
Σελίδες Εξώστη. Το χαρτί μυρίζει δάσος και το μελάνι σβήνει το παρελθόν. Τελευταία μέρα στο σχολείο με συνάχι – ξεκινάει το ταξίδι στη βροχή. Φιλιά αναμνήσεων κι ένα μεγάλο σ´ αγαπώ. Καλημέρα Λονδίνο.
Είναι κάποιες μέρες που κάθομαι στην κάμαρα με τους μενεξέδες [που έλεγε κι ο Τάσος ο Λειβαδίτης] με έναν καφέ από την Αιθιοπία και συλλογιέμαι τα ταξίδια. Τις βόλτες εκείνες τις μακρινές που σε φέρνουν κάπου στη ζωή και σου αφήνουν μια στοίβα φωτογραφίες κι έναν έρωτα. Γουλιά γουλιά τον καφέ, κάτι αεροπλάνα πηγαινοέρχονται και μουγκρίζουν κουρασμένα – εσύ είσαι μακριά – το ίδιο και οι εραστές. Οι καρτ ποστάλ τσαλακωμένες και μερικές κάρτες επιβίβασης χαράζουν την πορεία που ίσως να ξέχασες, μία ζωή σε έναν τοίχο, ο κισσός θεριεύει, τα λεωφορεία κάνουν στάσεις και η ζωή συνεχίζεται – στο ίδρυμα λίγο πιο κάτω προσφέρουν δείπνο στις 7 – είναι πιο εύκολο το σούρουπο έτσι – δεν είσαι ποτέ μόνος. Νιώθω πως είμαι διαρκώς σε ένα αεροπλάνο, δεν έχω βρει τη στεριά μου ακόμα, ταξιδεύω για να βρω την αγάπη. Είναι όμορφη η ζωή αυτή, η αλλαγή σε ωριμάζει, σκληραίνει το πετσί σου και γεμίζει το hard drive σου. Στο σημειωματάριο γράφεις και σβήνεις επιθυμίες, έξω αναβοσβήνουν τα φώτα του ουρανού, βάζεις ένα τικ στα όνειρα και γυρνάς φύλλο.
Κι όμως εδώ ρίζωσα.
Στον τόπο τούτο ερωτεύτηκα, αγαπήθηκα κι έγραψα για τις βόλτες μου με την ευφυέστατη Μιμή, το fabulous μου poodle, τα ξενύχτια με το Μήτσο και τα τραπέζια του Χρήστου. Σου μίλησα για το φλερτ, εσύ διάβαζες κι εγώ ήμουν ντροπαλός, άνοιξα τα δεφτέρια μου και τα σημείωσα όλα, έβαλες μουσική [Erik Satie] και στα εξιστόρησα. Στο φόντο μας η μουσική, υπότιτλοι για ένα soundtrack που έγινα εγώ κι εσύ. Στην πόλη αυτή έκλαψα τα βράδια σιωπηλά αλλά εσύ με άκουσες την επόμενη μέρα σαν ξημέρωνε, εκείνη την αυγή που μύριζε κανέλα – σου έστειλα χαιρετισμούς από πόλεις μαγικές κι εσύ βρήκες εισιτήριο για να' ρθεις να με βρεις. Στον Εξώστη έγραψα τα πρώτα μου παράπονα, γκρίνιαξα λίγο για να μη με λες συνέχεια ερωτευμένο [δεν είναι καθόλου κακό να έχεις το κεφάλι στα σύννεφα και πεταλούδες στο στομάχι, που λένε κι οι Άγγλοι] και σε έστειλα να δειπνήσεις σε κουζίνες γεμάτες μεράκι. Είχα την τύχη να γνωρίσω τους πιο γλυκείς ανθρώπους, κοσμάκης απλός που μάχεται ακόμα να βάλει ένα ωραίο τραπεζομάντηλο στο κεντρικό τραπέζι, να δώσει ένα άρωμα στο σιδερωμένο του πουκάμισο και να σερβίρει τσικουδιά από την Κρήτη. Μαγειρεία με ατμό, παχουλές ιδιοκτήτριες και δώρα λέξεις – ευχαριστώ κυρίως – έκανα και κάτι χειραψίες που κλείδωσαν στιγμές μέσα τους. Η αρχισυνταξία με αγάπησε πολύ, μου έδωσε την καλύτερη δουλειά κι εγώ έτρεχα σαν πιστός στο εικονοστάσι. Ξενυχτήσαμε κάποιες φορές, μιλήσαμε γλυκά για το κουράγιο και οι αποτυχίες μίλησαν στα μάτια των άλλων. Θυμάμαι τότε που ξεκινούσαμε – η αρχισυντάκτρια με είχε γνωρίσει στη Ζεύξιδος με μπίρες – δηλώσαμε ερωτευμένοι επί τόπου και θεωρήσαμε τιμή μας να αναζωογονήσουμε το καμάρι μας, το παιδί αυτό. Τα τηλέφωνα κουδούνιζαν με μανία τις Κυριακές, εμείς όλοι στις βόλτες [κυρία μου έφαγε ο σκύλος την εργασία και τέτοια] και η Μαρία να θέλει το Κείμενο – η Ρίτα [κορίτσι πράμα] με έμαθε να επαναστατώ κατά της εξουσίας και να βλέπω μια ζωή αλλιώτικη. Την ευχαριστώ.
Δίνοντας τη σκυτάλη της στήλης Urbanities δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα – αυτή η χρονιά δεν ήταν an easy affair άλλωστε. Η στήλη ήταν η επιβεβαίωση μου και οι καταθέσεις μου στην Τράπεζα της Αγάπης – οι λέξεις ήταν μηνύματα σε εραστές και μαχητές κι εγώ ο αγγελιοφόρος τους. Σήμερα με βρίσκεις στο Λονδίνο, δουλεύω για το μεροκάματο και πίνω τσάι με χυμό αγελάδας δίπλα στον Τάμεση – earl grey διότι δεν θέλω να με αφήσω να σε ξεχάσω. Αν ποτέ ταξιδέψεις προς τα χωριά αυτά πάρε τσουρέκι σοκολάτας, ένα βιβλίο του Λειβαδίτη κι ένα γαρύφαλλο από τον Κήπο της Ανθέων κι έλα. Θα σε τρατάρω scones και τσάι μετά τις τέσσερις και θα μου πεις τα νέα της πατρίδας.
Δεν ήθελα να γίνω γραφικός με τις τελευταίες λέξεις ή να μουσκέψω τις σελίδες του Εξώστη αλλά θέλω να σου ζητήσω να κάνεις κάτι για εμένα. Πρέπει να αγαπάμε, να ανοίγουμε συνεχώς παραθύρια και μπαλκονόπορτες να παίρνει αέρα η καρδιά – μη δυστυχήσεις άλλο, μην τους αφήσεις να σου πάρουν τον ανώτερο Εαυτό. Δώσε πολλή αγάπη, δώσε τη θέση σου στο λεωφορείο, άνοιξε την πόρτα στους άλλους και χάρισε λουλούδια. Πες ευχαριστώ, βάλε την καλή σου κολώνια και ερωτεύσου. Προς θεού – ερωτεύσου όσο πιο βαθιά μπορείς – μη μένεις μόνος τα κρύα βράδια, μην τρως μόνος τις Κυριακές. Βρες τη στεριά σου και στήσε το σπιτικό σου. Πιάσε το χέρι του αλλουνού, βάλτο στην καρδιά σου, στείλτου ένα γράμμα με σκόρπιες στιγμές και θύμισε του καθημερινά πόσο τον αγαπάς. Αγάπησε πολύ.
Εγώ μόνο έτσι μπόρεσα να γράφω.
Till I see you again ol' chap!
Θα μου λείπεις πολύ.