HomeMind the artΘΕΑΤΡΟ | Βίρα τις Άγκυρες: ζει η...

ΘΕΑΤΡΟ | Βίρα τις Άγκυρες: ζει η επιθεώρηση;

γράφει το Θεατρόφυλλο

Μια «αναδρομή στην ελληνική επιθεώρηση αλλά και στην ιστορία της Ελλάδας» μάς καλεί να παρακολουθήσουμε φέτος το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στη σκηνή της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών με αφορμή τη συμπλήρωση 130 χρόνων από το ξεκίνημα της επιθεώρησης.

Ο λόγος φυσικά για το εμβληματικό Βίρα τις Άγκυρες των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, το οποίο είχε γραφτεί και πρωτοπαρουσιαστεί από το Εθνικό Θέατρο το 1997 και τώρα ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή του Κ.Θ.Β.Ε., Αστέρη Πελτέκη.

Η παράσταση, όπως και παρόμοιου τύπου παραστάσεις που έχουν ανέβει παλιότερα στο Κ.Θ.Β.Ε., όπως το Έλα απόψε στου Μελά (σκην. Γιάννης Καλατζόπουλος, 2012) και Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές! (σκην. Σοφία Σπυράτου, 2013), γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία με
το θέατρο να γεμίζει ακόμη και τους εξώστες του καθημερινά.

Άλλωστε, τα θεάματα αυτά –ας μην κρυβόμαστε– επιτελούν αυτόν τον σκοπό: να γεμίσει το θέατρο. Ασφαλώς αυτό δεν είναι κακό, κι αγαπάμε κι εμείς εδώ στη στήλη και τα τραγούδια, τον χορό και…τα μποά.

Αρκεί όμως να αγαπάει κανείς, περισσότερο ή λιγότερο, το είδος της επιθεώρησης για να ευχαριστηθεί την παράσταση; Αρκεί να δώσουμε στο μάτι και στο αυτί του θεατή ένα θέαμα τριών ωρών και βάλε για να χορτάσει; Πιστεύω πως δεν αρκεί· χρειάζεται ένα χέρι που να πάρει όλα αυτά τα –κατά πολύ επαναλαμβανόμενα– μοτίβα της ιστορίας της παράστασης και της Ιστορίας της Ελλάδας, να τα δέσει και να τα αναδείξει. Γιατί το λέμε αυτό; Γιατί η παράσταση θύμισε περισσότερο μία παράταξη σκηνών, όπου οι κλωστές της συρραφής ήθελαν ραπτομηχανή, να συναρμοστούν καλύτερα.

Δεν αρκεί η συνεχής παρουσία των δύο κομπέρ κι οι μικροεπεμβάσεις τους για να συνδέσουν πρόσωπα και στιγμές. Ακόμη και καλές και, ας πούμε, ατμοσφαιρικές και πρωτότυπες σκηνοθετικές ιδέες μένουν ανεκμετάλλευτες –π.χ. η «φωτογραφία» των προσφύγων που δημιουργείται χάρη στον φωτισμό. Χάνεται πολύ γρήγορα, πριν προλάβει να «γράψει» και δεν αξιοποιείται στη συνέχεια ως μία επωδός, όπως κάλλιστα θα μπορούσε, σε άλλες αντίστοιχα συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές με παρουσία πλήθους (ενδεικτικά αναφέρω στο κομμάτι της Ζεχρά και περίπου στο 1973-1974). Η παράσταση γενικώς θεωρούμε πως πλατείασε στο β΄ μέρος.

Μας έλειψε πολύ η παρουσία ενός δραματουργού στην παράσταση για να «φρεσκάρει» επίσης λίγο το κείμενο και να βοηθήσει στην καλύτερη σύνδεση των σκηνών.

Στην παράσταση συμμετείχαν με μεγαλύτερους ή μικρότερους ρόλους μια πλειάδα ηθοποιών (25 τον αριθμό), δύο χορεύτριες, δύο φιγκυράν καθώς και έξι μουσικοί. Σε γενικές γραμμές, όλοι οι ηθοποιοί υποστήριζαν σθεναρά αυτό που τους είχε ανατεθεί, χωρίς να υπάρχουν όμως και εκπλήξεις προς κάτι το εξαιρετικό, ενώ δεν έλειψαν κι οι μανιέρες. Πάντως, πρέπει να τους συγχαρούμε οπωσδήποτε για τον κόπο που καταβάλλουν, και να μας συγχωρούν όσοι/-ες στάθηκαν πιο στιβαρά στον ρόλο τους και δεν μνημονεύουμε ξεχωριστά, φοβόμαστε όμως ότι μπορεί να αδικήσουμε κάποιες/-ους λόγω απόστασης από τη σκηνή, πληθώρας ηθοποιών κ.λπ.

Αναμφίβολα, το πιο θεαματικό στοιχείο της παράστασης ήταν τα κοστούμια που σχεδίασε ο Νίκος Χαρλαύτης. Από την άλλη, τα σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη δεν μας έκαναν κάποια ιδιαίτερη αίσθηση, αισθανόμαστε άλλωστε ότι έχουμε πολλάκις δει τις δύο συγκεκριμένες κατασκευές με τις σκάλες τους κ.λπ., στις σκηνές του Κ.Θ.Β.Ε.

Οι χορογραφίες του Δημήτρη Παπάζογλου αντιπροσωπευτικές της εικόνας που έχουμε για κάθε μία από τις εποχές.

Εν τέλει, περάσαμε καλά στην παράσταση, ευχαριστηθήκαμε τα τραγούδια και το ξεσκόνισμα της μνήμης, αλλά θεωρούμε πως το κείμενο ήθελε σημαντικές παρεμβάσεις από έναν δραματουργό που θα συνεργαζόταν αρμονικά με τον σκηνοθέτη, ώστε να δούμε ένα θέαμα σφιχτότερο και περισσότερο σύγχρονο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε πράγματι η επιθεώρηση να μην καταλήξει μουσειακό είδος και να κάνουμε λόγο πλέον για «αναβίωσή» της, αλλά να αντιμετωπίζεται –αν όχι από άποψη περιεχομένου και κλείσιμο ματιού στο παρόν, τουλάχιστον από άποψη σκηνοθεσίας– όπως όλα τα θεατρικά κείμενα: σαν κάτι νέο και πρωτόγνωρο που λέγεται/παρουσιάζεται για πρώτη φορά.

Related stories

Πέθανε η Άννα Παναγιωτοπούλου

Μέσω ανάρτησης στα social media ο Σταμάτης Κραουνάκης γνωστοποίησε...

Οι ταινίες της εβδομάδας 02.05-08.05.2024

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Άνοιξαν την πόρτα οι θεατές επιτέλους...

Ημέρα Ελευθεροτυπίας και Σινεμά

γράφει η Γεωργία Αρχοντή Κάθε χρόνο στις 3 Μαΐου γιορτάζουμε...

Μεταξύ «συρμού» και αποβάθρας: Περιμένοντας τον άγγελο σαράντα χρόνια

Μεταξύ «συρμού» και αποβάθρας γράφει ο Άγγελος Μαλλίνης Ταξίδι στο κέντρο...