Στις 13 Οκτωβρίου 1972, 16 από τους 40 επιβάτες μιας πτήσης τσάρτερ επέζησαν ύστερα από αεροπορικό δυστύχημα. Παρέμειναν 72 μέρες καθηλωμένοι σε συνθήκες πολικού ψύχους στις Άνδεις, χωρίς να σταματήσουν να ελπίζουν κι επιδιδόμενοι σε κανιβαλισμό για να επιβιώσουν. Για τους επιζήσαντες ήταν ένας εφιάλτης, παρότι ο κόσμος αποκάλεσε αργότερα την περιπέτειά τους «Το Θαύμα των Άνδεων».
Ένα δικινητήριο ελικοφόρο αεροσκάφος τύπου Fairchild Hiller FH-227D της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης, με πενταμελές πλήρωμα και 40 επιβαίνοντες, απογειώθηκε από το Μοντεβιδέο με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής. Μετέφερε την ομάδα ράγκμπι Old Christians Club, που θα έδινε φιλικό αγώνα στην πρωτεύουσα της Χιλής, αλλά και συγγενείς, φίλους και γνωστούς των παικτών.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης, ο καιρός επιδεινώθηκε κι έτσι ο έμπειρος κυβερνήτης του αεροπλάνου, σμήναρχος Χούλιο Σέζαρ Φεράδας, επέλεξε να προσγειωθεί στην πόλη της Αργεντινής Μεντόσα, στους πρόποδες των Άνδεων, όπου οι επιβάτες και το πλήρωμα διανυκτέρευσαν. Την επομένη, οι καιρικές συνθήκες δεν είχαν βελτιωθεί, αλλά ο πιλότος ενέδωσε στις πιέσεις των επιβατών και αποφάσισε να απογειωθεί για το Σαντιάγο, αφού πήρε το πράσινο φως από τον πύργο ελέγχου.
Στη διαδρομή το αεροσκάφος αντιμετώπισε έντονες αναταράξεις, τις οποίες οι 40 επιβάτες αντιμετώπισαν με χαμόγελα και χωρίς φόβο. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν 19 ή 20 ετών και για πολλούς ήταν το πρώτο τους ταξίδι με αεροπλάνο.
Οι 28 διασωθέντες, καταπονημένοι και τραυματισμένοι κάποιοι από αυτούς, άρχισαν να δίνουν τον αγώνα της επιβίωσης μέσα στις άγριες πολικές συνθήκες των Άνδεων. Βρίσκονταν σε υψόμετρο 3.600 μ., χωρίς τροφή, με περιορισμένο οξυγόνο και χωρίς νέα για την τύχη τους, καθώς τα σωστικά συνεργεία είχαν χάσει τα ίχνη τους. Η τροφή τους από εδώ και στο εξής θα ήταν τα πτώματα των συνεπιβατών τους.
Στις 21 Οκτωβρίου ένας από τους διασωθέντες πέθανε και στις 29 Οκτωβρίου μία χιονοστιβάδα αποτελείωσε άλλους οκτώ. Μέχρι τις 11 Δεκεμβρίου ακόμη τρεις είχαν χάσει τη ζωή τους.
Στις 12 Δεκεμβρίου , δύο από τους επιζήσαντες, ο Νάντο Παράδο και ο Ρομπέρτο Κανέσα, αποφάσισαν να ξεκινήσουν μία απέλπιδα πορεία προς το άγνωστο. Μετά από δεκαήμερη πεζοπορία, για καλή τους τύχη βρέθηκε στο δρόμο τους ένας ορεσίβιος μεταφορέας, ονόματι Σέρχιο Καταλάν, ο οποίος τους περιέθαλψε και ειδοποίησε τις αρχές, οι οποίες είχαν διακόψει τις έρευνες. Μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου 1972 και οι υπόλοιποι 14 διασωθέντες του αεροπορικού δυστυχήματος είχαν μεταφερθεί σώοι και ασφαλείς στο Μοντεβιδέο.
Το αεροπορικό δυστύχημα των Άνδεων και η οδύσσεια των διασωθέντων ενέπνευσε τη συγγραφή βιβλίων, ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, ακόμη και μιούζικαλ.
«Εκείνο το βράδυ, πέρασα από την κόλαση», θυμάται ο Ρόι Χάρλεϊ, ο οποίος σήμερα, είναι 70 ετών και συνταξιούχος μηχανικός. Αφηγούμενος στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, λέει:
«Στα πόδια μου ήταν ένα αγόρι που του έλειπε μέρος του προσώπου του και πνιγόταν στο αίμα του. Δεν είχα το θάρρος να του απλώσω το χέρι, να του κρατήσω το χέρι, να το παρηγορήσω. Φοβήθηκα πολύ».
Το επόμενο πρωί, άλλοι τέσσερις άνθρωποι κείτονταν νεκροί. «Ήμασταν τόσο κρύοι, ήταν τόσο σκληρά», θυμάται από την πλευρά του, ο 69χρονος σήμερα, Κάρλος Πάεζ, τονίζοντας πως πίστεψε πολλές φορές, ότι έφθασε η τελευταία του ημέρα στην ζωή.
Αλλά αυτό που ήταν, ίσως, ακόμη πιο δύσκολο, συνέβη την δέκατη ημέρα παραμονής τους σ’ εκείνο το σημείο με τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, όταν άκουσαν από το ραδιόφωνο, ότι οι έρευνες για τον εντοπισμό τους, διεκόπησαν.
«Ένα από τα πιο οδυνηρά πράγματα, ήταν η συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος συνέχιζε χωρίς εμάς», επισημαίνει ο Πάεζ, ο οποίος έχει εξειδικευτεί στην κινητοποίηση του ατόμου. Ωστόσο, αυτό το γεγονός, τούς έκανε να συνειδητοποιήσουν ότι μπορούσαν να βασίζονται μόνο στον εαυτό τους για να σωθούν. Και ότι πρέπει να κάνουν υπομονή.
«Πεθαίναμε. Όταν έχεις την επιλογή να πεθάνεις ή να χρησιμοποιήσεις το μόνο πράγμα που μένει… Κάναμε ό,τι κάναμε για να επιζήσουμε», απολογείται ο 70χρονος συνταξιούχος, ανακαλώντας από την μνήμη του εκείνες τις τραγικές στιγμές.
Κι όμως, αυτό δεν ήταν το μόνο που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν, καθώς μια χιονοστιβάδα έθαψε την άτρακτο του αεροπλάνου, που τους χρησίμευε ως καταφύγιο όταν έπεφταν για ύπνο. Οκτώ από αυτούς πέθαναν τότε. Από τους 32 που είχαν επιζήσει από την συντριβή, έμεναν πλέον μόνο 19 οι επιζώντες. Ακόμα τρεις πέθαναν τις επόμενες ημέρες.
«Η χιονοστιβάδα ήταν σαν πισοπλατο μαχαίρωμα από τον Θεό», σχολιάζει ο Πάες, ο οποίος μαζί με τους άλλους επιζώντες, κλήθηκαν να επιδείξουν απίστευτη επιμονή για να επιβιώσουν, χρησιμοποιώντας τα συντρίμμια του αεροπλάνου για να φτιάξουν καπέλα, γάντια, χιονοπέδιλα, παπλώματα και ακόμη σκούρα γυαλιά κατά της χιονοτύφλωσης.
Τελικά, χάρη στα δύο μέλη της ομάδας, Ρομπέρτο Κανέσα και Φερνάντο Παράδο, οι οποίοι πήγαν να αναζητήσουν βοήθεια με γνώμονα το ένστικτό τους και μόνο, η βοήθεια που όλοι περίμεναν, έφτασε. Οι δύο άνδρες περπατούσαν ατελείωτα και στα όρια της κατάρρευσης, βρέθηκαν σε ένα ποτάμι και συνάντησαν έναν έφιππο, ο οποίος και ειδοποίησε τις αρμόδιες αρχές για το δυστύχημα.
Οταν πετούσε με το αεροπλάνο, ο Ρόι Χάρλεϊ ζύγιζε 84 κιλά. Και όταν διασώθηκε, ζύγιζε μόλις 37 κιλά. Κατά μέσο όρο, οι επιζώντες έχασαν 29 κιλά, σύμφωνα με τα αρχεία του ιδιωτικού μουσείου του Μοντεβιδέο που αποτίει φόρο τιμής στους 29 νεκρούς και στους 16 επιζώντες του «Θαύματος των Άνδεων».
«Είναι μια εξαιρετική ιστορία που παρουσιάζει απλούς ανθρώπους», επισημαίνει ο Πάες και προσθέτει: «Στο τέλος θριάμβευσε η ζωή».
Σκηνή από την ταινία “Η κοινωνία του χιονιού” στο NETFLIX