HomeNewsroomTalk-talk | Μια ερώτηση, πολλές απαντήσεις

Talk-talk | Μια ερώτηση, πολλές απαντήσεις

Μια
ερώτηση κοινή για όλους. 

Πως είναι να ζεις στο κέντρο της
πόλης, τι βλέπεις από το μπαλκόνι σου, τα υπέρ & τα κατά, γιατί επέλεξες να
ζεις στο κέντρο


Πέντε άνθρωποι από διαφορετικούς χώρους μας δίνουν την δική τους
απάντηση.


“Spring
is the time of plans and projects.”
Leo Tolstoy


Γεννήθηκα Βασιλίσσης Όλγας και
πήγαινα δημοτικό σχολείο στα όρια Χαριλάου Πυλαίας. Όταν πέρασα στο Γερμανικό
Σχολείο, που ήταν δίπλα στο σπίτι μου, μετακομίσαμε στα όρια Πυλαίας
Πανοράματος. Μετά έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό. Όταν γύρισα είπα ’εγώ δεν πρόκειται να χάνω άλλες ώρες στα
λεωφορεία’
. Είχα ξεχάσει ότι ήξερα στο μεταξύ να οδηγώ. Έτσι, πήρα σπίτι
-και γκαράζ- στο κέντρο, 5’ από την οικογενειακή μας επιχείρηση. Δεν θα
μπορούσα πια να ζω εκτός κέντρου. Θα ήμουν άλλος άνθρωπος. Και δεν θέλω, πια,
να είμαι άλλος άνθρωπος. Μου λείπει το
πράσινο, που είναι ανύπαρκτο, και με θλίβει η έλλειψη αστικής συνείδησης
που
μας διακατέχει και που γίνεται αντιληπτή κυρίως όταν ησυχάζει η πόλη και οι
transit του κέντρου γυρνάνε στα προάστια τους. Από το μπαλκόνι μου βλέπω το ανάκτορο του Γαλερίου, το ποτάμι Τσιμισκή,
το θεϊκό Όλυμπο, τα ηλιοβασιλέματα και τη Χριστίνα και τη Ρομίνα να ποτίζουν τα
φυτά τους..


O Σπύρος Πέγκας είναι εντεταλμένος σύμβουλος Τουρισμού και Διεθνών Σχέσεων
του Δήμου Θεσσαλονίκης.


Είναι
σαν να είσαι στο κέντρο του κόσμου.
Άλλωστε βρίσκεσαι στο κέντρο του κόσμου σου,
όταν βρίσκεσαι στο κέντρο μιας πόλης που την αγαπάς και σε εκφράζει, όπως εμένα
η Θεσσαλονίκη. Δε χρειάζεται να κάνεις δεύτερο βήμα, πριν αφήσεις το σπίτι για
τη δουλειά σου ή τη βόλτα, και συναντάς όχι μόνο τη Θεσσαλονίκη του σήμερα αλλά
κάθε Θεσσαλονίκη όπως η μία διαδέχτηκε την άλλη ανάμεσα στα χρόνια. Από το μπαλκόνι μου βλέπω τον αρχαιολογικό
χώρο της Γούναρη.
Τα φαγάδικα που, διανυκτερεύοντα, εξυπηρετούν τους
περαστικούς από κάθε γωνιά της πόλης. Βλέπω τους φοιτητές να πηγαίνουν ή να
επιστρέφουν από τις σχολές τους. Βλέπω μαζί και τους παράταιρους της Ναυαρίνου.
Τους «παρίες» που μέσα στο πρόβλημά τους γίνονται ένα με το σκηνικό, χωρίς όμως
να προκαλούν το παραμικρό. Η Ναυαρίνου έγινε η πατρίδα που τους δέχθηκε. Δεν υπάρχει κάτι που να θέλεις να κάνεις
και το κέντρο να μη σου δίνει την δυνατότητα, όποια ώρα και να το επιλέξεις.

Στα κατά συμπεριλαμβάνεται ένας «ξένος» προς εμένα χαρακτήρας των
νεοθεσσαλονικέων. Αυτόκλητοι
αντιπρόσωποι μιας ερωτικής πόλης (
sic) που φοράνε τους
γιακάδες τους σηκωμένους.
Μου αρέσει να παρακολουθώ την εξέλιξη του ζωντανού
οργανισμού, που λέγεται Θεσσαλονίκη, από μέσα. Στη Θεσσαλονίκη -όπως σε κάθε πόλη με χαρακτήρα- πραγματώνονται όλες οι
ζυμώσεις (πολιτικές, πολιτιστικές, εμπορικές) και το κέντρο είναι ο πυρήνας
αυτών των ζυμώσεων.


Ο ‘Άγγελος Ιωαννίδης είναι φοιτητής στη σχολή
Διοίκηση Επιχειρήσεων και ιδιωτικός υπάλληλος


Στο κέντρο ζεις στην καρδιά της
πόλης. Στο κέντρο ζεις στην καρδιά των
γεγονότων
. Και μετά τα κλισέ, η συγκεχυμένη πραγματικότητα. Καρδιά και
πεπτικό σύστημα, δάχτυλα, δόντια και μαλλιά, όλα….

Γι’ αυτό και το να μένεις εκεί
σε μπερδεύει. Δεν ξέρεις αν πρέπει να χαρείς που ένας περίπατος είναι αρκετός για να φτάσεις παντού ή να θυμώσεις
που αυτός πρέπει να γίνεται μέσα στα σκουπίδια,
τα ξηλωμένα κτίρια και τον απολυταρχισμό του παρκαρισμένου που σου
κλείνει το δρόμο. Δεν ξέρεις πως μπορείς να εκτιμήσεις την αξία του να χαιρετάς
γνωστούς στο δρόμο, σαν σε παλιά γειτονιά και πως να αντέξεις την αγένεια και
τη βασανιστική βεβαιότητα πως η ζωή θα έπρεπε να είναι κάπως αλλιώς. Πως να σταθμίσεις την ομορφιά και την ασχήμια.
Παρόλα αυτά μένεις. Και συνεχίζεις να λες, σαν κουρδισμένος: Το κέντρο δεν το αλλάζω με τίποτα.


Η Μαρία Ράπτη είναι φιλόλογος
σε ιδιωτικό σχολείο της πόλης, έχει εκδώσει το πρώτο της βιβλίο, ‘’Χάρτινο
Μουσείο παράξενων γεγονότων’’ και συχνά παίζει θέατρο.


Ξέρετε, όπως τους συγγενείς μου,
το ύψος μου, την εξωτερική μου εμφάνιση, έτσι και αυτό δε το επέλεξα, απλά το
κληρονόμησα, ζω, λοιπόν, στο κέντρο της πόλης   επειδή ζούσαν οι
γονείς μου και οι γονείς των γονιών μου. Συγκεκριμένα
ζω δίπλα στα πανεπιστήμια.


Όσο βίωνα  τα φοιτητικά μου
χρόνια, τότε δηλαδή που το μόνο που με ένοιαζε ήταν να μη περπατάω πολύ το πρωί
για να πάω στο ίδρυμα (με τη κακή έννοια του όρου έχει καταλήξει)
Α.Π.Θ. και να μην απέχουν πολύ οι καφετέριες, τα μπαρ και τα διάφορα μέρη που
σκότωνα την ώρα μου, μπορώ να πω ότι ήμουν απόλυτα ευχαριστημένος από τη ζωή
στο κέντρο. Μια ευχαρίστηση που γινόταν ακόμη πιο μεγάλη όταν έβλεπα τους
φίλους μου να δίνουν το τελευταίο  5εύρω που είχε μείνει στη τσέπη τους
στις 5 το πρωί στο ταξί για να επιστρέψουν σπίτι τους, ενώ εγώ με αυτό το 5εύρω
κερνούσα ένα ποτό στη κοπέλα που συνόδευα και γυρνούσα με τα πόδια μόνος ή αν
ήμουν τυχερός μαζί της.

Σήμερα μπορεί η ζωή μου να έχει
αλλάξει και να έχει σημείο αναφοράς άλλους χώρους, μπορεί συχνά να βρίζω επειδή βλέπω στη γειτονιά μου σκουπίδια, επειδή
δε μου αρέσει να βρίσκομαι μέσα σε πολυκατοικία και θα ήθελα να έχω έστω μια
μικρή αυλή, επειδή δε μου αρέσει να μένω στο 4ο όροφο
και να  ψυχοπλακώνομαι από τα ντουβάρια που με
περιτριγυρίζουν, αλλά τελικά πάλι το κέντρο επιλέγω. Αμετανόητος.

Ίσως είναι λίγο σαν εξάρτηση, να ξυπνάς το πρωί και να βρίσκεσαι
σε 5 λεπτά όπου επιθυμείς
, να βλέπεις τις ίδιες κλασσικές φιγούρες των
γηγενών κατοίκων και κυρίως να περπατάς στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη σου, να
νιώθεις αυτό το ιδιαίτερο, οικειότητα, αγάπη, πάθος, όνειρα,
σίγουρα αυτό που μόνο σε αυτή τη πόλη
μπορείς να νιώσεις.

Ξέρετε κάθε πρωί που προσπερνώ τη Καμάρα, περνώ από το ίδιο
μαγαζί καφέ πριν  πάω στη δουλειά μου.
Σε αυτή τη γνώριμη διαδρομή καταλαβαίνω πως έχω τόσες αναμνήσεις, στιγμές,
άνθρωποι, σ’ αυτή τη γειτονιά, στο κέντρο. Η αίσθηση αυτή με γοητεύει τόσο, που
δύσκολα, λοιπόν, θα φύγω από το κέντρο.

Ο Θοδωρής Καραγιάννης είναι
δικηγόρος και ζει στο κέντρο της πόλης.


Επέλεξα να ζω στο
κέντρο γιατί κάθε πόλη είναι το κέντρο της: από το κέντρο και προς το κέντρο
γίνονται όλες οι κινήσεις στο αστικό πεδίο.
Το κέντρο της Θεσσαλονίκης
συμπυκνώνει όλα τα καλά και όλα τα κακά του να ζεις στη Θεσσαλονίκη κι έτσι
κατοικώντας στην Αλέξανδρου Σβώλου νιώθω καθημερινά το σφυγμό της πόλης.
Καταλαβαίνω πότε αδειάζει η πόλη, πχ τον Αύγουστο, εισπνέω την άνοιξη που
προσπαθεί να δώσει το παρόν σε μια πόλη με θόρυβο και ρύπανση, ακούω τους ήχους
της πόλης 24 ώρες, αφουγκράζομαι τις πορείες, το θυμό στις διαδηλώσεις,
βλέπω τις εποχές να αλλάζουν μέσα από τους ανθρώπους και τις συνήθειές τους.

Κι
όλα αυτά μπορεί να μην ταυτίζονται με την ποιότητα ζωής που προϋποθέτει ησυχία,
καθαρή ατμόσφαιρα και επαφή με το φυσικό, ωστόσο αυτά είναι η πόλη τώρα. Κάνω τα πάντα με τα πόδια κι αυτό είναι
λυτρωτικό σε μια πόλη που υποφέρει από την κυκλοφοριακή συμφόρηση.
Κι αυτό
που απολαμβάνω περπατώντας είναι να ανακαλύπτω ξανά ξανά την πόλη μέσα από τα
μνημεία της, κάτι που εύκολα προσπερνά το βλέμμα στη ροή της καθημερινότητας. Η Θεσσαλονίκη είναι φωτογραφικός
παράδεισος, έχει τόσες όψεις εντός της (όμορφες και άσχημες, παλιές και νέες)
που μπορεί να εμπνεύσουν πολλά και διαφορετικά κλικ.


Και είτε το πιστεύεις
είτε όχι στη Σβώλου είμαστε μια γειτονιά.
Το να περπατάω στο δρόμο και να
ανταλλάσσω μια κουβέντα με τους περίοικούς μου είναι λόγος να χαμογελώ. Από την
άλλη δε μου αρέσει το δήθεν σ' αυτή την πόλη, ο συντηρητισμός και ο
καθωσπρεπισμός. Θέλω να δω τους
κατοίκους της Θεσσαλονίκης να τσαλακωθούν λιγάκι…
 Ευτυχώς πια
υπάρχουν νησίδες όπου η μεταβολή είναι ορατή, κυρίως σε όλο το νέο παραλιακό
μέτωπο. Έχω την τύχη να μπορώ να
πετάγομαι στη θάλασσα μέσα σε λίγα λεπτά.
Κι όταν βλέπω κόσμο όλων των
ηλικιών να κάθεται στα παγκάκια, στην προβλήτα, στις πέτρες μπροστά στο Λευκό
Πύργο, στα γρασίδια, ε ναι! Χαίρομαι αφάνταστα. Από την άλλη μπορώ το ίδιο
εύκολα να πεταχτώ στο Σέιχ Σου πάλι με τα πόδια (εξάλλου εκεί συντηρώ και τα
μελίσσια μου). Είναι ανεκτίμητο προνόμιο
σε μια πόλη να πηγαίνεις από το δάσος στη θάλασσα με τα πόδια…


Βέβαια
η κακοδιαχείριση από τους πολίτες της ίδιας της πόλης τους με θλίβει. Μιλάω για τα πεταμένα σκουπίδια, τα
συνθήματα στους τοίχους, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα χωρίς σεβασμό στους πεζούς,
τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα και τους ποδηλάτες, οι βανδαλισμοί κτιρίων
και μνημείων…
όλα αυτά με κάνουν να αναρωτιέμαι πως είναι δυνατό να
έχουμε μια όμορφη πόλη όταν εμείς οι ίδιοι την καταστρέφουμε καθημερινά.

Τι
θα άλλαζα; Θα έδινα τοίχους κτιρίων σε νέους να ζωγραφίσουν, να χαράξουν, να
επικοινωνήσουν κι έτσι όχι μόνο να αξιοποιηθεί εγκαταλελειμμένο αρχιτεκτονικό
υλικό αλλά να βρει το χώρο της η δημιουργικότητα και η έμπνευση, η
ανάγκη για έκφραση.  Θα γέμιζα με πράσινο τους πεζόδρομους του κέντρου,
εμπλέκοντας κατοίκους και καταστηματάρχες, θα έλεγα μπράβο σε όποιον επιλέγει
να μετακινηθεί χωρίς το αυτοκίνητό του.

Τι
βλέπω από το μπαλκόνι μου; Ασχήμια… Άσχημες πολυκατοικίες σαν κλουβιά. 

Διπλοπαρκαρισμένα. Και κάτι που με
κάνει να αγαπώ τη φαντασία σε αυτή την πόλη: αυτά τα τσαρούχια που δεν ξέρω
ποιος τα κρέμασε και γιατί… Ένα
ζευγάρι είναι λοιπόν κρεμασμένα μπροστά στο μπαλκόνι μου. Κι έτσι ονειρεύομαι
μια πόλη που θα πάρει μια πιο χαρούμενη όψη στα απλά και στα καθημερινά της.

Που θα υπάρχουν εστίες τέχνης και δημιουργικής έκφρασης σπαρμένες μέσα της. Και
δεν έχει νόημα αν μου αρέσουν ή όχι τα τσαρούχια πχ… Είναι που το φρέσκο, το διαφορετικό, το έξυπνο, το αστείο, το
προβοκατόρικο βρίσκει μια θέση στη Θεσσαλονίκη.


Η
Κατερίνα Παπανικολάου είναι 33 ετών, σπούδασε Βιολογία στο ΑΠΘ. Ζει και
εργάζεται ως ολιστική θεραπεύτρια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.


Related stories