HomeCinemaΘα έχουμε πάντα το σινεμά "Απόλλων"

Θα έχουμε πάντα το σινεμά “Απόλλων”

του Χρήστου Κόκκινου
Ο παππούς μου ο Κώστας είχε θερινό σινεμά στη πίσω αυλή του σπιτιού του στη Καλαμαριά στην οδό Αργυρουπόλεως. Οι 50άρηδες και άνω θα το θυμούνται. Την εποχή που το περίφημο πανί λεγόταν “σινεμάς” κι όχι κινηματογράφος.
Ο Εξώστης του σινε Άλεξ
Το όνομα του ήταν “Alex” προς τιμήν της γιαγιάς μου Αλεξάνδρας που εγώ δεν πρόλαβα να γνωρίσω. Όπως ούτε και να μεγαλώσω ανάμεσα στα χαλίκια και τις καρέκλες του συγκεκριμένου θερινού. Χώρια απ’τον παππού μου, η μάνα μου με τ’ αδέλφια της, “έτρεχαν” το σινεμά στα πόστα των εισιτηρίων, της μηχανής με τα καρούλια και των χοτ ντογκ.
Τη δεκαετία του 80 που γεννήθηκα, ο “Alex” έκλεισε στο βωμό των αντιπαροχών και της νέας εποχής, που αν ρωτάτε τη γνώμη μου, μας προσέφερε περισσότερο τσιμέντο και μας άφησε λιγότερη ανθρωπιά  απ’όσο ελπίζαμε.
Στο ταμείο - εισιτήρια του Άλεξ. Από αριστερά: 
Χαρούλα Δερματοπούλου - Κοκκίνου (η μάνα μου)
 Μαίρη Σαββίδου - Δερματοπούλου, Κώστας Δερματόπουλος 
(παππούς μου και ιδιοκτήτης του Άλεξ),
 Νότης Μαργαρίτης Κική Δερματοπούλου
Τέλη 80, όπου ο Δήμος Καλαμαριάς και το “Σινέ Αύρα” στην Αρετσού, είχαν αγοράσει τη μηχανή του παππού για να στήσουν το δικό τους θερινό, έχω μνήμες από την πρώτη φορά που είδα τη ταινία “Cocktail” με τον Τομ Κρουζ.
Στο ταμείο η Χαρούλα Δερματοπούλου - Κοκκίνου 
Σε ηλικία περίπου 5-6-7 χρόνων, έκλεψα άδεια μπουκάλια πορτοκαλάδας και γκαζόζας από τις κάσες του κυλικείου και επιχείρησα να κάνω τα γνωστά κόλπα των μπάρμπαν που μόλις είχα δει στην ταινία. Όπως ήταν φυσικό, το πράγμα δε πήγε καλά. Παρόλα αυτά, η καριέρα μου ως μπάρμπαν τελείωσε άδοξα αρκετά χρόνια αργότερα κάπου το 2005.
Στην αυλή του Άλεξ, στα καθίσματα. 
Από αριστερά παππούς Κώστας Δερματόπουλος. 
Στη μέση η μία κόρη (Κική Δερματοπούλου). 
Στα δεξιά η γιαγιά η Αλεξάνδρα (εξού και το όνομα "Alex" του σινεμά.)
Έκτοτε δε συμπαθούσα ποτέ τα θερινά σινεμά. Λίγο η φασαρία, λίγο τα κουνούπια, λίγο οι “κουλτουροζετέμ” δήθεν τύποι και τύπισσες που σύχναζαν σε αυτά, με κρατούσαν σε απόσταση απ’το πανί κάτω απ’ τ’ άστρα. Πλην όμως μιας εξαίρεσης που ήρθε πολλά χρόνια αργότερα και αφορά το θερινό “Απόλλων”. Κι αυτό τυχαία, για χάρη μιας γυναίκας που ερωτεύτηκα παράφορα και βγήκαμε εκεί το πρώτο μας ραντεβού. Όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις ιστορίες, όλα πήγαν στραβά…
Ας τα πάρω όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Λάκης Δερματόπουλος στον Άλεξ 

Το 2000-2001, πλησιάζοντας το τέλος των σχολικών μου χρόνων και στη λεγόμενη ακμή της παρακμής γι’ αυτή τη χώρα (όπως συνηθίζω να λέω), δε θυμάμαι καν πως, έτυχε να δω τα “φτηνά τσιγάρα” του Ρένου Χαραλαμπίδη.

Σε μια Ελλάδα που επέμενε να “χτυπιέται” με το “Υποφέρω” της Βανδή, αυτή η ταινία έπαιξε σημαντικό ρόλο στα χρόνια της ενηλικίωσης μου (ή στην έλλειψη αυτής), για να δώσω άλλη μία ευκαιρία στα θερινά σχεδόν 20 χρόνια αργότερα. Η δικαίωση ήρθε γι’ αυτά όπως ήρθε και για τον Ρένο και τα “Φτηνά τσιγάρα” του.

Πίσω στο ραντεβού! Έχω φτάσει για πρώτη φορά στο στενάκι της Σαρανταπόρου. Τόσο κοντά στη Β. Όλγας που περνάω κάθε μέρα αλλά ποτέ άλλοτε δε χρειάστηκε να ανηφορίσω αυτή την οδό. Ανάμεσα στις πολυκατοικίες, ένα καλοβαμμένο χαμηλό ντουβαράκι με τοποθετημένες τις αφίσες των ταινιών, προσεκτικά και ευθυγραμμισμένα, στα κατάλληλα κουτιά που χρησιμοποιούνται γι’ αυτό τον σκοπό.

Ακριβώς δίπλα μία φροντισμένη με μεράκι είσοδος για το πέρασμα προς τα μέσα.. ή καλύτερα έξω! Καταλάβατε…

Ο κόσμος περιμένει υπομονετικά να αγοράσει τα εισιτήρια του κάτω από τις ταμπέλες neon που γράφουν “Απόλλων” με κεφαλαία κόκκινα και “σινεμά” με καλλιγραφικά γράμματα στα μπλε. Αυτή η εικόνα, είναι από μόνη της μια υπέροχη φωτογραφία σκέφτομαι.

Ήδη έχω μεταφερθεί σε μιαν άλλη εποχή. Μία παράλληλη εποχή από τη σημερινή. Πιο ρομαντική και πιο ανέμελη. Λες και όλα τα υπόλοιπα καθημερινά μας προβλήματα εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας για λίγη ώρα. Περνάω μέσα (έξω), ουσιαστικά μπαίνοντας σε έναν άλλο χωροχρόνο, μία άλλη διάσταση που περικλείουν τα πράσινα φύλλα των φυτών, θαρρείς και μας προστατεύουν απ’ ότι μπορεί να συμβαίνει τριγύρω στη πόλη.

Αντίκρυ ακριβώς απέναντι το περιβόητο πανί που καρτεράει υπομονετικά να κάτσουμε στις θέσεις μας για να ξεκινήσει τα μαγικά του.

Μάταια προσπαθούν, από τη ζήλια τους, τα γύρω κτίρια να σκύψουν πάνω απ’το ξέφωτο, ενώ παραδόξως συμπληρώνουν ταυτόχρονα το σκηνικό δημιουργώντας μία γοητευτική αντίθεση που σου υπενθυμίζει πως μπορεί να ξεχωρίσει η ομορφιά ανάμεσα στο γκρίζο.
Το “Απόλλων” μυρίζει γιασεμί, φρέσκο ποπ κορν, αντικουνουπικό, έρωτα, νιάτα, αντηλιακό και όλα αυτά μαζί, εναρμονισμένα, μυρίζουν καλοκαίρι. Πιθανόν μια γνώριμη μυρωδιά σε όλους μας που μας συνδέει με τα παιδικά μας χρόνια.
Η συνοδός μου μ’ έχει στήσει (ως συνήθως – συμπληρώνω χρόνια αργότερα) αλλά είμαι τυχερός γιατί βλέπω το γνώριμο πρόσωπο της Μαρίας από τον “Εξώστη” με την κοινή μας φίλη Όλγα. Κάθομαι μαζί τους και ακριβώς δίπλα ο Ρένος, λίγο πριν ξεκινήσει να εξιστορεί και να απαντάει σε ερωτήσεις του κοινού με τον γνωστό αφηγηματικό του τρόπο.
Μερικά λεπτά αργότερα ξεκινάει η χαρακτηριστική μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου με τις πρώτες σκηνές της ταινίας.
Το ραντεβού μου φτάνει πάνω στην κατάλληλη στιγμή και με πιάνει για πρώτη φορά απ’το μπράτσο, τόσο φυσικά, όσο κινηματογραφικά, όπως θα μπορούσε να συμβεί μόνο σε μία από αυτές τις παλιές ταινίες που παίζονται στα θερινά σινεμά.
Δεν περνάει καν το μισό έργο και συνειδητοποιώ ότι παρακολουθώ για πρώτη φορά τα “Φτηνά τσιγάρα” σε μεγάλη οθόνη, σε θερινό κινηματογράφο που μέχρι τώρα απέφευγα, αγκαζέ με μια γυναίκα που έχω δει ελάχιστα δευτερόλεπτα στη ζωή μου σε προηγούμενη φορά και χωρίς να έχουμε καν μιλήσει. Κι εκεί απάνω ξεσπάει μπόρα!
Οι ουρανοί έχουν ανοίξει και το νερό τρέχει ποτάμι από ψηλά, όπως συμβαίνει πάλι αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη.
Ο περισσότερος κόσμος κατευθύνεται προς τα πίσω και κάτω από το υπόστεγο για να προστατευτεί απ’τη βροχή. Εκείνη ανοίγει μια ομπρέλα με βούλες (τις λεγόμενες “πουά”) για να μας κρύψει από κάτω και παραμένουμε στις θέσεις μας.
“Θα ‘θελα τόσο να σ’ εντυπωσιάσω. Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη. Σαν μια μπόρα. Ούτε που πρόλαβα ν’ αρχίσω, ούτε που πρόλαβα να σου πω τη μοναδική μου ιδιότητα. Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου… Στιγμές.” είναι οι πρώτες λέξεις που ακούγονται στα “Φτηνά τσιγάρα”.
Και κάπως έτσι, το βράδυ εκείνο στο “Απόλλων”, προβάλλονται δύο ταινίες. Μία στην οθόνη και μία ακριβώς κάτω από αυτή.
Ταυτόχρονα.
Σταματώντας τη προσωπική μου ιστορία κάπου εδώ, για ευνόητους λόγους, κλείνω αυτό το κείμενο λέγοντας πως τέσσερα χρόνια μετά από εκείνη τη νύχτα στις 31 Μαΐου του 2019 (τώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, είναι 31 Μαΐου 2023), το θερινό σινεμά “Απόλλων” παραμένει μαγικό και ερωτεύσιμο.
Για μένα, μέχρι τώρα, ίσως το μόνο άξιο να μοιραστεί αλλά και να φιλοξενήσει ιστορίες πάνω και κάτω απ’το πανί. Ανάμεσα από αυτό και τη μηχανή προβολής. Στα καλοκαιρινά του καθίσματα, με τις μυρουδιές του, με τα φυτά του αναρριχημένα τριγύρω, με τους κρυφούς φωτισμούς του, με τα σιδερένια στρογγυλά τραπεζάκια του, που πάνω τους, δεν έχουν μόνο το μπουκάλι της μπύρας μας.
Έχουν ακουμπισμένη την αγάπη και το μεράκι  από ανθρώπους όπως η Ιωάννα, ο Κώστας και η Στέλλα.
Γιατί μερικά πράγματα μπορεί να πηγαίνουν στραβά, αλλά θα έχουμε πάντα το “Απόλλων”.

Related stories

Το σπίτι του Δημήτρη Αμελαδιώτη είναι ένα έργο τέχνης σε εξέλιξη

WHO IS WHO: Μου αρέσει να παρουσιάζομαι ως εικαστικός,...

Οι ταινίες της εβδομάδας 25.04-01.05.2024

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Η κατρακύλα στα εισιτήρια των κινηματογράφων...

Η Μαρίτα Καρυστηναίου δημιουργεί τα φωτιστικά των ονείρων σας

φωτογραφίες: Μαρία Ευσταθιάδου Η Decolight λειτουργεί από το 2010 και...

Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ, αναμνήσεις μιας άλλης ζωής

Ήταν μικρές κι αθώες κοπελούδες σαν ήρθανε απ’ την...