HomeInterviewsΓιάννης Βαρδής: Το ισχυρό δέσιμο με τη...

Γιάννης Βαρδής: Το ισχυρό δέσιμο με τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε από τον Ερωτικό που μας έπαιζε πάρα πολύ

στο Χρήστο Σατανίδη

Η επιθυμία μου να μιλήσω και να γνωρίσω καλύτερα τον Γιάννη Βαρδή, μεγάλη. Η αφορμή, η εμφάνιση του, στη Θεσσαλονίκη, στις 11/5, στο Block 33, παρέα με τον Χάρη Βαρθακούρη. 

Ένας εξαιρετικός τραγουδιστής, που δε σταμάτησε να ρισκάρει, να τολμά και να επιλέγει πράγματα, που δεν είχαν κριτήριο τη σιγουριά της επιτυχίας, αλλά κυρίως την ικανοποίηση της ψυχής του. Άλλωστε, αυτό δε σημαίνει καλλιτέχνης;

ΧΣ: Να μιλάμε στον ενικό;

ΓΒ: Εννοείται!

ΧΣ: Να ξεκινήσουμε από το τώρα, και την εμφάνιση στο Block 33, παρέα με τον Χάρη Βαρθακούρη. Τι θα δούμε και τι να περιμένουμε εκείνο το βράδυ;

ΓΒ: Θα δείτε ένα διασκεδαστικό και αρκετά λαϊκό πρόγραμμα, με τραγούδια δικά μας, των πατεράδων μας και πολύ χορό.

ΧΣ: Γνωρίζω αρκετά πράγματα για σένα, αλλά θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. Και να σε γυρίσω στα παιδικά σου χρόνια. Ήθελες από μικρός να ασχοληθείς με τη μουσική;

ΓΒ: Με τράβαγε υπερβολικά πολύ, από μικρός η μουσική. Το ότι ήθελα να ασχοληθώ μαζί της, το ανακάλυψα τελειώνοντας το στρατό. Γύρω στα 19 μου χρόνια. Κάπου εκεί έθεσα τις βάσεις.

ΧΣ: Έφερες ένα μεγάλο όνομα. Βαρδής. Ένιωθες το «βάρος» του ονόματος, ως παιδί;

ΓΒ: Δεν έδινα καμία σημασία σε αυτό και δεν ένιωσα να έχω μια πιο προνομιακή θέση. Αλλά δεν το εκμεταλεύτηκα και ποτέ. Θυμάμαι ένα περιστατικό στο γυμνάσιο. Είχανε κάνει τα παιδιά του λυκείου κατάληψη και τραγουδούσανε το «Θα εκραγώ» και ήθελα μεν να τους πω, πως αυτό είναι τραγούδι του μπαμπά μου, αλλά δεν το φώναζα ποτέ. Γενικώς.

ΧΣ: Τα ακούσματα σου ως παιδί;

ΓΒ: Μεγάλωσα με τη μητέρα μου ως παιδί και από εκείνη πήρα τα πρώτα ερεθίσματα, από βινύλια που υπήρχαν στο σπίτι. Άκουγα Door’s, Queen, Beatles. Άκουγα από ροκ μέχρι heavy metal. Στην πορεία ότι χάιδευε τα αυτιά μου, το αγόραζα. Είτε ήταν Metallica, είτε Mariah Carey. 

ΧΣ: Τα διαφορετικά ακούσματα σου, παίξανε ρόλο και στις επιλογές σου στην προσωπική σου δισκογραφία; Διότι προσέχοντας την, θα δούμε από ροκ ακούσματα μέχρι και καθαρόαιμο λαϊκό δίσκο (ΜΕΤΑ), ή ντουέτα από τον Γιώργο Νταλάρα αλλά και την Καίτη Γαρμπή.

ΓΒ: Είχε να κάνει με τα δικά μου ακούσματα, αλλά και το να δοκιμάζεις πολλά πράγματα, δε σημαίνει πως δεν έχεις ταυτότητα. Ήθελα και να δοκιμάζω και να επιλέγω και πιστεύω, πως δεν έχω τραγουδήσει κάτι το ευτελές. Ψαχνόμουν για τις συνεργασίες μου. Τη χρονιά ας πούμε που δούλεψα με τον Νταλάρα, μπορούσα να δουλέψω και με τον Βασίλη Καρρά. Αυτό όμως έδειξα και στο χώρο μας. Πως είμαι άνθρωπος ανοιχτός και χωρίς αναστολές. Και το ήθελε και ο πατέρας μου, όπου στους πρώτους δίσκους, που κάναμε μαζί, πειραματίστηκε μαζί μου. Ήθελε να δείξει ότι ο γιος του, μπορούσε να πει τα πάντα. 

ΧΣ: Ο πρώτος σου δίσκος, κυκλοφόρησε ενώ εμφανιζόσουν στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα και ο πατέρας σου, είχε αρκετά τραγούδια για την πόλη μας, και πολλοί έχουν την αίσθηση πως είστε από εδώ.

ΓΒ: Ισχύει αυτό. Πρώτη φορά, τραγούδησα σε ένα μαγαζί στην Καβάλα και μετά στο «Αβαντάζ» στη Θεσσαλονίκη. Για πολλά χρόνια, όντως ο κόσμος το πίστευε αυτό, και οφείλεται και στη δική μας αγάπη προς την πόλη σας, αλλά το πιο ισχυρό δέσιμο ξεκίνησε από τον σταθμό, τον «Ερωτικό», όπου μας έπαιζε πάρα πολύ. Και φυσικά ότι υπήρξαν και τα τραγούδια του πατέρα μου, όπως τα «Βαρδάρης, Θεσσαλονίκη», μετά έκανα και εγώ το «Για Θεσσαλονίκη – Αθήνα». Την λατρεύω την πόλη.

ΧΣ: Και έρχεται η ώρα για τον πρώτο σου δίσκο, έχοντας δίπλα σου, το μεγαλύτερο στήριγμα, τον Αντώνη Βαρδή. Είχες την ελευθερία να επιλέξεις το μουσικό δρόμο που ήθελες;

ΓΒ: Απολύτως. Πριν μπω στη δισκογραφία, είχαμε κάνει πολλές συζητήσεις μαζί και ήθελα να ακολουθήσω τα χνάρια του. Είχαμε κοινή λογική, ως προς το πως αντιλαμβανόμασταν τη μουσική. Για να είμαι ειλικρινής, τα πρώτα χρόνια, ότι κι αν μου έπαιζε, έλεγα “Μ’αρέσει”. Στην πορεία και αποκτώντας κάποια πείρα, άρχισε να με εμπιστεύεται και να του λέω κάποια πράγματα. Πχ αν του έλεγα, “αυτό κάτι μου θυμίζει” το άλλαζε αμέσως. Δεν ήθελε ποτέ να πει κανείς, πως ο Βαρδής πήρε κάτι από ένα άλλο κομμάτι. Σίγουρα πάντως ότι είπα, το ήθελα.

ΧΣ: Η συνεργασία σας στο studio, ήταν συνεργασία οικογενειακή ή εκεί ήσασταν 2 επαγγελματίες-συνεργάτες;

ΓΒ: Στο studio ήμουν ο τραγουδιστής που έπρεπε να τραγουδήσω τα τραγούδια του συνθέτη και εκείνος ήταν ο συνθέτης, όπου έπρεπε να μου βγάλει τον καλύτερο ευατό μου. Αυστηρό αλλά έτσι έπρεπε να γίνει. Όμως τολμούσαμε και πράγματα. Πχ ο δεύτερος δίσκος, η “Μοναξιά”, ήταν ένας πιο δύσκολος, πιο “σκοτεινός” δίσκος, όμως τον πιστέψαμε, γιατί είχε πιο ομοιογενές υλικό.

ΧΣ: Εσύ γράφεις τραγούδια;

ΓΒ: Ναι, αλλά δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να τα κυκλοφορήσω. Ο πατέρας μου δεν το ήξερε. “Με έδωσε” η αδερφή μου, που της είχα δώσει να ακούσει κάτι, του το έβαλε και ο ίδιος είπε πως γράφω καλά. Δε ξέρω βέβαια το “καλά” πως το εννοούσε. 

ΧΣ: Το “Καλά” έχει να κάνει και με το πως το αισθάνεσαι εσύ. Και με τη λογική του ότι στην πορεία συνεργάστηκες και με άλλους συνθέτες και έκανες τις επιλογές των κομματιών σου, δε θα έβρισκες χώρο σε ένα δίσκο, για κάποια δικά σου;

ΓΒ: Είναι μια ιδέα αυτή, αλλά κρύβομαι και λίγο. Δε ξέρω βέβαια, αν θα πίστευε κανείς πως είναι δικά μου ή θα πίστευαν πως είναι του πατέρα μου (γέλια).

ΧΣ: Οι επιρροές δεν είναι κάτι κακό. Μέχρι σήμερα ακούμε νέα τραγούδια, ειδικά μπαλάντες και λέμε πως αυτό μας θυμίζει Βαρδή. Εξάλλου, μόνο καλό θα είναι, και για τους νεότερους να παίρνουν αυτές τις επιρροές. 

ΓΒ: Μακάρι να γίνει αυτό που λες, ειδικά για τους νέους. Εξάλλου άσχετα από τις μόδες ή τις εποχές, ο κάθε νέος άνθρωπος, μπορεί να ξεχωρίζει αυτό που μιλάει στην ψυχή του. Κι εγώ, ως παιδί, δεν ακολουθούσα τη μόδα της εποχής. Πχ την pop της εποχής. Προτιμούσα μπαλάντες και μάλιστα πιο… σκοτεινούς ήχους. Ο πρώτος ελληνικός δίσκος που αγόρασα, ήταν το «Διδυμότειχο Blues» του Μαχαιρίτσα. Τότε πχ μπορεί τα ραδιόφωνα να παίζανε πχ Μπίγαλη ή Χαριτοδιπλωμένο, αλλά εγώ προτιμούσα άλλα πράγματα.

ΧΣ: Βλέπουμε όμως σήμερα τη δικαίωση των ποπ καλλιτεχνών εκεινής της εποχής. Τι απίστευτα ηχητικά παντρέματα έκανε πχ ο Μπίγαλης, ή πόσα κοινωνικά θέματα έθιγε η Πωλίνα, με έναν πιο διασκεδαστικό τρόπο.

ΓΒ: Συμφωνώ απόλυτα και αυτοί είναι οι καλλιτέχνες που μας έδωσαν τα φώτα για αυτό που είμαστε τώρα. Μας άνοιξαν το δρόμο.

Ο Γιάννης Βαρδής και ο Χάρης Βαρθακούρης, το Σάββατο 11/5, επιστρέφουν στο Block 33, με τραγούδια που αγαπάμε πολύ.

ΧΣ: Τελευταίος σου προσωπικός δίσκος, το 2007. Πολλά τα χρόνια. Σου λείπει αυτό? Μια δουλειά με αρχή, μέση και τέλος, με την όλη διαδικασία που απαιτούσε για να φτάσει στο κοινό;

ΓΒ: Η διαδικασία μου λείπει, αλλά με βάση την εποχή και τα δεδομένα της, προσγειώνομαι. Η διαδικασία ήταν εκπληκτική. Θυμάμαι , ακόμα και για τη σειρά που θα μπαίνανε τα κομμάτια, καθόμασταν με τον πατέρα μου τα βράδια, να διαλέξουμε ποιο θα είναι πρώτο , τρίτο ή το πρώτο της β πλευράς του βινυλίου. Ηταν τελετουργία αυτό για τον ίδιο και μου το έμαθε και εμένα. Όμως το να βγάλω ένα δίσκο, όπου μπορεί να έχω 10 πολύ καλά τραγούδια και να ακουστεί το ένα, ποιος ο λόγος; Προτιμώ πλέον, αν έχω 10 καλά τραγούδια, να τα βγάζω σταδιακά, με την ελπίδα να ακουστούν και όλα.

ΧΣ: Τα νέα παιδιά, μπορούν να αφήσουν ιστορία, χωρίς δισκογραφία και με 1,2 τραγούδια το χρόνο;

ΓΒ: Δυστυχώς, φοβάμαι πως όχι.  Γιατί δεν είναι μόνο το τι θα ακουστεί με το δίσκο, αλλά και τι θα ανακαλύψει ο κόσμος μόνος του. Τα κομμάτια έχουν ψυχή. Θέλουν χρόνο. 

ΧΣ: Η πρώτη σου εμφάνιση στη δισκογραφία, ήταν στο δίσκο του Αντώνη Βαρδή «Στην Ελλάς του 2000» με το τραγούδι «Θα σε περιμένω». Σε αυτόν το δίσκο, συμμετείχαν και κάποια θρυλικά ονόματα του ελληνικού τραγουδιού. Καζαντζίδης, Γλυκερία, Αφοί Κατσιμίχα. Τους γνώρισες αυτούς τους ανθρώπους;

ΓΒ: Τον Καζαντζίδη, δυστυχώς ποτέ. Αλλά από μικρός, έβλεπα τεράστια ονόματα, όπως ο Νταλάρας πχ, να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι. Απλά τότε το αντιλαμβανόμουν, πως ήρθε απλά ένας φίλος ή συνεργάτης του μπαμπά. Δεν καταλάβαινα τότε τα μεγέθη.

ΧΣ: Έχεις αναφέρει σε άλλες συνεντεύξεις, πως υπάρχουν πολλά τραγούδια του Αντώνη Βαρδή, που είναι ακυκλοφόρητα. Να ελπίσουμε πως είτε με τη δική σου φωνή, είτε με άλλων θα τα ακούσουμε;

ΓΒ: Υπάρχουν ναι, πολλές μπαλάντες κυρίως, αλλά και λαϊκά. Με τον Χάρη Βαρθακούρη ετοιμάζουμε ένα από αυτά, ένα χασάπικο, και θα βγει μέσα στο Μάιο. Ελπίζω να έχει καλή πορεία.

ΧΣ: Κλείνοντας, θα ήθελα να μου πεις, 3 τραγούδια σου, που θεωρείς ότι δεν αναγνωρίστηκαν όσο έπρεπε, και μέσα από τη συζήτηση μας, να τα προτείνουμε στους αναγνώστες μας.

ΓΒ: Ευχαρίστως. Πρώτα το «Μια βραδιά στη Σαλονίκη», το «Δεν υπάρχεις εσύ» και τέλος ένα πιο…σκοτεινό τραγούδι, το «Όνειρο», το οποίο ήταν πολύ δύσκολο, για να βγει προς τα έξω. 

 

Related stories