματική φωνή στο εναρκτήριο κεφάλαιο μας καλεί να φανταστούμε αυτή την ιστορία σαν «μια σειρά φωτογραφίες παλιάς κοπής» με τις πρώτες από αυτές να απεικονίζουν τη γνωριμία του Τσίκα και της Καβίτα, των γονιών του Βιβέκ. Η φωτογραφία της γέννησής του θα ήταν ένα αρνητικό, καθώς σηματοδοτείται από τον θάνατο της γιαγιάς του. Η πνευματική τους σύνδεση εγγράφεται στο σώμα του παιδιού: γιαγιά και εγγονός έχουν το ίδιο σημάδι στο πόδι.

Οι φωτογραφίες της παιδικής ηλικίας του Βιβέκ είναι ξέγνοιαστες και περιλαμβάνουν πολύ παιχνίδι με τον ξάδερφό του Όζιτα και τα κορίτσια της γειτονιάς του. Οι εικόνες της εφηβείας είναι πιο σκοτεινές, ο Βιβέκ γίνεται επιθετικός και χάνει τον έλεγχο του κορμιού του επί ώρες. Οι γονείς του τον εγγράφουν σε μια στρατιωτική σχολή από την οποία σύντομα διαγράφεται. Κάποια κομμάτια του παζλ στη ζωή του Βιβέκ μένουν ανεξιχνίαστα. Δεν μαθαίνουμε για τις πρώτες σεξουαλικές του εμπειρίες, για τους μήνες στο πανεπιστήμιο και τον εκφοβισμό των συνομηλίκων του. Ξέρουμε όμως ότι βιώνει την ενηλικίωση σαν ένα ανυπόφορο βάρος.

Μιλώντας για το φύλο χωρίς ταμπέλες

Στο μετά θάνατον αφηγηματικό επίπεδο, η θρηνούσα μητέρα του προσπαθεί να απαντήσει σε ένα μυστήριο για την ίδια -πώς και γιατί πέθανε ο Βιβέκ;- και οι φίλοι του αναρωτιούνται εάν πρέπει να αποκαλύψουν στην Καβίτα την αλήθεια. Όσο προχωρά η αφήγηση και φτάνουμε να γνωρίζουμε περισσότερα από αυτά που κατά τραγική ειρωνεία αγνοεί η μητέρα του, όσο μπαίνουμε στον απολύτως ιδιωτικό του χώρο και σε αυτό που είχε χτίσει ως ασφαλές μέρος, καταλαβαίνουμε ότι ο Βιβέκ ήταν ένα ξεχωριστό πλάσμα που ασφυκτιούσε στις ετεροκανονικές επιταγές του φύλου του και της αρρενωπότητας.

Στη συντηρητική νιγηριανή κοινωνία της δεκαετίας του 1990, του έντονου θρησκευτικού φανατισμού και της πατριαρχίας, οι έμφυλοι ρόλοι είναι αυστηρά διαμοιρασμένοι: Τα μακριά μαλλιά, η ευαισθησία και η επαφή με τη φύση είναι “γυναικεία πράγματα”. Ένα παιδί λοιπόν που έκρυβε λουλούδια στο αγαπημένο του βιβλίο για να αποξεραθούν και φορούσε τα βαριά κοσμήματα της προίκας της μαμάς του, που του άρεσε να του χτενίζουν τα μακριά μαλλιά του και να φοράει φορέματα δεν χωρούσε σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο.

Το Εμέζι ποτέ δεν φοράει στον Βιβέκ ταμπέλες (τρανς, κουήρ) και όσο εμείς προσπαθούμε να ιατρικοποιήσουμε την κατάσταση του Βιβέκ (δυσφορία φύλου) ή να τη χωρέσουμε σε ασφυκτικά καλούπια («παρενδυσία») για να «πιάσουμε» τον ήρωα, ο ήρωας ξεφεύγει σαν αερικό. Ο Βιβέκ είναι σαν ένα λεπτό χαρτί που δεν μπορείς να γραπώσεις, μια υπερβατική φιγούρα, περαστική από τον γήινο κόσμο που ούτε οι αναγνώστες ούτε ο περίγυρός του μπόρεσε να συλλάβει στην ολότητά του. Μόνο οι άγνωστοι σε αυτόν αυτόπτες μάρτυρες μπόρεσαν να τον θαυμάσουν, απαλλαγμένοι από την προστατευτικότητα που μεσολαβεί σε όλες τις άλλες σχέσεις του Βιβέκ.

Η έννοια του θανάτου στο Εμέζι

Το βιβλίο μεταχειρίζεται τον θάνατο με τρόπους πιο ευρείς από τον βιολογικό. Η γιαγιά του Βιβέκ φαίνεται να ζει μέσα από τον εγγονό της, ενώ η θεία του, η Μαίρη, βιώνει τον θάνατο του παλιού, ανοιχτόμυαλου εαυτού της όσο επιτρέπει στον θρησκευτικό φανατισμό να την καταλάβει. Ο Βιβέκ, από την άλλη, φαίνεται να «πεθαίνει» πολύ νωρίτερα από τον προαναγγελμένο βιολογικό του θάνατο.

Το πιο συγκινητικό στη γραφή του Εμέζι είναι η ενσυναίσθηση και η τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζει όχι μόνο αλησμόνητο κεντρικό ήρωα, αλλά και τους ανθρώπους που μένουν πίσω και καλούνται να διαχειριστούν το πένθος. Η μετάφραση της Βίβιαν Στεργίου αποδίδει άρτια τον παλμό, τη ζωντάνια, τη φρεσκάδα της γραφής και σέβεται την επιλογή του Εμέζι να αφήσει αμετάφραστες τις λέξεις των διαλέκτων. Πρόκειται για μεταφραστική μαεστρία, καθώς εξυπηρετεί τη συγγραφική βούληση να είναι αυτές οι λέξεις ένας ανοίκειος τόπος αντίστασης.

Το Εμέζι εκφράζει μέσα από τον δημόσιο λόγο του αλλά και τα βιβλία του μια δυσπιστία ως προς τα όρια που το σώμα υποδεικνύει για τον αυτοπροσδιορισμό μας. Αυτή η μεθοριακότητα που έγινε ταυτότητα προσδιορισμού για αυτό, εμπεριέχεται στη γραφή του. Η γραφή του αποτυπώνει αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στο πένθος και τον εορτασμό μιας νέας ζωής, ανάμεσα στη σήψη της πατριαρχικής οικογένειας και την ανάδυση νέων οικογενειών που μπορούν να σε αγαπήσουν όπως είσαι, ανάμεσα στην επισφάλεια του να διεκδικείς χώρο σε μια κοινωνία που σε θεωρεί απόβλητο και να νιώθεις ασφάλεια σε έναν χώρο που φτιάχτηκε για να σε χωρέσει, ανάμεσα στο σκοτάδι του πένθους και το φως της αναγέννησης.

Related stories

Ραντεβού στα λουλουδάδικα: Σε αυτή τη γειτονιά, είναι όλα ανθισμένα

γράφει η Έλλη Πελίτη/ Φωτογραφίες: Μαρία Ευσταθιάδου "Κρύβομαι μες στο...

Οι αρχιτέκτονες της πόλης στον Εξώστη | Στέφανος Σκαρλακίδης

Κάθε βδομάδα φιλοξενούμε στον Εξώστη αρχιτέκτονες της πόλης και...

Το Challengers αποτελεί την καλύτερη επιλογή στις αίθουσες αυτή την περίοδο που διανύουμε

γράφει ο Γιώργος Δημητρόπουλος CHALLENGERS (2024) του Λούκα Γκουαντανίνο Διάρκεια: 132’ Η...

Αφιερώματα στον Ελληνικό Κινηματογράφο

γράφει η Γεωργία Αρχοντή Με αφορμή τοπικές προβολές και αφιερώματα,...

Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου “Ίρις” 2024 – Οι Υποψηφιότητες

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ανακοινώθηκαν χθες, οι υποψηφιότητες για τα...