HomeMind the artΚριτική Βιβλίου | Gayl Jones, «Κορετζιντόρα»

Κριτική Βιβλίου | Gayl Jones, «Κορετζιντόρα»

γράφει η Φανή Χατζή

Εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2022, Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

Βρισκόμαστε στον μετεμφυλιακό Αμερικανικό Νότο, στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Η Ούρσα Κορετζιντόρα είναι μια νεαρή μαύρη τραγουδίστρια των μπλουζ. Έχει παντρευτεί έναν χειριστικό και κακοποιητικό σύζυγο, ο οποίος στο πρώτο μόλις ενσταντανέ του βιβλίου, πάνω σε μια κρίση ζηλοφθονίας, την σπρώχνει από τις σκάλες. Αποτέλεσμα του τραυματισμού είναι η αφαίρεση της μήτρας της Ούρσα, μια απώλεια που της στοιχίζει σε πολλαπλά επίπεδα. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που ξετυλίγεται στη συνέχεια λειτουργεί ως ένα οργισμένο «ημερολόγιο» επούλωσης του σωματικού και ψυχικού της τραύματος.

Η Ούρσα βιώνει την επώδυνη απουσία της μήτρας της ως μια επίκτητη, σκοπίμως προκληθείσα αναπηρία που της αφαιρεί το δικαίωμα τεκνοποιίας. Η ανάγκη αναπαραγωγής, ωστόσο, δεν συνδέεται εδώ με μια αόριστη πατριαρχική επιταγή που εξαναγκάζει τη γυναίκα στον ρόλο της μητέρας. Η τεκνογονία αποκτά ύψιστη σημασία γιατί εξασφαλίζει την κληροδότηση της μαύρης μαρτυρίας, ελλείψει γραπτών αποδείξεων της έμφυλης και φυλετικής βίας που υπέστησαν οι γυναίκες συγγενείς της Ούρσα. Η στέρηση της μήτρας τής στερεί και το δικαίωμα να διατηρήσει ζωντανή την ιστορία της οικογένειάς της. Φέρουσα το συνειδησιακό αυτό βάρος, συγκεντρώνει όλο τον πόνο και την οδύνη της μητρογονικής της πλευράς, ανήμπορη να εναποθέσει το διαγενεακό τραύμα έστω εν μέρει σε κάποιον απόγονο.

Στις εγκιβωτισμένες ονειρικές σεκάνς αναδρομικής πολυφωνικής αφήγησης, η γιαγιά και προγιαγιά της πρωταγωνίστριας λεκτικοποιούν τη βία που υπέστησαν από τον Κορετζιντόρα, τον Πορτογάλο ιδιοκτήτη σκλάβων που τις βίαζε και τις εξέδιδε συστηματικά. Εκτεθειμένη στις γλαφυρές ιστορίες της γιαγιάς και της προγιαγιάς της από πολύ μικρή ηλικία, η Ούρσα προσωποποιεί τη βία στην απειλητική φιγούρα του προγόνου της, παππού και προπάππου της, βιαστή και πατέρα της γιαγιάς και της μαμάς της. Στην ενήλικη ζωή της, ο Κορετζιντόρα στοιχειώνει την ίδια της την ύπαρξη αφού την έχει σημαδέψει με το όνομά του και την έχει στιγματίσει με το νοσηρό αιμομικτικό του γονίδιο. Αν και νεκρός, επιβιώνει μέσα από τις εντυπωμένες στη συνείδηση της Ούρσα ιστορίες και μετενσαρκώνεται σε όλους τους άνδρες της ζωής της. Το τραύμα, όπως η ίδια υπαινίσσεται, κατοικεί κάτω ακριβώς από το δέρμα της. Το σώμα και η σεξουαλικότητά της είναι γι’ αυτήν τόσο μιασμένα, που της στερούν την ελεύθερη απόλαυση των γενετήσιων πράξεων.

Εξίσου στιγματισμένη μοιάζει να είναι και η μαύρη κοινότητα στην οποία εντάσσει η Jones την πρωταγωνίστριά της. Τα μαύρα υποκείμενα, βαθιά σημαδεμένα από τις προεμφυλιακές μνήμες, αγωνίζονται μέσα σε μια λευκοκρατούμενη Αμερική, που εισέρχεται δυναμικά στην ψυχροπολεμική περίοδο, αρνούμενη να αντιμετωπίσει το φυλετικό ζήτημα. Χωρίς περιουσία, περιθωριοποιημένοι σε συγκεκριμένες γειτονιές και διαχωρισμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία που σύντομα θα διεκδικήσει το αμερικανικό όνειρο, οι μαύροι ήρωες της Jones επιδιώκουν λίγη ευτυχία και αποτυγχάνουν παταγωδώς. Οι μαύροι άνδρες, κληρονόμοι κι αυτοί της βίας ως μορφής εξουσίας, επιβάλλουν τη δύναμή τους στα μόνα πλάσματα που βρίσκονται υπό τους, τις μαύρες γυναίκες.

Η Jones βρίσκει τον τρόπο, ωστόσο, να ορθώσει αναχώματα αντίστασης τόσο στη σήψη που προκαλεί η μνήμη του Κορετζιντόρα όσο και στην κοινωνική σήψη που επιβάλλει η λευκή υπεροχή. Χαρίζει στην ηρωίδα της και στο κείμενό της μια γλώσσα που τσακίζει κόκκαλα, ωμή, σκληρή, αιχμηρή. Αρχικά η γλώσσα αυτή μοιάζει να ενσωματώνει την ενοχοποιημένη οπτική της Ούρσα για το σεξ, οι λέξεις φέρουν πάνω τους την προστυχιά που έχει προσδώσει η Ούρσα σε οτιδήποτε σεξουαλικό. Σταδιακά, ωστόσο, γίνεται η γλώσσα όπλο αντίστασης, εσωκλείει όλη την οργή της ηρωίδας και γίνεται η απάντησή της στη βία.

Πέρα από τη γλώσσα, η Ούρσα διαθέτει ένα ακόμη όπλο στον αγώνα ανάκτησης της ταυτότητάς της, που της επιτρέπει ταυτόχρονα να διαφυλάξει τις ιστορίες της οικογένειάς της∙ τη μουσική. Η φωνή και το ταλέντο της να πλάθει μουσικές ιστορίες είναι ο δίαυλος έκφρασης και συνέχισης της παράδοσης. Η Jones καθιστά την Ούρσα απόγονη όχι μόνο της βίας και του μαύρου τραύματος αλλά και μιας μουσικής κληρονομιάς της αντίστασης, με πνευματικές και καλλιτεχνικές «μητέρες» τις Ma Reiny και Billie Holiday. Η Ούρσα διαχέει όσα θα εξιστορούσε στις κόρες της στην μουσική της, που λειτουργεί γι’ αυτήν εκτονωτικά και λυτρωτικά. Όπως η Ούρσα βρίσκει τρόπο να μεταδώσει την ιστορία της, έτσι και η Jones καταφέρνει με αυτό το έργο να καταθέσει το λιθαράκι στην διαφύλαξη της μαύρης συλλογικής μνήμης.

Related stories

Ραντεβού στα λουλουδάδικα: Σε αυτή τη γειτονιά, είναι όλα ανθισμένα

γράφει η Έλλη Πελίτη/ Φωτογραφίες: Μαρία Ευσταθιάδου "Κρύβομαι μες στο...

Οι αρχιτέκτονες της πόλης στον Εξώστη | Στέφανος Σκαρλακίδης

Κάθε βδομάδα φιλοξενούμε στον Εξώστη αρχιτέκτονες της πόλης και...

Το Challengers αποτελεί την καλύτερη επιλογή στις αίθουσες αυτή την περίοδο που διανύουμε

γράφει ο Γιώργος Δημητρόπουλος CHALLENGERS (2024) του Λούκα Γκουαντανίνο Διάρκεια: 132’ Η...

Αφιερώματα στον Ελληνικό Κινηματογράφο

γράφει η Γεωργία Αρχοντή Με αφορμή τοπικές προβολές και αφιερώματα,...

Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου “Ίρις” 2024 – Οι Υποψηφιότητες

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ανακοινώθηκαν χθες, οι υποψηφιότητες για τα...