HomeInterviewsΆρτεμις Πυρπύλη: Η φωτογράφος που δίνει σχήμα...

Άρτεμις Πυρπύλη: Η φωτογράφος που δίνει σχήμα στις αναμνήσεις

Συνέντευξη: Γιάννης Σιφνιός

Ένα καθοριστικό ταξίδι στην Κορσική, η αποτύπωση μιας επικείμενης απώλειας, αθέατες στιγμές που φωτίζονται και χαραμάδες που μας επιτρέπουν να γίνουμε κοινωνοί μιας πραγματικότητας, η οποία, αν και δεν είναι δική μας, μοιάζει τόσο οικεία. Η Άρτεμις Πυρπύλη χτίζει ένα ξεχωριστό φωτογραφικό σύμπαν, με κύρια συστατικά τη λεπτότητα, τη σιγανόφωνη αλλά στιβαρή αφήγηση και τα «μικρά» της καθημερινότητας, που «αφηγούνται», ωστόσο, τις δικές τους ιστορίες, αρκεί να κοιτάξεις προσεκτικά. Η διεισδυτική της ματιά φέρνει στο επίκεντρο ξεχασμένες γωνιές, αποκαλύπτοντας μια καλλιτέχνιδα που διαθέτει γνήσια ευαισθησία και ατόφιο φωτογραφικό ένστικτο. 

  • Ποια είναι η πρώτη φορά που θυμάσαι να βγάζεις συνειδητά φωτογραφία;

Νομίζω είναι περίπου στο Λύκειο. Σίγουρα είχα βγάλει και πιο πριν. Απλώς το Λύκειο το θυμάμαι, γιατί φωτογράφιζα σε εκδρομές τις φίλες μου, με φιλμ, τότε δεν είχαμε ακόμη ψηφιακές και θυμάμαι ότι φωτογράφιζα διάφορα. Και μου είχε μείνει ότι μου έλεγαν «ωραίες οι φωτογραφίες σου». Αλλά και ο πατέρας μου, που επίσης μου είχε πει «ωραίες αυτές οι εικόνες», οπότε το θυμάμαι και αυτό εκείνη την περίοδο. Ωστόσο, μια άλλη ανάμνηση που έχω με φωτογραφία, είναι με Polaroid και είναι το 2000, που ήμουν στο Παρίσι, μαζί με τη θεία μου και τον αδερφό μου και είχα βγάλει κάποιες φωτογραφίες. 

  • Για να ενώσουμε κάπως τις αναμνήσεις, θέλω να μου πεις πότε απάντησες στην κλισέ φράση «τι θα γίνω όταν μεγαλώσω», αποκρινόμενη «θέλω να γίνω φωτογράφος»;

Αυτό το ένιωσα όταν ξεκίνησα να κάνω μαθήματα στη σχολή φωτογραφίας Stereosis, μετά το λύκειο. Γιατί όσο ήμουν στο σχολείο, ήθελα να γίνω μαθηματικός, αλλά με ένα απίστευτο πάθος. Ήταν το όνειρό μου τα μαθηματικά, διάβαζα μόνο μαθηματικά όλη μέρα και όταν τελείωσα το σχολείο, τελικά δεν πέρασα μαθηματικά, γιατί διάβαζα μόνο αυτά [γέλια], οπότε στα άλλα μαθήματα δεν είχα γράψει καλά. Είχα όμως δηλώσει και τη Γεωπονία, επειδή ο πατέρας μου τελείωσε Οινολογία-Αμπελουργία και μου φάνηκε ότι θα ήταν κάτι ενδιαφέρον και για εμένα. Οπότε, πέρασα Γεωπονία και, κάπως τυχαία, ξεκίνησα στη Στερέωση να κάνω μαθήματα και εκεί ήταν σαν κεραυνοβόλος έρωτας.

Πορώθηκα πάρα πολύ με τη φωτογραφία και πολύ γρήγορα, από εκείνη τη στιγμή, στα 18 δηλαδή, το 2005, είπα ότι αυτό με ενδιαφέρει. Αφού πέρασαν κάποιοι μήνες που στους γονείς μου έλεγα ότι πάω στη σχολή, ενώ δεν είχα πάει καθόλου, πήγα μια φορά δε μου άρεσε και δεν ξαναπήγα. Έλεγα ότι πάω στη Γεωπονία και ήμουν στη Στερέωση στον σκοτεινό θάλαμο. Μετά από κάποιους μήνες, δε μπορούσε να συνεχιστεί αυτό το ψέμα, τους το είπα και εκεί ήταν που είπα στον πατέρα μου θέλω να ασχοληθώ με τη φωτογραφία. Ο πατέρας μου μικρός ασχολούνταν με τη φωτογραφία και ήθελε κι αυτός να γίνει φωτογράφος. Είχε πάει στον μπαμπά του και το είχε πει και εκείνος γέλασε, λέγοντας «πάμε πάλι, πες ένα αληθινό επάγγελμα».

Εκεί ακούμπησα μια ευαίσθητη χορδή και μου είπε ΟΚ. Οι γονείς μου είναι γενικά υποστηρικτικοί, απλά αυτό είχε και κάτι συμβολικό. Με την αναλογική μηχανή του μπαμπά μου ξεκίνησα ουσιαστικά και τη θυμάμαι, ήταν μια Canon A1. Τον θυμάμαι πάντως ότι μας φωτογράφιζε πολύ. Έχω πάρα πολλές φωτογραφίες από την παιδική μου ηλικία  και ωραίες φωτογραφίες. Επίσης, μια από τις αδερφές της μητέρας μου, στη Γαλλία, δούλευε σε μια gallery, συνεργαζόταν με φωτογράφους, οπότε θυμάμαι να πηγαίνω μαζί της μικρή, όταν πηγαίναμε να τη δούμε. Θυμάμαι ας πούμε να πηγαίνουμε στο σπίτι ενός φωτογράφου και είχα δει τις φωτογραφίες σε τυπώματα και κάτι με είχε τραβήξει από τότε. 

Φωτ. Γιάννης Σιφνιός

 

  • Ας κάνουμε όμως ένα μικρό άλμα στον χρόνο. Το τελευταίο διάστημα έχεις παρουσιάσει το νέο σου βιβλίο, Gramie, στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Θεσσαλονίκης και στη Stereosis. Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από τις τελευταίες δύσκολες ημέρες της ζωής της γιαγιάς σου. Πώς είναι για μια φωτογράφο να εμπλέκεται σε τέτοιο βαθμό συναισθηματικά με το project της; 

Είναι πάρα πολύ δύσκολα. Αρχικά, εγώ δε συνήθιζα να φωτογραφίζω την οικογένειά μου, φωτογράφιζα λεπτομέρειες από αντικείμενα, χώρους… Οπότε δεν έκανα κάτι τέτοιο, πόσο μάλλον σε ένα πλαίσιο ασθένειας της γιαγιάς μου και της τελικής φάσης της ζωής της, μιας και ήταν άρρωστη, τα τελευταία 5 χρόνια είχε καρκίνο και ήταν στο τελικό στάδιο. Οπότε αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο, θα ήταν για τον οποιονδήποτε, αλλά πόσο μάλλον για ‘μένα, που δεν είχα καμία εξοικείωση – και εγώ και οι άνθρωποι της οικογένειάς μου – στο να υπάρχει η φωτογραφία στη σχέση μας. Ήταν κάτι δύσκολο αλλά ήταν και αναγκαίο. Πώς είναι όταν είσαι αμήχανος και θέλεις να κάνεις κάτι με τα χέρια σου, εγώ κάτι έπρεπε να κάνω με τον εαυτό μου βασικά.

  • Είχε στοιχεία λύτρωσης όλο αυτό; 

Ίσως να έχει στοιχεία λύτρωσης τώρα, που έχω δουλέψει αυτό το υλικό και έχω δημιουργήσει αυτό το βιβλίο και αυτό το έργο. Είναι ένας τρόπος να εκτονώσω κάτι, να αφομοιώσω με έναν διαφορετικό τρόπο την απώλεια. 

  • Ένιωσες ότι χρειάστηκε να διατηρήσεις κάποιου είδους απόσταση, ώστε να μπορέσεις να ολοκληρώσεις το project;

Δεν υπήρχε καμία σκέψη. Εγώ πήρα τη μηχανή μαζί μου όταν πήγα στην Κορσική, χωρίς να ξέρω γιατί, χωρίς να έχω στο μυαλό μου ότι θέλω να καταγράψω κάτι ή να κάνω κάποιο project. Την πήρα χωρίς να ξέρω γιατί και δεν είμαι και το άτομο που όποτε ταξιδεύει θα πάρει μια μηχανή μαζί του, ή έχει ανά πάσα στιγμή τη μηχανή, δεν είμαι καθόλου αυτό το άτομο. Οπότε πήρα τη μηχανή χωρίς να ξέρω τι θα κάνω και ούτε μπορώ να σου ότι εκείνη την ώρα υπήρχε συνειδητά η σκέψη ότι «τώρα θα βγάλω αυτό».

Δεν υπήρχε τότε κάποιο project. Το 2012 βγήκαν αυτές οι φωτογραφίες και το 2019 ξεκίνησα να σκέφτομαι κάτι με το υλικό, 7 χρόνια μετά. Μέχρι τότε, δεν είχα καθόλου τη σκέψη να το κάνω κάτι. Ξεκίνησε με παρότρυνση του φίλου μου εκείνης της εποχής, ο οποίος μου είπε ότι έχει ενδιαφέρον, ότι είναι δυνατές εικόνες. Όντως έβλεπα ότι είναι δυνατές εικόνες. Μπορούσα να το διακρίνω, ακόμη και αν εγώ είχα μια σύνδεση. Καταλάβαινα ότι είναι εικόνες που έχουν μια αλήθεια και μια δύναμη και αυτό όντως με παρακίνησε ώστε να το κάνω. 

Gramie, © Artemis Pyrpilis

  • Στη σύντομη εισαγωγή του Gramie αναφέρεις πως ό,τι γνωρίζεις για τη γιαγιά σου, βρίσκεται σε αυτό το βιβλίο. Δημιουργώντας αυτό το έργο, τελικά βρήκες περισσότερες απαντήσεις ή σου γεννήθηκαν επιπλέον ερωτήματα για τη γιαγιά σου;

Στο κείμενο που αναφέρεις, γράφω ότι, παρότι τη γνώρισα τη γιαγιά μου, ήξερα ελάχιστα πράγματα για αυτήν. Μου γεννήθηκαν ερωτήματα και απορίες για την ίδια και γι’ αυτό ακολούθησε μετά η πιο συνειδητή διαδικασία, που έφερε στο «φως» το βιβλίο Nette. Εννοώ ότι, από τη στιγμή που το 2019 μπήκα στη διαδικασία να συνθέσω αυτό το έργο με τις εικόνες που είχα βγάλει, συνειδητοποίησα ότι εν τέλει αυτή η απώλεια μού είχε κοστίσει περισσότερο από ό,τι πίστευα. Ένιωσα ότι δεν την ήξερα ουσιαστικά. Κατέγραψα τις τελευταίες μου στιγμές μαζί της και βλέποντας αυτές τις εικόνες κατάλαβα ότι δεν ήξερα ποια είναι. Δείχνοντας το βιβλίο σε μια από τις θείες μου, μου είπε ότι το πατρικό σπίτι της γιαγιάς είναι να πουληθεί. Εγώ δεν είχα πάει ποτέ σε αυτό το σπίτι.

Η γιαγιά μου ζούσε στην Κορσική και το σπίτι αυτό βρισκόταν στη νότια Γαλλία, κοντά στη Νίκαια. Μου είχε πει λοιπόν η θεία μου ότι θα πουληθεί αυτό το σπίτι. Εγώ ήξερα ότι ήταν αναλλοίωτο και είχε τα πάντα. Μου είπε τότε, ότι ίσως θα ήταν μια καλή ιδέα να πάμε και να το φωτογραφίσω. Και έτσι, επειδή μου είχαν γεννηθεί ερωτήματα, πήγα στο πατρικό της γιαγιάς μου – μετά τον θάνατό της – για να τα λύσω. Γι’ αυτό, το δεύτερο βιβλίο, το Nette (δεύτερο ως προς το πότε έβγαλα τις φωτογραφίες, γιατί πρώτο εκδόθηκε το Nette και μετά το Gramie) δημιουργήθηκε για να βρω τις απαντήσεις. Μάλιστα στο κείμενο του Nette, η τελευταία φράση, αντιστοίχως με το Gramie, λέει ότι «όλα όσα δεν ήξερα για τη γιαγιά μου βρίσκονται εδώ». Γενικά, το πώς βίωσα αυτό το πολύ έντονο τελευταίο διάστημα (ενν. αυτό που αποτυπώθηκε στο Gramie) και πώς αντιλήφθηκα όλα τα στοιχεία που βρήκα σε αυτό το σπίτι για τη νιότη της, αυτά για ‘μένα ήταν η γιαγιά μου. 

  • Βλέποντας το έργο σου, μου έρχεται στο νου ένας σημαντικός φωτογράφος, ο Larry Sultan, ο οποίος έχει επίσης κάνει project για την οικογένειά του, το «Pictures from Home». Ο πατέρας του Sultan τού είχε πει μάλιστα ότι «δεν είμαι εγώ αυτός που φωτογραφίζεις, αλλά είναι οι προβολές σου για ‘μένα». Πώς το αντιλαμβάνεσαι αυτό, είχες επιρροές από φωτογράφους όπως ο Sultan;

O Larry Sultan είναι πολύ αγαπημένος φωτογράφος, έχει κάνει πολλά και διαφορετικά πράγματα και έχει δουλέψει και με την αρχειακή εικόνα που με αφορά πολύ. Αυτό το βιβλίο το θεωρώ καταπληκτικό σε επίπεδο editing, sequencing, στο πώς έχει συνδυάσει αρχειακή εικόνα, κείμενο, το βρίσκω πάρα πολύ συγκινητικό και δυνατό. Η αλήθεια είναι ότι δεν το γνώριζα σε βάθος αυτό το βιβλίο πριν κάνω το βιβλίο μου – δυστυχώς θα σου πω, γιατί θεωρώ ότι είναι πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Αυτό με τις προβολές που λέει ο πατέρας του Sultan το βρίσκω από τη μια εύστοχο, γιατί όντως είναι η υποκειμενική ματιά του γιου προς τους γονείς – για εμένα είναι η δική μου ματιά ως εγγονής – από την άλλη όμως δεν είναι ψέμα οι εικόνες. Υπάρχει κάποιες φορές μια δυσκολία αυτού που φωτογραφίζεται να αποδεχτεί αυτό που βλέπει και πολλές φορές, όταν δεν το αποδέχεται, το ισοπεδώνει τελείως, λέγοντας ότι «εγώ δεν είμαι έτσι», γιατί αυτό έλεγε ο μπαμπάς του Sultan, ότι «αυτό είναι το πώς με βλέπεις εσύ». Ναι, εγώ όντως σε βλέπω έτσι και μπορεί να μην είσαι μόνο αυτό, αλλά είσαι και αυτό. Εγώ είχα την «τύχη» και την ατυχία η γιαγιά μου να μη ζει όσο έκανα αυτό το βιβλίο. Την «τύχη» θα πω γιατί πιστεύω ότι δε θα το ενέκρινε, σε μια πρώτη φάση, αλλά σε δεύτερο χρόνο – και η μητέρα μου το λέει αυτό – πιστεύω θα καταλάβαινε και θα διέκρινε τον φόρο τιμής που είναι ουσιαστικά αυτά τα δύο έργα. Από την άλλη, δεν είμαι τυχερή, γιατί βρήκα για παράδειγμα στο Nette τόσες πολλές φωτογραφίες που δεν ξέρω τι είναι και θα μπορούσε να μου δώσει απαντήσεις, ή να πει κάποια πράγματα για τη ζωή της, που δεν είχε πει όσο ζούσε. Ωστόσο, το έχω πει πολλές φορές, αν ζούσε, δε θα γινόντουσαν αυτά τα βιβλία, όχι γιατί δε θα το ήθελε – δε θα μου είχε γεννηθεί η ανάγκη.

Φωτ. Γιάννης Σιφνιός

  • Για να επανέλθουμε, όμως, στις επιρροές, υπάρχουν φωτογράφοι που θαυμάζεις;

Γενικά, επειδή διδάσκω φωτογραφία, με ενδιαφέρει πολύ να βλέπω τη δουλειά των άλλων, τα ερεθίσματα είναι για ‘μένα πολύ σημαντικά. Ένας φωτογράφος που μου αρέσει πάρα πολύ και σε όλο του το έργο φωτογραφίζει την οικογένειά του, είναι ο Julien Magre. Αυτός ξεκίνησε φωτογραφίζοντας τη σύντροφό του και στη συνέχεια τη σύντροφό του και τα δύο τους παιδιά. Αν θυμάμαι καλά, είχα ήδη κάνει το Nette και είδα ότι είχε κάνει ένα βιβλίο που λέγεται «Δε φοβάμαι πλέον το σκοτάδι» και το οποίο το έκανε με αφορμή ότι η μικρή του η κόρη διαγνώστηκε με λευχαιμία και έφυγε από τη ζωή. Μου άρεσε γιατί είχαν ξεκινήσει να συζητάνε με την κόρη του και έλεγαν ότι όταν θα γίνει καλά, θα κάνουν μαζί ένα φωτογραφικό project. Οπότε το σχεδιάζανε, φωτογράφιζε αυτή τη διαδικασία. Μου άρεσε ότι όταν ήρθε η στιγμή που έφυγε η κόρη του από τη ζωή, εκείνος αποφάσισε όντως να κάνει αυτό το project που είχαν πει να κάνουν μαζί και να το κάνει παρόλα αυτά προς τιμήν της. Οπότε το βιβλίο έχει αυτή την αφήγηση. Μου φαίνεται πάρα πολύ ωραίο και πάρα πολύ γενναίο το να κάνεις ένα τέτοιο βιβλίο. Νομίζω ότι ο τρόπος που λειτούργησε ήταν παρόμοιος με εμένα. Πώς να διαχειριστείς  κάτι τέτοιο, μέσα από τη φωτογραφία. Να χρησιμοποιήσεις τη φωτογραφία σα μηχανισμό διαχείρισης μιας κατάστασης. Μπορούμε ακόμη να το δούμε και σα να κρύβεσαι από κάτι, σα να προστατεύεσαι λίγο, γιατί ναι μεν βλέπεις κάτι, αλλά δημιουργείται μια απόσταση που βοηθάει. Είναι πολύ αγαπημένος μου φωτογράφος.

  • Άρτεμις, πώς αντιλαμβάνεσαι τη θέση σου στον κόσμο της φωτογραφίας, που ακόμα και στις μέρες μας είναι ανδροκρατούμενος; 

Όχι μόνο στη φωτογραφία, αλλά και στην τέχνη γενικά υπάρχει αυτό το θέμα. Στα βιβλία της ιστορίας της φωτογραφίας ελάχιστες είναι οι γυναίκες, στις ομαδικές εκθέσεις είναι ελάχιστες οι γυναίκες, είναι κάτι που αντικατοπτρίζει νομίζω γενικότερα την πατριαρχική μας κοινωνία. 

Gramie, © Artemis Pyrpilis

  • Ένιωσες ποτέ να αντιμετωπίζεται το έργο σου ή εσύ με άλλο τρόπο επειδή είσαι γυναίκα; 

Γενικότερα, το έχω βιώσει. Και έχω βιώσει και το mansplaining σε περιβάλλοντα εργασίας, του τύπου «θα σου εξηγήσουμε», ενώ εγώ μπορεί να είχα τις γνώσεις. Σίγουρα και το γεγονός ότι ήμουν νεαρή και επίσης μικροέδειχνα… πάντοτε είχα να αποδείξω παραπάνω. Τώρα, στο κομμάτι της διδασκαλίας, όταν ξεκίνησα να διδάσκω, ξεκίνησα να δουλεύω σε ένα ΙΕΚ και μετά από τον πρώτο χρόνο, ακόμα και συνάδελφοι με περνούσαν για φοιτήτρια, υπήρχε κάτι σνομπ. Και με μαθητές μου συμβαίνει. Σε τμήματα με ενήλικες, κάποιοι θεωρούν, μάλλον  επειδή είμαι μικρότερή τους, ότι δεν είναι δυνατόν να ξέρω κάτι παραπάνω. Ως επί το πλείστον, συμβαίνει αυτό από μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες. Πλέον είμαι προετοιμασμένη και έχω μάθει να το διαχειρίζομαι. 

  • Αν πούμε ότι μια σπουδαία φωτογραφία είχε συστατικά, ποια θα έλεγες εσύ ότι είναι αυτά; 

Δε θα πω κάτι τεχνικό, γιατί η τεχνική δε με απασχολεί τόσο πολύ. Είμαι λίγο στη σχολή της Nan Goldin, με την έννοια ότι βγάζω κάτι όπως μπορώ, δε χρειάζεται να είναι τεχνικά το αρτιότερο. Χρειάζεται να αντικατοπτρίζει μια αλήθεια. Το να είναι αληθινή μια φωτογραφία, να προέρχεται από κάτι αυθεντικό, όποιο κι αν είναι αυτό… Να προέρχεται από την αλήθεια ενός ανθρώπου, να κάνεις αυτό που είσαι. Για ‘μένα, σημαντικό συστατικό για να είναι μια φωτογραφία καλή είναι το να είναι αληθινή, να μην είναι προσποίηση και δήθεν. Αυτό μπορεί σε γενικές γραμμές να μη μπορείς να το προσδιορίσεις ακριβώς τι είναι, αλλά πάντα μπορείς να το δεις. 

  • Στο δικό σου φωτογραφικό σύμπαν, το οικείο, το καθημερινό, έρχεται στο επίκεντρο. Τι σου ασκεί έλξη σε αυτά τα στοιχεία; 

Θα πω κάτι που έλεγε ο πατέρας της έγχρωμης φωτογραφίας, ο William Eggleston: δεν υπάρχει κάτι λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό στο να φωτογραφηθεί, το ανέφερε ως «a democratic way of seeing». Όλα μπορούν εν δυνάμει να φωτογραφηθούν, όλα έχουν μια αξία. Ο Luigi Guiri, που είναι από τους αγαπημένους μου φωτογράφους, έλεγε ότι μπορείς να πάρεις κάτι ασήμαντο και από το πώς θα το φωτογραφίσεις να το κάνεις σημαντικό. Οπότε, τα πάντα θα μπορούσαν να με συγκινήσουν για να το πω υπερβολικά. Μου αρέσουν τα πράγματα που είναι τόσο καθημερινά που δε θα τα προσέξουμε και τυχαίνει κάπως να τα προσέχω εγώ πολλές φορές. 

  • Παρατηρώντας τις εικόνες σου, μοιάζει σα να θέλεις να δώσεις σχήμα στην ανάμνηση. Ισχύει κάτι τέτοιο; 

Ναι, ισχύει αυτό. Θεωρώ ότι στην περίπτωση του Gramie, αποτύπωσα μια στιγμή, μια κατάσταση, σα να ήθελα να διατηρήσω τη συγκεκριμένη μνήμη και αυτό, με το βάθος του χρόνου, γίνεται μια ανάμνηση ίσως. Ο Sultan π.χ. έλεγε ότι πέρα από τις φωτογραφίες, τις συζητήσεις με τους γονείς κ.λ.π, συνειδητοποιώ ότι θολώνουν τα όρια, αλλά υπάρχει και κάτι πολύ βασικό στο γιατί το κάνω αυτό, ουσιαστικά προσπαθώ να κρατήσω τους γονείς μου ζωντανούς για πάντα. Αυτό είναι η διατήρηση της μνήμης και νομίζω αυτό ήθελα να κάνω εκείνη τη στιγμή, όταν πήγα να δω τη γιαγιά μου.  

  • Ποιος/ποια φωτογράφος νιώθεις ότι διαχρονικά σε αγγίζει με το έργο του/της; Πού επιστρέφεις πιο συχνά; 

Μια φωτογράφος, παρότι δεν είναι τόσο κοντά με εμένα, σε αυτό που κάνω, αλλά εκφράζει αυτό που θα ήθελα να κάνω, θα ξαναδώ βιβλία της στο σπίτι και είναι απόλυτη έμπνευση για ‘μένα, είναι μια Γαλλίδα φωτογράφος, η Dolores Marat. Όταν θα μεγαλώσω θα ήθελα να γίνω η Dolores Marat [γέλια].

Φωτ. Γιάννης Σιφνιός

  • Όπως ανέφερες και παραπάνω, εκτός από φωτογράφος, είσαι και δασκάλα φωτογραφίας. Ποια τα κοινά και ποια τα διαφορετικά στοιχεία που έχουν αυτές οι δύο ιδιότητες; Μπορεί – για να χαριτολογήσω – η διδασκαλία να είναι το καταφύγιο του φωτογράφου που δεν έχει έμπνευση;

Θα μπορούσε, δεν το αποκλείω. Από την άλλη θα έλεγα ότι δίνει μεγάλη έμπνευση το να έρχομαι σε επαφή με μαθητές, να βλέπω τη δουλειά τους. Θέλει και αυτό ένα πάθος. Δε θα μπορούσα να διδάσκω αν αυτό δε μου προσέφερε μια έμπνευση. Και, μάλιστα, μπορώ να σου πω ότι όταν ήμουν στη Γαλλία, δούλευα σε διάφορα projects, έχω φωτογραφίσει σε φεστιβάλ, ήμουν βοηθός φωτογράφων, έχω κάνει πολλά πράγματα βιοποριστικά στη φωτογραφία. Όταν επέστρεψα, επειδή όλα αυτά δε μου προσέφεραν καθόλου ικανοποίηση, είπα ότι προτιμώ να κάνω μια βιοποριστική δουλειά, που δεν έχει σχέση, και να κρατήσω τη σχέση με τη φωτογραφία μόνο σε αυτά που με ικανοποιούν και μου προσφέρουν κάτι θετικό. Αποφάσισα, λοιπόν, να κρατήσω τη διδασκαλία ως κομμάτι δουλειάς. Γιατί είναι κάτι που έχει νόημα για εμένα. Δεν είναι για όλους, το καταλαβαίνω. Πλέον διδάσκω 10 χρόνια. 

  • Οπότε, πώς μπορεί μια/ένας φωτογράφος να βιοποριστεί από αυτό το επάγγελμα σήμερα στην Ελλάδα;

Εγώ στην Ελλάδα δεν το επεδίωξα απόλυτα. Δύσκολα πιστεύω. Στη Θεσσαλονίκη, αντικειμενικά, είναι κάπως δύσκολο, επειδή δεν υπάρχουν τόσες πολλές επιλογές. Από εκεί και πέρα είναι η μόδα, η διαφήμιση, πιο εύκολα όμως στην Αθήνα. 

  • Από το παλιό διαφημιστικό της Kodak που έλεγε «You press the button we do the rest», μέχρι τη σημερινή εποχή του Instagram και του A.I., έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Πώς φαντάζεσαι το μέλλον της φωτογραφίας; 

Θα ήθελα να ελπίζω ότι έχει μέλλον η φωτογραφία σαν μέσο, μαζί με τον φωτογράφο. Γιατί, εντάξει, η εικόνα θα υπάρχει, αλλά το θέμα είναι ότι αν αυτή απλώς δημιουργείται από τεχνητή νοημοσύνη, τότε αλλάζει η φωτογραφία έτσι όπως την ξέραμε. Από την άλλη, όπως λέω και στα μαθήματα, πολλοί διαμαρτύρονταν και παλιά όταν κάτι καινούργιο ερχόταν, οπότε δεν ξέρουμε. Εγώ μπορώ να πω – αν και φοβάμαι πολύ την τεχνητή νοημοσύνη στο κομμάτι της φωτογραφίας, γιατί πλέον δε μπορούμε να ξέρουμε τι είναι αληθινό και τι όχι  – έχει κάτι το intriguing το να δεις εικόνες από A.I., το να δεις τη σύνθεση, τα χρώματα, το πώς μπορεί να φαντάζεται η τεχνητή νοημοσύνη μια εικόνα να λειτουργεί με συγκεκριμένα στοιχεία. Μπορεί να έχει ένα ενδιαφέρον, αλλά προς το παρόν, με προβληματίζει. 

  • Αντί αποχαιρετισμού, θα ήθελα να μου πεις σε ποια χρονική στιγμή στην ιστορία της φωτογραφίας θα ήθελες να μεταφερθείς, αν ερχόταν μπροστά σου δια μαγείας ένα τζίνι; Πιστεύω στα ‘70s θα ήθελα να φωτογραφίζω, όταν ξεκίνησε να ανεβαίνει το χρώμα στη φωτογραφία. Εποχές με Eggleston, Stephen Shore, με Kodachrome, με ιδιαίτερες μεθόδους εκτυπώσεων, με χρώματα απίστευτα. Σίγουρα τότε! 

*Η φωτογραφική έκθεση της Αρτέμιδος Πυρπύλη με τίτλο “GRAMIE” φιλοξενείται στους χώρους της σχολής φωτογραφίας Stereosis, έως και τα μέσα Μαΐου. 

 https://artemispyrpilis.com/

 

Related stories