Θυμάται και γράφει ο Γιώργος Μαντζουρανίδης
Τζόρνταν και Πίπεν. Μπόνι και Κλάιντ. Ελληνικό καλοκαίρι 80s και ΠΑΣΟΚ. Υπάρχουν και άλλα εμβληματικά δίδυμα, αλλά πού χώρος -και κυρίως, διάθεση από εσένα- να διαβάζεις Ιστορία μέσα στη ντάλα (αν και όταν είσαι 50+, δεν είναι λίγες οι φορές που διαβάζεις Ιστορία και λες από μένα σου «Ωπ, αυτό το θυμάμαι!»).
Τα δικά μου παιδικά καλοκαίρια διαδραματίστηκαν ως επί το πλείστον κάτω από το αυλάκι. Πιο συγκεκριμένα, στον Ελαιώνα Αιγίου, aka Τρυπιά (τα). Ελαιώνας, γιατί προφανώς και υπήρχαν πάρα πολλές ελιές -δεν ήταν clickbait το όνομα για να παρασέρνουν τουρίστες (sorry Πευκοχώρι). Τρυπιά, γιατί… Λοιπόν, υπάρχουν αρκετές ερμηνείες, μια από αυτές και λίγο πιο piquant, δεν θα τις αναλύσω, προχωράμε.
Το διάστημα λοιπόν 1981-1987, πού με έβρισκες, πού δεν με έχανες (γιατί ήδη #παραπολυψηλος) στα Τρυπιά με τους παππούδες -τον συνονόματο και τη Βαλεντίνη. Room to let κλεισμένο σχεδόν από το τέλος της προηγούμενης σεζόν, για ένα φουλ τρίμηνο και βάλε: Παρασκευή έκλειναν τα σχολεία, Σάββατο πρωί ήμασταν εκεί. Δευτέρα άνοιγαν τα σχολεία, Κυριακή βράδυ επιστρέφαμε.
Πέρα από το πρώτο καλοκαίρι, το αναγνωριστικό, όλα τα επόμενα τα πράγματα ήταν γνωστά: τα παιδιά, οι παραλίες, οι βόλτες. Ό,τι ώρα ξυπνούσες, κατέβαινες θάλασσα. Ώρες ολόκληρες ανάμεσα στο νερό και το βότσαλο της ακτής. Ώρες. Μαγιό και σαγιονάρα απαραίτητα, όλα τα άλλα προαιρετικά. Ναι, ούτε καν πετσέτα. Ναι, ούτε καν αντηλιακό. Χύμα. Στεγνώναμε επάνω στις ψάθινες καρέκλες του όποιου εστιατορίου βρισκόταν πιο κοντά, κάτω από τα δέντρα, κάνοντας με τον τρόπο μας το ρεζερβέ για τους μεγάλους που θα έρχονταν αργότερα. Εστιατόριο, γιατί beach bar γιοκ. Καρέκλες, γιατί ξαπλώστρες επίσης γιοκ. Να πω ότι πίναμε και νερό από το λάστιχο; Ε θα το πω.
Μεσημέρι, φαγητό στο προαναφερθέν ρεζερβέ. Γεμιστά, παπουτσάκια, μπιφτέκι, μπριζόλα χοιρινή, πατάτα τηγανητή, μουσακάς ή παστίτσιο, και κλείσιμο με φέτα μήλου βουτηγμένη σε κρασί για digestif. Μεγαλείο. Εγώ δεν μπορώ να πω ότι ένωνα καρέκλες για να την πέσω μετά, γιατί απλά καμιά ταβέρνα δεν είχε τόσες καρέκλες. Είχε όμως σιέστα -μετά από ένα πέρασμα με νερό -ντουζάκι, λάστιχο, you name it- γιατί «πού πάτε να ξαπλώσετε με τα αλάτια». Διωράκι (κατ΄ελάχιστον), σεντονάκι, αεράκι, γιατί air condition, guess what… γιοκ.
Απόγευμα, ξεκινούσε η προετοιμασία για την «έξοδο». Δύο ήταν τα δεδομένα: ΟΥΦΟ και σινεμά. Τα τάληρα έγιναν δεκάρικα, εικοσάρικα και βάλε, αλλά το ποδοσφαιράκι-τραπέζι, το βατραχάκι και το Ghosts ‘n Goblins εκεί. Όσο για το σινεμά, είχαμε δύο επιλογές: το πάνω και το κάτω (δεν θυμάμαι τα ονόματα γιατί σχεδόν ποτέ δεν τ’ αναφέραμε). Κάθε βράδυ σχεδόν ταινία. Επτά καλοκαίρια, τρεις μήνες, do the math. Και όχι παιδικά. Ψάλτης, Ρέμο Άοπλος και Επικίνδυνος, Μεγάλη Των Μπάτσων Σχολή. Όταν είχε φέρει το επάνω τον Άγιο Πρεβέζη του Κολλάτου, όλες σχεδόν οι Τρυπιώτισσες είχαν στηθεί έξω από το σινεμά περιμένοντας τους συζύγους. Γκούγκλαρε «Άγιος Πρεβέζης Κολλάτος» και θα καταλάβεις γιατί.
Θα μπορούσα να αραδιάσω καμιά 20αριά παραγράφους ακόμα: για τον πειρατικό σταθμό με κασέτες που στήσαμε με τον Ντώνη και τον Μέρμηγκα και το ακροατήριό μας -στο Γαλαξίδι παρακαλώ, across the bay. Για τις βόλτες με ποδήλατο που δεν έκανα ποτέ γιατί απλά ποτέ δεν έμαθα, και τα απογεύματα με τα roller («τα πατίνια») που παραλίγο να μάθω. Για την Ευγενία, την προεφηβική καψούρα που νομίζω ότι έχει πλέον μαγαζί με σουβενίρ στο Μοναστηράκι.
Για τα σαββατόβραδα στη ντίσκο με το ανάλογο dress code (δυστυχώς, υπάρχουν φωτοντοκουμέντα, ευτυχώς, μόνο εκτυπωμένα). Για τα rituals της γλυκιά αμετανόητης θιασώτριας του Θανάση, του δυναμίτη και της πόκας Βαλεντίνης (χαρτζηλίκι πριν την παρτίδα και ποτέ κατά τη διάρκεια, ποτέ δεν ρωτούσαμε «τι κάνεις;» γιατί ήταν γρουσουζιά, και άλλα τινά). Για την προβολή του Jaws 3 που ο εξαιρετικά θαρραλέος 10χρονος αδελφός μου πέρασε κάτω από την καρέκλα σκηνοθέτη, πάνω στα χαλίκια, με λευκό σετ μπλουζάκι-σορτσάκι. Το λεμόνι στο μαλλί του εκκολαπτόμενου ροκαμπιλά Φάνη. Τα άπειρα ψητά καλαμπόκια. Τον πλανόδιο με το αγροτικό που πουλούσε ροδάκινα και μέλι, το έλεγε και στ’ Αγγλικά, και οι ντόπιοι σκανδαλίζονταν ακούγοντας το «Πίτσες! Χώνει!». Το στοιχειωμένο σπίτι στην παραλία, που θέλαμε να μπούμε να κάνουμε σεάνς, μπήκαμε, και στο δεκάλεπτο μαζεύτηκαν απ’ έξω καμιά εικοσαριά αδέσποτα γαβγίζοντας μανιασμένα και μας πήγε τρεις παρά δυο. Δεν θα το κάνω όμως -αν και αυτή η παράγραφος μετράει για 20.
Ο Αλέν Μπρετόν είπε κάποτε: Μία λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. Δεν ξέρω αν οι λέξεις σώσουν αυτά τα δικά μου καλοκαίρια. Δεν ξέρω καν αν αξίζει. Η αίσθηση που μου άφησαν μια φορά, δεν θα χαθεί ποτέ. Και ας ακούγεται τόσο κλισέ όσο το «όταν πίναμε νερό απ’ το λάστιχο»…
Υπόμνημα φωτογραφιών:
01. Το αγόρι (ετών 7 θαρρώ) και η βάρκα, τραβηγμένη με την ολόφρεσκη Olympus του πατρός Μιχάλη.
02. Εγώ (στα βαθιά, ετών 12), ο Γκιώνης (actual name, όχι παρατσούκλι) και ο Φάνης (βλέπε λεμόνι και ροκαμπίλι) αμφότεροι 3-4 χρόνια μεγαλύτεροι από εμένα.
ΥΓ Όσους και όσες ανέφερα, και άλλα τόσα και παραπάνω πρόσωπα, σας ευχαριστώ.