Ένας τεκές το σπίτι που έγινε παλαίστρα για δυνατούς λύτες.
Έφτιαξα αναμνήσεις. Από αυτές που θα θέλω να θυμάμαι όταν
δεν θα είμαι ανέμελη.
Για τον καιρό που νόμιζα πως δεν ήμουν.
Φτιάξανε κρατήρες τα τσιγάρα μας. Άναβα κάθε που ένιωθα
εκείνο το κεντρί. ‘Η με ένιωθε εκείνο.
Είμαστε δυο ανάσες πριν τελειώσει η εποχή μας, αγαπημένη
μου.
Ακόμη στην παλαίστρα και όπως γλυκοβούιζε στ’ αυτιά μου το
αερόθερμο, πετάχτηκε μπροστά μου ένας παλιός μου μονόλογος –αθώα σαν
αγαπημένος.
Ανησυχούσα τότε οικτρά μήπως βλέπεις και χαλάσω. Μήπως και
δεν μπορέσω να σταυρώσω λέξη χωρίς να καταστραφώ, να γίνω μια καταραμένη κι
εγώ.
Δημιουργία με κλειστά τα στόρια και “επιστρέφω μετα του
αδειάσματος του πάτου”.
Ανησυχούσα πραγματικά γι’ αυτό, και ο ακροατής μου
ανησυχούσε πραγματικά για ‘μένα. Που άνοιξα το στόμα μου και τα έλεγα με φωνή
και όχι μέσα στο κεφάλι μου.
Δεν δυσκολεύουν οι λέξεις μου εμένα, αλλά αυτόν που τις
ακούει, γι’ αυτό μερικές παλινδρομήσεις μετά, εδώ είμαι, στον τεκέ.
Αποσυντίθεμαι καταστροφικά για αυτό που θα σου πω είναι δύσκολο
να ακούσεις.
Αλλά την ιστορία της Αν, μια μέρα θα σου την πω.
Και θυμήσου να σφίξεις τα δόντια τότε.