του Γιάννη Σιφνιού
Το ταξί μαρσάροντας ακουγόταν σα βραχνιασμένος τραγουδιστής με 20ετή προϋπηρεσία σε επαρχιακό σκυλάδικο.
«Δεν τραβάει το άτιμο,αλλά δε βγαίνω να του κάνω σέρβις»
Ο πελάτης του ταξιτζή παρέμεινε σιωπηλός.
«Για αεροδρόμιο ε.Ταξίδι επαγγελματικό ή βόλτα;»
«Ταξίδι χωρίς επιστροφή» απάντησε κοφτά ο επιβάτης.
«Δε βαριέσαι.Όλοι κάπου χωρίς επιστροφή πηγαίνουμε.Απλά στο ενδιάμεσο ξεχνιόμαστε με τα σούρτα φέρτα.»
Ο επιβάτης εξεπλάγην με την ομολογουμένως φιλοσοφημένη απάντηση του οδηγού,που τώρα ήδη πατούσε το play σε ένα παλιό cd με λαϊκά..
Στον περιφερειακό η κίνηση ήταν μηδαμινή.Ένα αμάξι μόνο του,ξημέρωμα Δεκέμβρη,κόντρα στην ομίχλη που σκέπαζε το Σέιχ Σου και αγκάλιαζε τα ασθενικά φώτα της πόλης.
Σε λιγότερο από ένα τέταρτο είχαν φτάσει στο αεροδρόμιο.
«Πόσα οφείλω;» ρώτησε ο επιβάτης.
Ο οδηγός έδειξε να διστάζει για λίγο,ώσπου αποκρίθηκε: «Δεν οφείλεις τίποτα.Αυτή τη διαδρομή είχα καιρό να την κάνω και θυμήθηκα πόσο όμορφη είναι η πόλη από ψηλά.Οπότε είμαστε εντάξει.»
Ο επιβάτης ξαφνιασμένος επέμεινε.Μέχρι να το συνειδητοποιήσει ο ταξιτζής είχε κλείσει την πόρτα και ξεκινούσε με ένα χαμόγελο στα χείλη.
Σε λίγες ώρες τοπικός τηλεοπτικός σταθμός μετέδιδε για το έγκλημα που διέπραξε 40χρονος ταξιτζής.Σκότωσε τη γυναίκα του με 4 μαχαιριές.
Στο αεροδρόμιο ο επιβάτης ακόμα περίμενε.
Είχε χάσει την πτήση του εδώ και ένα χρόνο…