Χαλαρώνεις στόμα, τεντώνεις μάγουλο και αφήνεις την οδοντοστοιχία να ξεπροβάλλει. Δεν είναι δα και ακατόρθωτο!
Είναι και εκείνες οι στιγμές που δεν γελάει το χειλάκι με τίποτα. Εγώ λοιπόν που χαμογελώ κατά περίσταση, ούτε καν κατά περίπτωση, εγώ λοιπόν και σίγουρα κάποιοι άλλοι που θα υπάρχουν σε αυτή την πόλη δυσκολεύομαι πολύ να θεωρήσω και να εκλάβω ως αστείο κάτι που, δεν είναι βρε αδερφέ…
Και κάπου εδώ ξεκίνησα να αναρωτιέμαι πολύ σοβαρά και επηρεασμένη απο την όλη κοινωνικοπολιτική φάση, τελικά είναι εύκολο να γελάσει το χειλάκι; Πως είναι αλήθεια να γελάμε με την ψυχή μας; Αυτό το συναίσθημα που γελάμε και από την πίεση νιώθουμε να ξεριζώνονται τα πνευμόνια μας;
Έχω καταλήξει στο ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων. Εκείνοι που γελούν ενώ σφίγγουν πολύ δυνατά τα δόντια τους γιατί πρέπει να χαμογελούν, ενώ από μέσα τους σκάνε απο αντιπάθεια για τον συνομιλητή τους, για το σκυλάκι που τυχαία τρίβεται στα πόδια τους, για τα παιδάκια που τσακώνονται και ξεσηκώνουν την πολυκατοικία, με λίγα λόγια το προσποιητό γέλιο που πολλές φορές γίνεται πιστευτό.
Στην κατηγορία νούμερο δύο συναντάμε τους ανθρώπους με γέλιο ασταμάτητο, εκνευριστικό, εκείνο που τρυπάει τύμπανα και για κάποιους είναι τρόπος ζωής. Νομίζουν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν τα πάντα χαζογελώντας και χωρίς να κουνήσουν καν το μικρό τους δαχτυλάκι. Με το πέρασμα των χρόνων κατάλαβα ότι αυτοί οι άνθρωποι ανεβάζουν τον μέσο όρο ηλικίας.
Η τρίτη και… φαρμακερή, τρόπος του λέγειν φυσικά, κατηγορία, περιλαμβάνει όλους εκείνους που μας χαρίζουν το πηγαίο γέλιο, εκείνο που σε καθηλώνει και είναι η απάντηση σε όλη την «κακομουτσουνιά» στην πολύ μίζερη πραγματικότητα που ζούμε. Οι άνθρωποι που γελούν αβίαστα ανοίγουν πολύ το στόμα τους και φωτίζεται το πρόσωπο τους σα να έσκασε μετεωρίτης δίπλα τους.
Είναι εκείνοι που ακόμα και στα πολύ μεγάλα ζόρια λένε «δε βαριέσαι όλα καλά θα πάνε».
Και η ζωή συνεχίζεται…