Όταν ήμουν πιτσιρικάς μου άρεσε να χαζεύω τους μεγάλους στα καφενεία. Ήταν μια ενήλικη συναγωγή που θύμιζε ιεροτελεστία μαγική, κάτι ανάμεσα σε κυριακάτικο μεσημεριανό και απόλαυση ερωτική. Περπατούσα απ’έξω και ονειροπολούσα πως όταν μεγαλώσω θα γίνω και εγώ θαμώνας, θα καπνίζω το τσιγάρο στην άκρη των χειλιών, θα ρουφάω τον καφέ δυνατά χωρίς να ντρέπομαι, θα φοράω το tweed σακάκι μου που δεν θα μύριζε ναφθαλίνη και θα παρατηρούσα τους περαστικούς. Το χαρμάνι θα έπαιζε μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της ημέρας μου και όπως τότε που ήμουν μικρό παιδί, δεν θα είχα καημό κανένα στον κόσμο. Σήμερα, οι δόσεις του δανείου, η απερισκεψία μας στο περιβάλλον και οι ανελέητες εκπτώσεις της αξιοπρέπειας μας έχουν αλλοιώσει λίγο εκείνα τα όνειρα αλλά ο καφές παραμένει ένα ουσιαστικό και απολαυστικό κομμάτι της ζωής μου.
Η Δήμητρα και η Μαριάννα, ο Τόνυ και ο Απόστολος, η Σάρα και ο Χρήστος με συνοδεύουν με ευλάβεια σε κάτι τέτοια ενσταντανέ. Μαζευόμαστε συχνά στο “Nooon”, στα σύνορα της Μητροπόλεως με Καρόλου Ντηλ και αφιερώνουμε ώρες στο αφέψημα αυτό που ερεθίζει τους αισθητήρες της γλώσσας και αφυπνεί τον οργανισμό. Το Σάββατο, ανάμεσα στο μεσημέρι και το απόγευμα, καλλιεργούμε τους πιο μεγάλους μας πόθους, χαζεύουμε και παρατηρούμε την εξέλιξη αυτής της πόλης και ανησυχούμε για τον επερχόμενο χειμώνα – κάθε συζήτηση είναι ντυμένη με χιούμορ, αγωνία και λαχτάρα, γέλια και χαμόγελα.
Μέσα, στο μαγαζάκι με τα ζεστά χρώματα σε περιμένει ο κύριος στην ταμειακή μηχανή για να πάρει την παραγγελία σου – δεν κάθεσαι, είναι self-service και όλα αλλάζουν σ’αυτή την πόλη. Θα καταλάβεις στο τέλος ποιό είναι το ατού του να πληρώνεις προκαταβολικά. Δίπλα, στον πάγκο με τα τσιμπήματα θα μυρίσεις μυρωδάτα ψωμιά, θα ξελογιαστείς από τα γλυκά και τις αλμυρές λιχουδιές και μάλλον θα καταλήξεις να δοκιμάζεις και τις σαλάτες με κρουτόν και jamon. Πολύ νόστιμα είναι επίσης τα brownies που κερνάνε με τον καφέ οπότε μην αρνηθείς στο κάλεσμα της Λιάνας που θα σου προσφέρει μερικά. Τη Λιάνα συνοδεύει ο κος Δημήτρης, γνωστός και από το “Banquet” που κατά τη γνώμη μου κάνει τον καλύτερο καφέ της πόλης. Τα ανοιχτόχρωμα κίτρινα πουκάμισα που φοράνε τα παιδιά και το γκρι παπιγιόν, πολύ της μόδας το βρίσκω, καθιερώνουν το “Nooon” ως ένα μαγαζί με στιλ που σέβεται τον θαμώνα του. Πιες τον καφέ σου στα τραπεζάκια έξω στο πεζοδρόμιο που φέρνουν κάτι από Μιλάνο ή στα μπαρ που αγκαλιάζουν τη τζαμαρία στην πρόσοψη του μαγαζιού.
Στην υγειά σου.