HomeCinemaΕίναι οι Περασμένες Ζωές η σπουδαιότερη ρομαντική...

Είναι οι Περασμένες Ζωές η σπουδαιότερη ρομαντική ταινία των τελευταίων ετών;

γράφει η Κωνσταντίνα Μανίκα

Μία από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες της φετινής φεστιβαλικής σεζόν είναι οι Περασμένες Ζωές, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Κορεοκαναδής Celine Song. Η χαμηλών εντάσεων ιστορία ανεκπλήρωτης αγάπης που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Sundance τον περασμένο Ιανουάριο, απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και η φεστιβαλική της πορεία που συνεχίστηκε στον ίδιο τόνο δημιούργησε μια ευχάριστη προσμονή για το άνοιγμα της στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αναμφίβολα μεγάλο ρόλο σε αυτό το κλίμα έπαιξε και η εταιρία παραγωγής πίσω από την ταινία, η A24 που έχει αναδειχθεί σε ορυχείο εναλλακτικών και ανεξάρτητων κινηματογραφικών και τηλεοπτικών διαμαντιών. Το ερώτημα είναι καταφέρνει η ταινία να σταθεί αντάξια της προσμονής που δημιούργησαν κριτικοί και φεστιβάλ;

Πριν περάσουμε όμως στο φιλμικό κείμενο καθεαυτό, ας γνωρίσουμε πρώτα την σκηνοθέτρια-σεναριογράφο, καθώς όπως η ίδια αποκάλυψε η ταινία είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική. Η Celine Song, γεννημένη στη Νότιο Κορέα, παιδί καλλιτενχών, μετανάστευσε οικογενειακώς στον Καναδά στα 12 της χρόνια. Ως φοιτήτρια κατέληξε στην Νέα Υόρκη όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα και εργάζεται ως θεατρική συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτρια. Σε ερώτηση για τις κινηματογραφικές επιρροές της αναφέρει το Dogville του Lars von Trier και τον Κυνόδοντα του Λάνθιμου (Μικρή παύση για τους πανιγυρισμούς των Λάνθιμος Χούλιγκανς) ως τις ταινίες που την ενέπνευσαν να ασχοληθεί με το σινεμά. Αναφορές που τουλάχιστον στο παρόν έργο της δεν διαφαίνονται, καθώς πρόκειται για μια πιο γειωμένη και ρεαλιστική αφήγηση.

 

Περνώντας προς την ταινία υπό μελέτη, πηγή έμπνευσης για τις Περασμένες Ζωές αποτέλεσε ένα στιγμιότυπο από την ζωή της σκηνοθέτριας, που τιζάρεται και στην εναρκτήρια σκηνή. Το στιγμιότυπο αυτό, συμπυκνώνει και τις θεματικές της ταινίας: την σύγκρουση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, το πως οι επιλογές μας διαγράφουν το μονοπάτι της ζωής μας καθώς και έναν στοχασμό πάνω στην έννοια της ταυτότητας και της μνήμης. Η Song σε συνέντευξή της περιγράφει πως βρέθηκε σε ένα μπαρ ανάμεσα στον σύζυγό της και τον παιδικό της έρωτα, να μιλάει σε δύο διαφορετικές γλώσσες και να λειτουργεί ως σύνδεσμος αυτών δυο ανθρώπων που αντανακλούσαν δυο διαφορετικά κομμάτια του εαυτού της. Το συναίσθημα αυτό περιγράφεται και από την ίδια την πρωταγωνίστρια της ταινίας, Nora (Greta Lee), στις συζητήσεις της με τον σύζυγό της, Arthur (John Magaro), όταν την ρωτά πως νιώθει για τον παιδικό της φίλο. Και εδώ εντοπίζεται και το κεντρικό έλλειμμα της ταινίας σε σεναριακό επίπεδο.

Κόντρα στον βασικό κινηματογραφικό κανόνα «show don’t tell», τα συναισθήματα κυρίως περιγράφονται από τους χαρακτήρες τους ίδιους, αντί να γίνονται οι χαρακτήρες -και κατά προέκταση οι θεατές μέσω της ταύτισης μαζί τους- φορείς των συναισθημάτων μέσω της δράσης. Παρατηρούμε μία έντονη -η ταινία θέλει να μας πείσει πως πρόκειται για καρμική- έλξη μεταξύ των χαμένων συμμαθητών, Nora και Hae Sung (Teo Yoo). Στην πραγματικότητα όμως ποτέ δεν τους βλέπουμε να ερωτεύονται, ούτε καταλαβαίνουμε την σημαντικότητα του ενός στην ζωή του άλλου, αφού μας συστήνονται αφηγηματικά σε ένα κενό από τις υπόλοιπες διαστάσεις των ζωών τους και μόνο σε συσχετισμό μεταξύ τους, πλυν ελαχίστων εξαιρέσεων. Για τον Hae Sung, η Nora μοιάζει να ενσαρκώνει ένα ιδεατό κατασκεύασμα βασισμένο στις παιδικές του αναμνήσεις και την εξιδανίκευση του πρώτου έρωτα την οποία αδυνατεί να ξεπεράσει. Όσων αφορά την ψυχοσύνθεση της Nora όμως το πεδίο είναι υπερβολικά θόλο, δεν αντιλαμβανόμαστε ποτέ τι πραγματικά αισθάνεται ούτε για τον Hae Sung ούτε για τον ίδιο τον σύζυγό της. Σε ποιά βάση έχουν δεθεί οι χαρακτήρες πέρα από το ότι συναντήθηκαν κάποια στιγμή στην ζωή τους; Τι είναι αυτό που τραβά τον έναν προς τον άλλο για να αιτιολογεί το μαρκετινγκ της ταινίας ως «Μία από τις σπουδαιότερες σύγχρονες ιστορίες αγάπης;». Για κάποιους αυτό το κενό λειτουργεί ως πεδίο ελεύθερης ανάγνωσης και προβολής των δικών τους αμνήσεων και βιωμάτων από αντίστοιχες ιστορίες ανεκπλήρωτου έρωτα, απελευθερώνοντας την ιστορία από ειδικεύσεις και αναγάγωντάς της σε ένα πανανθρώπινο αφήγημα. Δεν γίνεται όμως να αγνοήσουμε την σχηματικότητα του σεναρίου όταν παραλείπει ή αποφεύγει να μας δείξει ποια είναι τα στοιχεία που κάνουν αυτή την σχέση μοναδική. Να μας βυθίσει στο συναισθηματικό ταξίδι των ηρώων και να μας κάνει να ερωτευτούμε μαζί τους, όπως οφείλει κάθε μεγάλη ιστορία αγάπης.

Ως αντιστάθμισμα στα παραπάνω έρχεται η τρυφερή ψυχραιμία με την οποία χειρίζεται η αφήγηση το θέμα, σε αυτή την ιστορία δεν υπάρχουν καλοί και κακοί δεν υπάρχουν λάθη και ευθύνες, απλά ζωές ανθρώπων που τέμνονται και απομακρύνονται. Ταυτόχρονα, η εξαιρετική σκηνοθεσιά της Song δένει αρμονικά με τις αντιστοίχως διαπεραστικές ερμηνίες των ηθοποιών. Η σκηνοθέτις καταφέρνει να δημιουργήσει αισθητικά άρτιες εικόνες, πυκνές νοήματος και πληροφορίας. Ειδικά στην πρώτη πράξη της ταινίας όπου συμπυκνώνεται η εφηβική ζωή της Nora και του Hae Sung, η αποχώρηση της Nora από τη Νότιο Κορέα και το μεσοδιάστημα απόστασης μεταξύ των πρωταγωνιστών μέχρι την τυχαία επανασύνδεσή τους. Συμπληρωματικά οι ερμηνίες των πρωταγωνιστών φέρουν έναν ρεαλισμό και μια λεπτή ευαισθησία, με την χαμηλών εντάσεων υποκριτική -απόλυτα συμβατή με το ύφος και τον τόνο του σεναρίου- να καταφέρνει να μεταδώσει μια ατμόσφαιρα γήινου και νοσταλγικού και να προσδόσει βάθος στην σχηματικότητα της ιστορίας. Υποκριτικά αυτός που φαίνεται να ξεχωρίζει είναι ο John Magaro, που υποδύτεται τον σύζυγο της Nora, καθώς είναι και ο χαρακτήρας με το μεγαλύτερο δραματουργικό βάρος, εκείνος που δρα και παίρνει θέση, σε αντίθεση με τους πρωταγωνιστές που μοιάζουν να θρηνούν παθητικά μια ζωή που θα μπορούσαν να είχαν ζήσει και έναν έρωτα που παρέμεινε μόνο στο φαντασιάκο τους. Αντιθέτως οι σκηνές μεταξύ των δύο συζύγων ιδιώς όσο πλησιάζουμε προς το τέλος είναι και οι πιο ουσιαστικές, καλογραμένες διαλογικά και αληθινά γεμάτες δραματουργικά.

 

Παρά το δυνατό premise της συνάντησης του ανεκπλήρωτου έρωτα με την πραγματωμένη αγάπη, το βασικό δραματουργικό ερώτημα δεν μετουσιώνεται ποτέ σε σύγκρουση. Ελλείψη αυτής χτίζεται μια υπόκωφη ένταση που κλιμακώνεται σταδιακά σε αγωνία προς τα τελευταία λεπτά της αφήγησης για το αν θα παρθεί κάποια απόφαση που θα αλλάξει τις ζωές των πρωταγωνιστών και θα τις θέσει σε διαφορετική τροχιά. Η αποκλιμάκωση έρχεται κάπως απότομα και η τελική γεύση που σου αφήνει η ταινία είναι αυτή του γλυκόπικρου. Σε μια οριακά διηγηματική αφηγηματική φόρμα (κατά την γνώμη μου η ταινία θα λειτουργούσε καλύτερα ως μικρού μήκους εστιάζοντας στην τελευταία συνάντηση των χαρακτήρων), η Song αποδεικνύει την σκηνοθετική της δεινότητα στο χτίσιμο ατμόσφαιρας και στην συνεργασία με τους ηθοποιούς αλλά και την αδυναμία της να μετουσιώσει το βίωμά της σε καθαρό κινηματογραφικά αφηγηματικό λόγο.

Related stories

Όταν ο Φαίδων Γεωργίτσης συνάντησε τη Ρίτα Χέιγουρθ στη Θεσσαλονίκη, το 1977

Τον Σεπτέμβριο του 1977 καταφθάνει στην συμπρωτεύουσα η μεγάλη...

Η πρώτη εμφάνιση Ελληνίδας ηθοποιού σε ανδρικό ρόλο στο θέατρο

Το 1899, η διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός Σάρα Μπερνάρ έγραψε...

Αυτή είναι σίγουρα η ομορφότερη ταράτσα της Άνω Πόλης που μπορείς να επισκεφθείς

Mε γραφική θέα, στην οδό Ανδοκίδου, περνώντας ταβερνάκια και...

’We are One’’ Yoga Festival’ έρχεται στην Χ.Α.Ν.Θ

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Γιόγκα, πραγματοποιείται ένα ολοήμερο...